Μέσα στο πλήθος των επαγγελματικών αναγνώσεων, που πλέον δεν μου δημιουργούν καμία συγκίνηση, ένα απλό κείμενο ήρθε να με ταρακουνήσει και να ζεστάνει την ψυχρή επιφάνεια. Τυχαία στο λιμάνι της Αίγινας βρήκα τη διμηνιαία ενημερωτική έκδοση «Ο επιβάτης της Αίγινας». Και στο πλοίο της γραμμής, επιστρέφοντας στον Πειραιά, διέτρεχα τις μικροτοπικές ειδήσεις. Ωσπου έπεσα πάνω σ΄ ένα κείμενο μεγάλης έντασης, μια ακατέργαστη αφήγηση ίσης αξίας με μεγάλες σελίδες της λαϊκής λογοτεχνίας. Τίτλος «Το Στερνό Αντίο στη Βάρκα μου» και υπογραφή «Ο ψαράς κ. Γιάννης Λουκάτος». Αντιγράφω τις τελευταίες αράδες, αυτές που μου δημιούργησαν το σωτήριο ρίγος.

«Γονάτισα στα πανιόλα του αμπαριού της και την ασπάστηκα με σεβασμό και αγάπη, γιατί ήταν και η πρώτη μου από τα άγουρα, ακόμη, παιδικά μου χρόνια. Δακρυσμένος και συγκινημένος, σηκώθηκα και φίλησα όλα τα άρμενα και τα παρακολουθήματά της, κατάρτι, αντένα, πανί, τιμόνι, κοντάρια, καμάκια από την πρύμη μέχρι την πλώρη και αριστερά και δεξιά. Στο τέλος γονάτισα μπροστά στο κοράκι της πλώρης, το φίλησα και βγήκα στο μόλο. Εσυρα με δυσκολία τα βήματά μου και όταν απομακρύνθηκα αρκετά γύρισα και την κοίταξα για τελευταία φορά. Ηταν εκεί και με περίμενε, έτοιμη να πάμε για ψάρεμα. Την κοιτούσα συγκινημένος μέχρι που σκοτείνιασαν τα μάτια μου από τα δάκρυα. Τα σκούπισα με την ανάστροφη του δεξιού χεριού μου και της ψιθύρισα το τελευταίο αντίο…».

Είναι σαν να βλέπω τη σκηνή του αποχαιρετισμού, τη σπαρακτική τελευταία συνάντηση. Απόγευμα, στο λιμανάκι του Φάρου. Σκύβει με ευλάβεια, πιάνει το παλαμάρι και την τραβά απαλά προς το μέρος του. «Σαν να την έπαιρνα στην αγκαλιά μου» γράφει. Μπαίνει μέσα και κάθεται στον πάγκο του αμπαριού. Το κεφάλι σκυμμένο. Η μνήμη κινητοποιείται. Γίνεται ανάμνηση. Ολες οι αναμνήσεις στη θάλασσα. Το ψάρεμα, το αρμένισμα, οι φουρτούνες, οι μπουνάτσες αλλά και οι στιγμές περισυλλογής, αυτός και η βάρκα του, αγκυροβολημένοι στο περίκλειστο λιμανάκι. Και μαζί με την ανάμνηση, η ποιητική γεωγραφία: Μετώπη, Αγκίστρι, Μονή, Μέθανα, Κυρά, η μικρή-μεγάλη θάλασσα του Σαρωνικού, ο κόσμος των θαλασσινών σπηλιών και του κυματισμένου ορίζοντα. Κι ακόμη το μυστικό λεξιλόγιο, οι ιδιότυποι θαλασσινοί κωδικοί: αμμουδιές, τραγάνες, πλάκες, τροκάδες, φυκιάδες, πέτρες, δράκαινες, σουγιάδες, γλανιοί, λύχνοι, καρακούκοι, καπόνια, σφουγγάρια, ρουκούτες. Και όλοι οι αέρηδες κι όλοι οι καιροί: σοροκάδες, βοριάδες, πουνενταρίες και γαρμπινάτσες. Και η ερωτική γλώσσα του θαλασσινού: «Φερμάριζα στο χαλκά της πλώρης το μπάνιο, ξετύλιγα τα κάργα και βίρα το πανί, για να φτάσει η τσούντα στην κορυφή της αντένας». Τι πλούτος μέσα σ΄ ένα τόσο αυθόρμητο και ανεπιτήδευτο κείμενο.

Σαν λογοτεχνική ηρωίδα, η βάρκα έχει και αυτή όνομα. Τη λένε Βενετία και τα ληξιαρχικά χαρτιά της τη φέρουν καταχωρισμένη στο λεμβολόγιο της Αίγινας.
nbak@dolnet.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ