Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου 1901 το σπίτι της Μπέρτα Τσούκερκαντλ στη Ringstrasse της Βιέννης ήταν γεμάτο κόσμο. Ωστόσο δεν επρόκειτο για γεγονός παράδοξο καθώς η οικοδέσποινα, διακεκριμένη συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός της εποχής, διατηρούσε ένα από τα πλέον ονομαστά φιλολογικά σαλόνια με θαμώνες την ελίτ του πνεύματος και της κουλτούρας της πρωτεύουσας των Αψβούργων. Τη στιγμή λοιπόν που η συζήτηση είχε ανάψει, τη ματιά του Γκούσταφ Μάλερ «αιχμαλώτισε» μια νεαρή κοπέλα: ήταν η Αλμα Σίντλερ, μια χειραφετημένη φοιτήτρια μουσικής, ξακουστή για την ομορφιά της αλλά και για τους θυελλώδεις έρωτές της με κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Γκούσταφ Κλιμτ και ο Οσκαρ Κοκόσκα.

Ο Μάλερ, διευθυντής ήδη εκείνο τον καιρό της Αυλικής Οπερας της Βιέννης, θέλησε να την πλησιάσει, εκείνη όμως δεν είδε με καλό μάτι τη γνωριμία μαζί του. Οι φήμες που τον ήθελαν να φλερτάρει κάθε νεαρή, επίδοξη λυρική τραγουδίστρια την απωθούσαν. Τελικά συστήθηκαν και λίγα λεπτά αργότερα κατέληξαν να καβγαδίζουν! Ωστόσο η επίμονη πολιορκία από πλευράς του συνθέτη και μαέστρου- κατά 19 χρόνια μεγαλύτερού της- κατάφερε να κάμψει τις αντιστάσεις της νεαρής καλλονής. Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1902, παντρεύτηκαν, παρά τις εκατέρωθεν αντιρρήσεις συγγενών και φίλων. Ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς εντάσεις, η Αλμα στάθηκε απόλυτη μούσα και πηγή έμπνευσης για τον συνθέτη. Τα έργα της ύστερης κυρίως περιόδου του είναι έντονα «εμποτισμένα» από εκείνη. Η σχέση του μαζί της αποτέλεσε παράλληλα τον αντιπροσωπευτικότερο «καθρέφτη» του χαρακτήρα του: κυκλοθυμικός και αυταρχικός, ευθύς εξαρχής της απαγόρευσε να ασχολείται με τη σύνθεση- μεγάλη αγάπη και της ίδιας- ξεκαθαρίζοντάς της πως αυτό το οποίο απαιτούσε από εκείνη ήταν να περιοριστεί στα καθήκοντα της αφοσιωμένης συζύγου και μητέρας. «Οφείλεις να κατανοήσεις ότι δεν θα άντεχα με τίποτε τη θέα μιας απεριποίητης γυναίκας με ακατάστατα μαλλιά και παραμελημένη εμφάνιση» της επαναλάμβανε συχνά. «Το να ζεις μαζί του είναι σαν να βρίσκεσαι σε ένα καράβι που το δέρνουν διαρκώς τα κύματα» είχε πει κάποτε μια πρώην σύντροφός του και η φράση αυτή έβρισκε ίσως το απόλυτο αντίκρισμά της στη σχέση του με την Αλμα. Της επέβαλλε να ζουν χωριστά όποτε εκείνος επιθυμούσε, να έχουν διαφορετικές εισόδους στο σπίτι τους και να συμφωνεί εκ των προτέρων ως προς το πότε θα περάσουν χρόνο μαζί.

Ωστόσο, και οι εκρήξεις πάθους από πλευράς του δεν ήταν σπάνιες. Το 1910, π.χ., και ενώ η υγεία του είχε ήδη κλονιστεί έντονα μετά και την πρόωρη απώλεια της μεγαλύτερης από τις δύο κόρες που απέκτησε με την Αλμα, ανακάλυψε πως η σύζυγός του διατηρεί δεσμό με τον νεαρό αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους. Η αποκάλυψη αυτή τον οδήγησε στο ντιβάνι του Σίγκμουντ Φρόιντ: ύστερα από μια συνεδρία τεσσάρων ωρών στη διάρκεια της οποίας ο πατέρας της ψυχανάλυσης κατόρθωσε να φτάσει στα μύχια της σχέσης κάνοντας λόγο για αμοιβαία αναζήτηση ενός πατρικού και μητρικού υποκαταστάτου, οι δυο τους κατόρθωσαν να ζήσουν ένα τελευταίο διάστημα ευτυχίας. Ωστόσο, κράτησε λίγο: στις 18 Μαΐου 1911 και ενώ έξω μαινόταν δυνατή καταιγίδα, ο Γκούσταφ Μάλερ έφυγε από τη ζωή έχοντας το όνομα της Αλμα στο στόμα του…

Ο εβραίος που ασπάστηκε τον καθολικισμό

Κορυφαίος αρχιμουσικός της γενιάς του και συνθέτης της ύστερης ρομαντικής περιόδου, ο Γκούσταφ Μάλερ γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1860. Η οικογένειά του ανήκε σε μια εβραϊκής καταγωγής γερμανόφω νη μειονότητα της Ανατολικής Βοημίας, μέρος τότε της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, και είχε ταπεινές ρίζες. Από το οικογενειακό του περιβάλλον ο μικρός Γκούσταφ διαμόρφωσε μια διαρκή αίσθηση εξορίας: «Πάντοτε εισβολέας, ποτέ καλοδεχούμενος» όπως συνήθιζε να λέει. Ωστόσο ο πατέρας του είδε με καλό μάτι το ενδιαφέρον που έδειξε από πολύ νωρίς ο γιος του για τη μουσική. Αρχισε να μαθαίνει πιάνο σε ηλικία έξι ετών και μόλις στα 10 του έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ σε κοινό.

Τo 1897 και ενώ είχε ήδη περάσει ως διευθυντής ορχήστρας από διάφορα λυρικά θέατρα της Ευρώπης o Μάλερ έγινε διευθυντής της Αυλικής Οπερας της Βιέννης, όπου κατόρθωσε να θέσει πρότυπα τα οποία θεωρούνται αξεπέραστα ακόμη και σήμερα. Στη διάρκεια της δεκαετούς θητείας του και παρ΄ ότι αρνήθηκε τον ιουδαϊσμό για τον καθολικισμό προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του, δέχθηκε σκληρή κριτική από τον αντισημιτικό Τύπο. Ενώ ως διευθυντής ορχήστρας έχαιρε τρομερής εκτίμησης στη διάρκεια της ζωής του, ως συνθέτης κατόρθωσε να γνωρίσει ευρεία αποδοχή μόνο ύστερα από μια σχετικά μεγάλη περίοδο αμφισβήτησης, η οποία συμπεριέλαβε ακόμη και την πλήρη απαγόρευση των έργων του σε ένα σημαντικό τμήμα της Ευρώπης στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Οι περισσότερες από τις 10 συμφωνίες του προκάλεσαν αμφιλεγόμενα σχόλια όταν πρωτοπαρουσιάστηκαν, με εξαίρεση την Ογδοη, επονομαζόμενη «των Χιλίων», η πρεμιέρα της οποίας το 1910 στάθηκε πραγματικός θρίαμβος. Ωστόσο, από το 1950 και μετά, το ενδιαφέρον για τον συνθέτη αναβίωσε με θέρμη χάρη στην υποστήριξη ορισμένων αρχιμουσικών- μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Μητρόπουλος – και κριτικών. Εκτοτε ο Μάλερ έγινε ένας από τους πιο δημοφιλείς συνθέτες στις αίθουσες συναυλιών και στα δισκογραφικά στούντιο, θέση την οποία διατηρεί σταθερά ως σήμερα.