Στην ελληνική αγορά κυκλοφορούν πολλά προϊόντα που διαθέτουν ισχυρή ιστορική φόρτιση, λίγα όμως είναι αυτά που έχουν ταυτιστεί με την οικογένεια που τα δημιούργησε. Η οικογένεια Χαΐτογλου, μικρασιάτες πρόσφυγες, χαλβαδοποιοί αρκετά χρόνια προτού η Καταστροφή του 1922 τους οδηγήσει στη Θεσσαλονίκη, κατόρθωσε σε διάστημα τριών γενεών να καθιερώσει το συγκεκριμένο προϊόν όχι μόνο μεταξύ των γευστικών επιλογών των ελλήνων καταναλωτών με την επωνυμία τους αλλά και σε περισσότερες από 60 χώρες.
Η επιχειρηματική ιστορία της οικογενείας Χαΐτογλου στον ελλαδικό χώρο αρχίζει πολύ νωρίς, μόλις το 1924, όταν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή τα αδέλφια Κωνσταντίνος, Ελευθέριος και Σάββας Χαΐτογλουαπό το Ικόνιο της Μικράς Ασίας φθάνουν και εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη. Στην αρχή δημιουργούν μια μικρή επιχείρηση ζαχαροπλαστικής συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, κυρίως του παππού τους Νίκου Χαΐτογλου, ο οποίος ήταν χαλβαδοποιός. Το ζαχαροπλαστείο ήταν στο κέντρο της σημερινής παλαιάς Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Αθωνος. Εκεί βρισκόταν η μικρή βιοτεχνία της νεοσύστατης εταιρείας Αφοί Χαΐτογλου ΟΕ.
Τότε λοιπόν οι νεόκοποι επιχειρηματίες αγοράζουν μια πετρελαιοκίνητη μηχανή 80 ΗΡ, η οποία με ιμάντες έδινε κίνηση στις μυλόπετρες και στα χαλβαδοκάζανα. Οι μυλόπετρες άλεθαν το σησάμι και παραγόταν έτσι το ταχίνι, που αποτελεί και τη βασική πρώτη ύλη του χαλβά. Στη συνέχεια μέσα στο ταχίνι πρόσθεταν τη γλυκαντική ύλη (όποια και αν ήταν αυτή, θρεψίνη, ζάχαρη ή μετέπειτα γλυκόζη σε μορφή καραμέλας) και άρχιζε το ζύμωμα του χαλβά με το χέρι. Η μικρή βιοτεχνία με το ζαχαροπλαστείο της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν άργησε να γίνει μια μικρή βιομηχανία και να μεταφερθεί στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού. Πράγματι έξι χρόνια αργότερα, το 1930, ο Κωνσταντίνος Χαΐτογλου έκανε το μεγάλο βήμα: αγόρασε ένα από τα οικόπεδα που πωλούσε τότε η Εθνική Τράπεζα και έχτισε το πρώτο ιδιόκτητο εργοστάσιο, 450 τ.μ., επί της οδού Δάμωνος 33, στο οποίο από το 1931 μεταφέρθηκαν οι εργασίες της επιχείρησης απασχολώντας τότε 30 εργαζομένους.
Σε αυτό το εργοστάσιο λίγα χρόνια αργότερα άρχισε να εργάζεται, από ηλικία μάλιστα 16 ετών, και ο δημιουργός της σημερινής εταιρείας κ. Ν. Χαΐτογλου, γιος του Κωνσταντίνου, όπως και ο Δ. Χαΐτογλου, γιος του Ελευθερίου. Η επιχείρηση καθ΄ όλη τη δεκαετία του 1930 λειτουργεί κανονικά και συνεχίζει να αναπτύσσεται. Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, από την πρώτη κιόλας ημέρα, το εργοστάσιο επιτάχθηκε, καθώς και όλοι οι εργαζόμενοι που δεν στρατεύθηκαν, και παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση ως τη συνθηκολόγηση.
Ετσι στρατιωτικά αυτοκίνητα, νύχτα πάντοτε με συσκότιση, φόρτωναν μεγάλους γκαζοτενεκέδες χαλβά και τους μετέφεραν είτε στα σύνορα είτε στα μετόπισθεν, προσφέροντας έτσι στους στρατιώτες πλούσια σε θερμίδες τροφή που είχαν ανάγκη. Η θρεψίνη είναι το εκχύλισμα της σταφίδας και χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του χαλβά αντί της ζάχαρης, επειδή ο Μεταξάς, θέλοντας να ενισχύσει τους σταφιδοπαραγωγούς, είχε απαγορεύσει το 1936 τη χρήση της ζάχαρης στη ζαχαροπλαστική. Η απαγόρευση μάλιστα της ζάχαρης διατηρήθηκε ως το 1965, όταν επιτράπηκε και πάλι η χρήση της.
Την περίοδο της Κατοχής οι Γερμανοί είχαν διατάξει την επίταξη όλης της παραγωγής της σταφίδας. Και φυσικά το εργοστάσιο δεν είχε πρώτη ύλη για να λειτουργήσει. Τότε «ανακαλύφθηκαν» τα χαρούπια, που έσωσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού από την πείνα. Ερχονταν χαρούπια από την Κρήτη και το εργοστάσιο πλέον μετασκευάστηκε και παρήγε πλέον χαρουπόμελο. Αυτό γινόταν ως το τέλος της Κατοχής.
Η επιχείρηση άρχισε πλέον να λειτουργεί κανονικά μετά την απελευθέρωση. Και ξεκίνησε πάλι από το μηδέν. Το παλαιό χρέος του Δημοσίου προς την επιχείρησηαπό την εποχή που προμήθευε τον στρατό- είχε φθάσει στο ποσό των 2.500.000 δρχ., το οποίο όμως παρεγράφη με απόφαση του τότε υπουργού Α. Σβώλου.
Παρ΄ όλα αυτά, η εταιρεία κατορθώνει και ανασυντάσσεται. Από τον Σεπτέμβριο του 1945 στην Αττική. Η φήμη που είχε αποκτήσει ήταν η καλύτερη διαφήμισηόλοι περιμένουν τον χαλβά από τη Μακεδονία και έτσι καθιερώνεται για πρώτη φορά η επωνυμία Μακεδονικός Χαλβάς.
Το προϊόν ως το1955 κυκλοφορεί χύμα. Εκείνη την χρονιά η εταιρεία πρωτοπορεί αφού για πρώτη φορά αρχίζει η τυποποίηση του χαλβά σε διάφορα μεγέθη και ποικιλίες γεύσεων. Επίσης ξεκινούν εξαγωγές – αρχικά στις χώρες της Ευρώπης και στη συνέχεια στις ΗΠΑ και στον Καναδά.

Εξάγει το 30% της παραγωγής σε 60 χώρες

Το 1962, περίπου 30 χρόνια μετά τη δημιουργία του πρώτου εργοστασίου, η επιχείρηση μεταφέρεται και μεταστεγάζεται σε νέες εγκαταστάσεις στη βιομηχανική περιοχή Καλοχωρίου Θεσσαλονίκης, όπου βρίσκεται ως σήμερα, σε ιδιόκτητη έκταση 80.000 τ.μ., διευρύνοντας παράλληλα τις δραστηριότητές της και στην κονσερβοποιία και απασχολώντας πλέον 80 εργαζομένους. Το 1975 σταματά πια εντελώς η παραγωγή θρεψίνης- η οποία, όταν έπαψε να χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη παραγωγής χαλβά, διατήρησε μερίδιο στη διατροφή μεγάλου μέρους των καταναλωτών- και παίρνει τη θέση της οριστικά η μαρμελάδα.
Σήμερα η συνολική κατανάλωση χαλβά ανέρχεται στους 9.000 τόνους, αλλά τώρα πια το 30% της παραγωγής του Μακεδονικού Χαλβά της εταιρείας Αφοί Χαΐτογλου ΑΕΒΕ εξάγεται σε περισσότερες από 60 χώρες και έχει κατορθώσει να υποσκελίσει στη διεθνή αγορά τις ανταγωνίστριες βιομηχανίες του Λιβάνου, της Αιγύπτου και του Ισραήλ. Για την εταιρεία το 2009- η πρώτη χρονιά της οικονομικής κρίσης- ήταν μια κακή χρονιά διότι έχασε την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών λόγω της υψηλής ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου και είδε τις πωλήσεις της να συρρικνώνονται κατά περίπου 11 εκατ. ευρώ. Οπως αναφέρει ο κ. Κ. Χαΐτογλου, διευθύνων σύμβουλος, «τώρα προσπαθούμε να επανεισδύσουμε στην αγορά των ΗΠΑ». Παράλληλα η οικογένεια Χαΐτογλου από το 1994 κατέχει το 25% της Χαλβαδοποιίας Ελλάδος- Αφοί Παπαγιάννη ΑΕ (Ολυμπος) και ελέγχει την εταιρεία Βolero ΑΕ- Ζαχαρώδη Θράκης, μια κατ΄ εξοχήν εξαγωγική επιχείρηση. Επίσης έχει ισχυρή παρουσία στον κλάδο της συσκευασίας μέσω της Χαρτέλ ΑΒΕΕ (το 46% της Τεχνοκάρτ ΑΒΕΕ που λειτουργεί στην Τρίπολη και το 25% της ΝΡG).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ