Προτού ακόμη περάσουν 48 ώρες από την εκστρατεία στη Λιβύη ο Λευκός Οίκος άρχισε να ανησυχεί. Ο Αμρ Μούσα, γενικός γραμματέας του Αραβικού Συνδέσμου, είχε αλλάξει στάση. Αυτός ο οποίος δύο ημέρες νωρίτερα στο Κάιρο διαβεβαίωσε την υπουργό Χίλαρι Κλίντον ότι ο αραβικός κόσμος και ο ίδιος προσωπικά υποστηρίζουν κάθε συμμαχική κίνηση που θα απορρέει από την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και θα αποβλέπει στην προστασία των εξεγερμένων της Λιβύης, αποστασιοποιήθηκε από την αμερικανο-ευρωπαϊκή επέμβαση. Και δεν ήταν το μοναδικό κακό μήνυμα που έλαβε η Ουάσιγκτον.

Την περασμένη Δευτέρα ο Αραβικός Σύνδεσμος ανακοίνωσε ότι «οι αραβικές χώρες δεν επιθυμούν η στρατιωτική επιχείρηση (…) κατά της Λιβύης να τεθεί υπό τις διαταγές του ΝΑΤΟ». Αλλά ακριβώς αυτό ήθελε η Ουάσιγκτον να γίνει – η αμερικανική πολεμική μηχανή να καταστρέψει κάθε επιθετική ικανότητα του Καντάφι και να παραδώσει τη «διαχείριση» της στρατηγικής του εναερίου ελέγχου της Λιβύης στο ΝΑΤΟ. Η έλλειψη συντονισμού που σημειώθηκε στη δράση των ευρωπαίων συμμάχων δεν την ενδιέφερε, ούτε και ο ανταγωνισμός μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας για το ποιος θα καθορίζει τους στόχους βομβαρδισμού που σχολιάστηκε σαρκαστικά στο Κάιρο και σε άλλες πρωτεύουσες της περιοχής.

Εμφανίστηκαν όμως και άλλα απρόβλεπτα για την Ουάσιγκτον. Η έκτακτη κυριακάτικη διάσκεψη των Ευρωπαίων στο Παρίσι δεν προσέφερε τίποτε περισσότερο απ΄ όσα είχε ήδη κανονίσει πρωτοβουλιακά ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και η υπουργική διάσκεψη του ΝΑΤΟ τη Δευτέρα απέφυγε να λάβει κάποια απόφαση μετά την άρνηση της Τουρκίας να συμφωνήσει σε εμπλοκή της Συμμαχίας στη σύρραξη. Οι επισημάνσεις της Μόσχας για αποφυγή βομβαρδισμών και η σαφώς αρνητική στάση του Πεκίνου και του Δελχί αναμένονταν. Είναι αλήθεια ότι δεν προκαλούν κρίση αλλά διαμορφώνουν οπωσδήποτε μια κατάσταση – ιδιαίτερα στην Ασία και στη Μέση Ανατολή – κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για τα σχέδια των ΗΠΑ. Αλλωστε η επιρροή της Αμερικής σε αυτές τις περιοχές έχει περιοριστεί εντυπωσιακά.

Ισως η πιο χαρακτηριστική ένδειξη αυτής της αρνητικής για τον Λευκό Οίκο εξέλιξης είναι η στάση της Σαουδικής Αραβίας, της επί σχεδόν 70 χρόνια φίλης και συμμάχου της Αμερικής. Στην Ουάσιγκτον μιλούν για «χάσμα στις σχέσεις» με τη Ριάντ και δεν κρύβουν ότι ο βασιλιάς Αμπντουλάχ μπιν Αμπντούλ Αζίζ είναι χολωμένος με τους Αμερικανούς επειδή συνήργησαν στην ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ. Και τους το έδειξε. Αγνόησε τις συστάσεις του Λευκού Οίκου και προσωπικά του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να μην επέμβει στο Μπαχρέιν και μάλιστα έστειλε στρατιωτική βοήθεια στον βασιλέα του. Ο σαουδάραβας ηγεμόνας ήταν τόσο «απασχολημένος στα θρησκευτικά και άλλα καθήκοντά του», όπως διεμήνυσε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ώστε δεν μπορούσε να δεχθεί την κυρία Κλίντον η οποία βρισκόταν επί πέντε ημέρες στη γειτονιά του.

Δύο άλλοι πατροπαράδοτοι συνεργάτες και φίλοι της Αμερικής έδειξαν απείθειαοι βασιλείς Αμπντάλα της Ιορδανίας και Μοχάμεντ του Μαρόκου. Ο πρώτος σχολιάζοντας τα επεισόδια σε πόλεις της Συρίας δεν έκρυψε την αποδοκιμασία του για τη στρατιωτική εξέλιξη στη Λιβύη τονίζοντας πως «είμαι βέβαιος» ότι η οποιαδήποτε εξέλιξη στη Συρία δεν πρόκειται να έχει την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η Λιβύη. Φυσικά, αποδέκτης της δήλωσης ήταν η Ουάσιγκτον. Η ισραηλινή «Ηaaretz» έβγαλε και ένα συμπέρασμα από αυτήν. Οι συμμαχίες και οι φιλίες της Αμερικής στον αραβικό κόσμο «δεν πρόκειται να είναι όπως άλλοτε» έγραψε την Παρασκευή. Οσο για τον Μοχάμεντ, τον περισσότερο προς τη Δύση προσανατολισμένο μουσουλμάνο μονάρχη, αυτός θυμάται την εποχή της αποικιοκρατίας και η προοπτική μιας «επιστροφής (σ.σ.: των Δυτικών) στη Βόρειο Αφρική και μάλιστα με στρατιωτική πανοπλία» τού προκαλεί εφιάλτη. «Θα καταβάλω προσπάθειες» για την αποτροπή της, είχε δηλώσει τον Φεβρουάριο στην εφημερίδα «Le Figaro».

«Πανικός και άγχος» στην Ουάσινγκτον

Η «Wall Street Journal» έγραφε την προπερασμένη Πέμπτη ότι«οι αρμόδιοι (σ.σ.: στην Ουάσιγκτον)
παρακολουθούν τις σαρωτικές αλλαγές που συντελούνται στη Βόρειο Αφρική με ένα μείγμα πανικού και μεγάλουάγχους». Η εφημερίδα αφήνει να εννοηθεί ότι υπήρξε εξαρχής και εξακολουθεί να υπάρχει διάσταση απόψεων στα υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια όσον αφορά τη μορφή της επέμβασης στη Λιβύη.

Πραγματικά, ο υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς – ο οποίος δεν ματαίωσε το ταξίδι του στη Ρωσία, και είναι ενδεικτικό αυτό για τη στάση του στο ζήτημα – ήταν ως την τελευταία στιγμή αντίθετος στην«ενεργό στρατιωτική δράση»της Αμερικής στη Λιβύη.

Πιστεύει – και δεν το έκρυψε – ότι τελικά η όλη επιχείρηση θα πέσει στους ώμους της Αμερικής. Ακόμη και αν δεν στείλει στρατό ξηράς- όπως βεβαίωσε τους Αμερικανούς ο πρόεδρος Ομπάμα- η παρουσία των όπλων της στους ουρανούς και στη θάλασσα της Λιβύης βροντοφωνάζει το αμερικανικό όνομα. Ο Γκέιτς δεν είναι ο μόνος. «Αν ο συνταγματάρχης Καντάφι καταφέρει και μείνει στην εξουσία, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο ΟΗΕ γελοιοποιούνται.

Του είπαν να φύγει και εκείνος τούς αγνοεί» δήλωσε ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστήςΤζον Μακ Κέιν. Και ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών της ΓερουσίαςΤζον Κέρι παραδέχθηκε την περασμένη Τρίτη ότι «υπάρχουν κενά» στον χειρισμό του «μείζονος προβλήματος με τον Καντάφι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ