Είναι –ενδεχομένως- πολύ πιθανό το πρόβλημα της επάρκειας ή όχι των πληροφοριών και γενικότερα γνώσης περί των απλών θεμάτων που χαρακτηρίζουν το επί θύραις ασφαλιστικό εθνικό-αλλά και διεθνές- πρόβλημα.
Καταρχήν, σε διεθνή κλίμακα, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις περί της βάσης επάνω στην οποία στηρίζεται η Δημόσια Ασφάλιση. Σε πολλές χώρες, η Γενική Φορολογία είναι αυτή που επωμίζεται το κύριο βάρος της απομαχικής κάλυψης των πολιτών, σε κανονικές συνθήκες (δηλ. όχι λόγω ασθενείας, ατυχήματος ή ανικανότητας). Το στοιχείο της ύπαρξης σε αυτές ακριβώς τις κοινωνίες ενός εξαιρετικά αποδοτικού και ταυτόχρονα αυστηρότατου μηχανισμού άμεσης και έμμεσης φορολογίας δεν είναι –προφανώς- τυχαίο. Σε περιπτώσεις ιδιαίτερα όπου υφίσταται οικονομική βάση επαρκούς κάλυψης βιωτικών αναγκών, δεν καταβάλλεται σύνταξη, με παράλληλη κάλυψη των πραγματικά πενόντων μέσω γενναιόδωρων επιδομάτων, πανταχού παρόντος ενός «μεγάλου αδελφού» που ελέγχει περιπτώσεις «πτωχών» δικαιούχων π.χ. ΕΚΑΣ ενώ διαμένουν σε πολυτελή οικήματα ιδιοκτησίας εξωχώριων εταιρειών (Off-shore) και απασχολούν οικόσιτο προσωπικό που αμοίβεται από ετέρα Off-shore, αγνώστου ταυτότητος και δραστηριότητος.
Ανάλογα, σε οικονομίες όπου λειτουργούν (τα bold έχουν όντως, σημασία) Φορείς Ασφάλισης που επενδύουν & διαχειρίζονται τα έσοδα από εισφορές εργαζομένων και επιχειρήσεων, λογοδοτώντας ανά πάσα στιγμή στους φυσικούς τους μετόχους, τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά από την στιγμή κατά την οποία στην ουσία πρόκειται για απόδοση Ατομικών Λογαριασμών των δικαιούχων ασφάλισης.
Εννοείται, βεβαίως, ότι φαινόμενα του τύπου «αναπηρική σύνταξη», «αναρρωτική άδεια» κ.ά. φαιδρά που συμβαίνουν κατά κόρον στην χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας» και του «φραπόγαλου» συνοδεία φιλοσοφικών ερωτημάτων της μορφής «πώς γεφυρώνουμε την απεργία με την επερχόμενη αργία και την άδεια από την «σημαία» βρίσκονται στο επίπεδο του στατιστικού «λάθους». Επίσης, επαγγελματικές αναζητήσεις μετά την «ραστώνη» του δημοσίου, επαρκέστατα καλλιεργημένες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατά την διάρκεια της «επάρατης» εργασίας ανήκουν στην σφαίρα του απολύτως φανταστικού.
Εξυπακούεται ότι τα παραπάνω αφορούν συστήματα δημόσιας ασφάλισης και όχι Ιδιωτικής, με την λεπτομέρεια ότι –συνήθως- τα άτομα είναι κατά βάση απασχολούμενοι και όχι «περαστικοί» από το γραφείο ή τον χρονοσημαντήρα της εισόδου.
Ένα άλλο στοιχείο που επηρεάζει ιδιαίτερα την βιωσιμότητα των συστημάτων Δ.Α. είναι και το ποσοστό της αναπλήρωσης εισοδήματος που επιβαρύνει την διαχειριστική ανεπάρκεια, δεδομένης
-Της ανυπαρξίας πληθυσμιακού «boom» από 30ετίας και πλέον
-Της υπέρβασης και των πλέον αισιόδοξων «σεναρίων» προσδόκιμου ζωής
-Της ανεργίας, της «μαύρης» ανασφάλιστης ή μερικώς ασφαλιζόμενης εργασίας που διευρύνει το χάσμα
-της σχέσης αμεσα ασφαλισμένων πρός συνταξιούχους από το όριο ασφαλείας 4: 1 στο 2,2:1)
Ενα –ενδεχομένως διδακτικό- παράδειγμα απλών μαθηματικών (που αφορά όμως όσους καταβάλλουν άμεσες εισφορές και όχι τους «άλλους») είναι και το συνημμένο. Το συμπέρασμα, με την χρήση απλών μαθηματικών πράξεων, είναι ότι, ακόμη και στην περίπτωση ενός απόλυτα νομοταγούς εργαζομένου και ενός αντίστοιχα «κορόϊδου» εργοδότη (εκτός δηλαδή ρυθμίσεων υπεξαιρεθέντων ασφαλιστικών εσόδων) δεν είναι άλλο από το έλλειμμα χρονικής επάρκειας του «κεφαλαίου» των επενδυθέντων (υπόθεση εργασίας) εισφορών, απαιτουμένης προς τούτο της κρατικής ενίσχυσης μέσω της Γενικής Φορολογίας (άρα, πάλι οι πολλοί και «μη έχοντες» καλούνται να πληρώσουν «το μάρμαρο»).
*Ο κ. Δ. Πατσάκης είναι οικονομολόγος