«Αυτό που με ενδιαφέρειείναι να με παρουσιάσεις ως μια γυναίκα χαμηλών τόνων» μου επαναλαμβάνει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη καθ΄ όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας. Ευθύς εξαρχής μου ξεκαθαρίζει ότι αντιπαθεί τις μεγαλοστομίες, όπως άλλωστε και τη λέξη «γκαλερίστα». Παρ΄ όλα αυτά, από το 1966 κιόλας, όταν από κοινού με τον σύζυγό της Τάσο άνοιξαν την πρώτη τους γκαλερί στην οδό Κριεζώτου, αλλά κυρίως από το 1973, οπότε επέκτειναν τις δραστηριότητές τους στην πλατεία Κολωνακίου, η Γκαλερί Ζουμπουλάκη κατάφερε όχι μόνο να ταράξει τα νερά της αθηναϊκής καλλιτεχνικής ζωής αλλά και να διεκδικεί σταθερά σημαντική θέση σε ένα τοπίο το οποίο στο μεσοδιάστημα έχει διαφοροποιηθεί εντυπωσιακά.
Η συνάντησή μας έγινε παραμονές Χριστουγέννων, μια ημέρα «χαώδη» για την Αθήνα λόγω απεργίας στα μέσα μαζικής μεταφοράς και διαφόρων συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας στο κέντρο, σε γνωστό «στέκι» της οδού Βαλαωρίτου. Ηταν γύρω στις τρεις το μεσημέρι όταν άνοιξα το κασετόφωνο. Και όταν πια το έκλεισα έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Στο διάστημα που μεσολάβησε η Πέγκυ Ζουμπουλάκη μίλησε με άνεση για όλα: για την τέχνη και την κοινωνία, για τα παιδιά της και τα εγγόνια της, για το χθες, το σήμερα και το αύριο. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, το «μπλέξιμο του χρόνου», όπως η ίδια το χαρακτηρίζει, είναι ό,τι την ενδιαφέρει περισσότερο από ΄δώ και στο εξής. «Φυσικά και κάνω επαγγελματικά σχέδια για το μέλλον» μου είπε λίγο προτού χωρίσουμε. «Τι άλλο να κάνω, δηλαδή; Να κάθομαι σπίτι μου να ρίχνω πασιέντσες;».
– Κυρία Ζουμπουλάκη,όταν ανοίξατε την πρώτη σας γκαλερί, το 1966,ποιο ήταν το κίνητρό σας; Να ανταποκριθείτε σε μια ανάγκη της εποχής ή να καλύψετε μια δική σας επιθυμία;
«Ανέκαθεν αγαπούσα την τέχνη. Μου άρεσε το θέατρο, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά. Κάθε φορά που ταξίδευα δε, και μιλάμε για μια εποχή που τα ταξίδια δεν ήταν τόσο εύκολα όσο σήμερα, δεν παρέλειπα να επισκεφθώ τα μουσεία. Ετυχε όμως να παντρευτώ και έναν άνθρωπο ο οποίος είχε ζήσει κυριολεκτικά μέσα στην τέχνη. Μαζί ανοίξαμε την γκαλερί από μεράκι. Ακούω τώρα με την κρίση ότι οι τιμές ανέβηκαν ή κατέβηκαν. Αυτά με αφήνουν αδιάφορη».
– Δηλαδή,δεν τα παρακολουθείτε;
«Τα παρακολουθώ από εμπορικής πλευράς. Αλλού θέλω να καταλήξω όμως. Εμείς, όταν ανοίξαμε τη δεύτερη γκαλερί στο Κολωνάκι το ΄73, η οποία ήταν και ο πρώτος χώρος στην Αθήνα όπου ο καλλιτέχνης μπορούσε να δείξει το έργο του σε ευρύτερη κλίμακα, την εγκαινιάσαμε με τον γλύπτη Τάκι χωρίς ποτέ να σκεφτούμε αν θα βγάλουμε χρήματα. Το κάναμε με αγάπη, με πάθος πραγματικό και, να πω και την αλήθεια, μπήκαμε μέσα οικονομικά. Τότε κανείς εδώ δεν θα αγόραζε Τάκι, δυο-τρεις ήταν όλοι κι όλοι οι συλλέκτες που τον γνώριζαν στην Ελλάδα. Για να κάνουμε την έκθεση του Πικάσο δεν μπορείς να φανταστείς τι θυσίες χρειάστηκαν. Οσο για τη συνεργασία με τον Ιόλα, έγινε με τις δικές του γνωριμίες αλλά με δικά μας χρήματα. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε και πράγματα που δεν θέλαμε προκειμένου να μπορέσουμε να κάνουμε κάποια άλλα τα οποία επιθυμούσαμε πολύ».
– Ολο αυτό το κοσμοπολίτικο κλίμα που περιγράφετε πώς το δέχθηκε η Αθήνα εκείνης της εποχής; «Α, με διάφορους τρόπους. Κατ΄ αρχάς είχαμε μεγάλη προσέλευση κόσμου. Αν ρίξεις όμως μια ματιά στα βιβλία σχολίων που διατηρούσαμε τότε, θα καταλάβεις τη διαφορά με το σήμερα. Διάβαζες, ας πούμε, ένα σχόλιο για τον Τάκι που έλεγε: “Τι αηδίες είν΄ αυτές;Τέτοια κάνει και το παιδί μου”. ΄Η για τον Πικάσο: “Ο γιος μου κάνει καλύτερα”. Ανοησίες, δηλαδή, αδιανόητες στην εποχή μας».
– Ολα αυτά σάς αποθάρρυναν; «Οχι βέβαια, ίσα ίσα που τα αντιμετωπίζαμε με χιούμορ. Και να σου πω την αλήθεια, δεν μετανιώνω στιγμή. Πήρα τεράστια ικανοποίηση, άλλαξε η ίδια η ζωή μου. Ηρθε πολύς κόσμος, σχολεία… Και τώρα να ξανάρχιζα, πάλι τα ίδια θα έκανα. Η κόρη μου, η Δάφνη, στην οποία πλέον ανήκει η γκαλερί στο Κολωνάκι, πραγματικά αρχίζει από την αρχή. Την ενδιαφέρει να δείξει μια νέα γενιά καλλιτεχνών. Με ρίσκο, με καλές κριτικές, με κακές κριτικές. Η εποχή έχει αλλάξει βεβαίως. Τώρα, ας πούμε, μπορεί κανείς να αγοράσει και από το εξωτερικό, αλλά πιστεύω πως θα τα καταφέρει».
– Μπορεί κανείς να κάνει λόγο για εγχώρια αγορά τέχνης; Και αν ναι, πόσο μεγάλη είναι αυτή;
«Αν την εντάξει κάποιος σε διε θνές επίπεδο, είναι βεβαίως μικρή. Σε αυτό έχει ευθύνες και το κράτος το οποίο πιστεύω πως έχει αργήσει πολύ. Να σκεφτεί κανείς ότι δεν έχουμε μουσείο σύγχρονης τέχνης. Οσο για τις γκαλερί, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε. Τις έχει κατατάξει στα εμπορικά καταστήματα. Είτε έχεις γκαλερί είτε μπουτίκ είτε κρεοπωλείο, για το ελληνικό κράτος είσαι το ίδιο. Παρ΄ όλα αυτά, για τα εγχώρια δεδομένα η αγορά της τέχνης είναι ισχυρή. Πρέπει όμως να κάνει κανείς τον διαχωρισμό ανάμεσα στον συλλέκτη και στον απλό αγοραστή. Ο δεύτερος έχει απλώς χρήματα και αναζητεί τρόπους να τα ξοδέψει, να γεμίσει τους τοίχους του και να ανέλθει κοινωνικά. Ο πρώτος θα ρωτήσει, θα μάθει, θα μπει στο Ιnternet, θα ταξιδέψει, θα συγκρίνει, θα προσπαθήσει να διευρύνει τις γνώσεις του, θα αναπτύξει σχέση έρωτα και πάθους με το έργο. Τεράστια διαφορά».
– Υστερα από τόσα χρόνια αισθάνεστε κατεστημένο;
«Τι να πω… Μου λένε ότι είμαι κατεστημένο. Τι σημαίνει, όμως, αυτό; Οτι ανήκω στο σύστημα; Οτι το εκπροσωπώ; Δεν νομίζω. Αντιθέτως, χωρίς να μου αρέσουν τα μεγάλα λόγια, αισθάνομαι ότι αυτό που έκανα ήταν τόλμημα για την εποχή και είχε μεγάλο ρίσκο. Η λέξη κατεστημένο δεν με εκφράζει. Αυτό που κάνω είναι να ξυπνώ καθημερινά στις επτά το πρωί, να ετοιμάζω το πρόγραμμά μου, να πηγαίνω στην γκαλερί και να εργάζομαι πολλές ώρες. Αν αυτό είναι κατεστημένο, τότε, ναι, το δέχομαι». – Εξουσία νιώσατε ποτέ ότι ασκείτε; ότι,δηλαδή,ανεβάζετε και κατεβάζετε καλλιτέχνες;
«Και αυτό μου το έχουν πει. Τι σημαίνει, όμως; Ενας καλλιτέχνης, αν δεν είναι καλός, μπορεί να προχωρήσει; Υπάρχει ημερομηνία λήξεως. Αυτό που ξέρω είναι ότι δουλεύω με το ένστικτο και την εμπειρία μου. Στη δουλειά μου σε ορισμένα πράγματα πέτυχα και υπάρχουν και άλλα στα οποία απέτυχα. Μπορεί όμως να φταίω κι εγώ».
– Δηλαδή; «Απέτυχα να κάνω με τη γενιά του ΄60 αυτό που κατάφερε η γενιά του ΄30. Να φτιάξω, δηλαδή, ένα συμπαγές γκρουπ καλλιτεχνών με το οποίο να συνεργάζομαι σταθερά. Η γενιά του ΄60 διαλύθηκε. Δεν είναι όμως πάντα εύκολη η συνεργασία γκαλερίστα- καλλιτέχνη. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου μετά την πρώτη επιτυχία ο καλλιτέχνης αγνοεί τη συμβολή της γκαλερί. Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν καλλιτέχνες για τους οποίους διατηρώ μέσα μου μεγάλη αγάπη και εκτίμηση αναφορικά με τους ίδιους ως προσωπικότητες, τη δουλειά τους και τα χρόνια της συνεργασίας μας, έστω και αν αργότερα πήραν άλλους δρόμους. Θέλω να πιστεύω μάλιστα ότι από τη δεκαετία του ΄60 που ανοίξαμε ως την εποχή της εμπορευματοποίησης έδειξα την καλύτερη δουλειά τους».
– Κατά τη γνώμη σας,πότε ήρθε αυτή η εμπορευματοποίηση;
«Τότε που οι καλλιτέχνες άρχισαν να κάνουν έργα για να ικανοποιήσουν τον πελάτη και όχι για να εκφράσουν αυτό που έχουν μέσα τους. Εγιναν δημοσιοσχεσίτες, κοσμικοί… Χρονικά θα το τοποθετούσα γύρω στη δεκαετία του ΄80».
– Για να φύγουμε λίγο από τα καλλιτεχνικά…Είστε 45 χρόνια στο κέντρο της Αθήνας.Πόσο έχει αλλάξει η πόλη όλα αυτά τα χρόνια; Το Κολωνάκι,π.χ.,σε τι έχει διαφοροποιηθεί;
«Δεν μου αρέσει να μιλώ για το παρελθόν. Δεν θέλω να πω: “Α! Το Κολωνάκι τότε ήταν αλλιώς, σήμερα έχει αλλάξει”. Υπάρχει, βεβαίως, μια παρακμή της περιοχής. Αλλά δεν θα σταματούσα εκεί. Προσωπικά βλέπω μια υποβάθμιση ολόκληρης της Αθήνας. Το Κολωνάκι με βολεύει για έναν λόγο: είναι κέντρο και μπορώ να πάω παντού είτε με τα πόδια είτε με το μετρό. Το αυτοκίνητο το έχω σχεδόν καταργήσει».
– Για την κρίση την οποία συζητούμε όλοι αυτόν τον καιρό τι λέτε; Είναι οικονομική μόνο ή ευρύτερη;
«Σαφώς υπάρχει μεγάλη οικονομική κρίση και πολύ φοβάμαι ότι θα δούμε χειρότερα. Τι να γίνει; Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με λιγότερα. Και όλη αυτή όμως η επίπλαστη ευημερία, το πλαστικό χρήμα με το οποίο ζήσαμε τόσα χρόνια, ήταν και κάπως παρανοϊκό. Σου ΄ρχόταν τρέλα. Εβλεπες ανθρώπους στολισμένους σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα· ένα είδος καταναλωτισμού, δηλαδή, το οποίο υπερέβαινε τα όρια και αυτής ακόμη της υπερβολής. Το να ζει κανείς πιο συντηρητικά το βρίσκω περισσότερο φυσιολογικό».
– Πιστεύετε ότι τώρα την κρίση την πληρώνει όποιος φταίει;
«Δυστυχώς πληρώνουν αυτοί που δεν φταίνε. Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι είναι τα μεγάλα θύματα της ψεύτικης χλιδής με την οποία ζήσαμε ως κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια ώσπου το πράγμα άλλαξε βίαια. Οσο για το ποιος φταίει, είναι άλλο ζήτημα. Ως τώρα δεν έχουμε ακούσει κάποιο όνομα συγκεκριμένο. Κάθε φορά που ακούμε ένα την επομένη ως διά μαγείας σβήνεται, εξαφανίζεται».
«ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΩ»
– Για τους νέους,οι οποίοι εμφανίζονται σε μεγάλο ποσοστό να θέλουν να φύγουν από τη χώρα, τι λέτε;
«Θα ήθελα να μπορούν να μείνουν.Τους καταλαβαίνω όμως.Να μείνουν να κάνουν τι; Το ίδιο λέω και για αυτούς που έχουν φύγει και τώρα θέλουν να επιστρέψουν. Να γυρίσουν να κάνουν τι;».
– Δεν είστε,δηλαδή,αισιόδοξη. «Αισιόδοξη είμαι εκ φύσεως και έχω και μια αίσθηση του χιούμορ η οποία αισθάνομαι ότι με προστατεύει.Και όλα αυτά που λέμε τώρα τα καταγράφω αλλά δεν με επηρεάζουν.Θα με πείραζε,π.χ., αν χρωστούσα,αλλά ευτυχώς δεν μου συμβαίνει.Στη ζωή μου έχω μάθει να μη ζητάω,να μη χρωστάω και να μη συμβιβάζομαι.Ετσι αισθάνομαι μια ελευθερία μέσα μου. Μόνο με τα γηρατειά και τον θάνατο μπορώ να συμβιβαστώ αλλά και αυτό το τελευταίο δεν το έχω ακόμη καταφέρει.Το ψάχνω».
«Ο Γκίκας είχε τα ωραιότερα χέρια»
«Η γκαλερί της Κριεζώτου ήταν δίπλα στο περίφημο σπίτι του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Μια-δυο φορές την εβδομάδα, λοιπόν, μου τηλεφωνούσε και μου έλεγε:“Ελα να πιούμε ένα ουζάκι”.Πήγαινα στο ατελιέ του που ήταν πραγματικό αριστούργημα και πότε μου πρόσφερε ένα εξαιρετικό χαβιάρι με βότκα,πότε ένα απλό ουζάκι με ελιές. Ο Γκίκας ήταν πραγματικός άρχοντας.Τον θυμάμαι μοσχομυριστό,με κάτι ρόμπες ολομέταξες και αυτά τα θαυμάσια χέρια που ωραιότερα δεν έχω δει στη ζωή μου.Είχε άλλου είδους κουλτούρα, πιο ανατολίτικη και κοσμογυρισμένη. Ηταν και αυτός πολύ γοητευτικός όταν ήθελε. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον Τάσο,τον άνδρα μου.Τον θυμάμαι στην κηδεία του με την Μπάρμπαρα,τη γυναίκα του,η οποία κρατούσε ένα τεράστιο μπουκέτο με μοβ πασχαλιές».
«Ο Τσαρούχης σού γέμιζε τις μπαταρίες»
«Σπουδαία προσωπικότητα ο Γιάννης Τσαούχης.Τον γνώριζα από την εποχή που ανοίξαμε την γκαλερί. Ωστόσο, από τότε που πέθανε ο άνδρας μου έτυχε να βρεθώ πιο κοντά του.Βγαίναμε συχνά τα βράδια με τη στενή του παρέα και μπορώ να πω ότι ήταν από τις εμπειρίες ζωής που μου έχουν μείνει αξέχαστες.Μετά τον θάνατο του άνδρα μου πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι περίμεναν να δουν πώς θα τα καταφέρω με την γκαλερί.Ο Τσαρούχης,ο Μόραλης και ο Φασιανόςήταν αυτοί που με στήριξαν πολύ.O Τσαρούχης,μάλιστα,λίγο προτού πεθάνει μου έγραψε κάπου με τρεμάμενο χέρι:“Πέγκυ,νίκησες” . Ηταν από τους λίγους πνευματικά καλλιεργημένους καλλιτέχνες,με χιούμορ ανεξάντλητο,καυστικό και σοφό. Ως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του καθόσουν δίπλα του και αισθανόσουν ότι γέμιζες εσύ τις μπαταρίες σου,όχι ότι άδειαζαν οι δικές του».
«Ο Μόραλης γοήτευε τις γυναίκες και τις αγαπούσε ουσιαστικά»
«Ο Γιάννης Μόραλης ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της γενιάς του.Με έχει συγκινήσει αφάνταστα και,παρά το ότι “έφυγε” στα 94 του χρόνια,η απώλειά του είναι πραγματικά τεράστια.Είχαμε μια συνεργασία άψογη επί 45 ολόκληρα χρόνια και κρατώ ως παρακαταθήκη ανεκτίμητη τις 200 και πλέον μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις του τις οποίες μου εμπιστεύτηκε.Εκεί πραγματικά τα λέει όλα. Ο Μόραλης,βεβαίως,είχε την οικογένειά του,αδέλφια,ανίψια…Εξίσου οικογένειά του,όμως,ήταν όλη η οικογένεια Ζουμπουλάκη και η γκαλερί,την οποία επισκεπτόταν καθημερινά,ήταν η πνευματική του οικογένεια.Ο καθημερινός του περίπατος άρχιζε από την γκαλερί και συνεχιζόταν στο μαγαζί της καταπληκτικής φίλης κεραμίστριας Ελένης Βερναρδάκη,στην οποία είχε εμπιστευθεί το σύνολο της εκτέλεσης του κεραμικού του έργου,για να καταλήξει,έπειτα από μια μικρή στάση στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Ικαρος, στο εστιατόριο του Φιλίππου,που ήταν, όπως έλεγε,η “τραπεζαρία” του.Εκεί τρώγαμε,μαζί με φίλους και μαθητές, πολύ συχνά.
Ηταν λιτοδίαιτος,απλός,και δεν τον επηρέαζε η δόξα και το χρήμα.Γοήτευε τις γυναίκες και τις αγαπούσε ουσιαστικά.Αλλωστε,όλο του το έργο είναι ερωτικό.Τις ερωτευόταν,τις περιποιούνταν,αλλά και κάθε γυναίκα που δεν είχε σχέση μαζί του τη σεβόταν βαθιά. Ολο του έργο του υμνεί τη γυναίκα και τον έρωτα.Η μεγάλη του αγάπη ήταν ο γιος του Κωνσταντίνος,για τον οποίο μιλάει πολύ συχνά στις συνεντεύξεις τις οποίες εμπιστεύθηκε σε εμένα και στα παιδιά μου».