Πλήθη Τούρκων πολιτών συνέρρευσαν χθες στην ακτή της Κωνσταντινούπολης για να χαιρετήσουν το Μαβί Μαρμαρά, το τουρκικό πλοιάριο που μετείχε στην αποστολή στη Γάζα η οποία είχε δεχθεί, τον προηγούμενο Μάιο, την επίθεση των ισραηλινών δυνάμεων. Εκεί, ανακοινώθηκε νέα αποστολή στην επέτειο του ενός έτους από τα γεγονότα. Την προηγούμενη ημέρα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, είχε πει, για μια ακόμη φορά, ότι η Τουρκία επιδιώκει φιλία με το Ισραήλ, όπως με όλες τις χώρες, αρκεί το Τελ Αβιβ να ζητήσει συγνώμη από την Αγκυρα για τα όσα έγιναν στη Γάζα και να καταβάλει αποζημιώσεις. Και, λίγο καιρό πριν, στην πρόσφατη μεγάλη πυρκαγιά στο Ισραήλ, η Τουρκία είχε κάνει το πρώτο «άνοιγμα» στέλνοντας βοήθεια και επικοινωνώντας με την ισραηλινή πολιτική ηγεσία. Είναι φανερό ότι η Αγκυρα ασκεί πλήρως την παλιά οθωμανική διπλωματία των ισορροπιών που καλύτερα από κάθε άλλη χώρα γνωρίζει: αν και αφήνει εκκρεμή μια «απειλή» για το μέλλον, «τραβάει το σχοινί» λιγότερο απ’ ότι μερικούς μήνες πριν, ενώ, ταυτόχρονα, ανοίγει και πάλι τους διαύλους επικοινωνίας. Στην ουσία, επιχειρεί και να συνεχίσει να «εισπράττει» από τον αραβικό κόσμο – και όχι μόνον – όπως έγινε αμέσως μετά τα γεγονότα της Γάζας, αλλά και να αποφύγει μια οριστική ψύχρανση των σχέσεών της με το Ισραήλ.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η Κύπρος προχώρησε σε μια σημαντική ενεργειακή συμφωνία με το Ισραήλ που εξόργισε την Αγκυρα, ενώ η Ελλάδα έβαλε τις βάσεις μιας αμυντικής συνεργασίας των δύο χωρών, μετά την επίσκεψη Νετανιάχου στην Αθήνα, την πρώτη Ισραηλινού πρωθυπουργού στη χώρα μας. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών – Τουρκίας, περνούν μια δύσκολη περίοδο: όχι λόγω των «αποκαλύψεων» του Γουίκιλικς και των όσων, διόλου κολακευτικών, γράφουν οι Αμερικανοί διπλωμάτες στις εμπιστευτικές αναφορές τους για την τουρκική ηγεσία, αλλά, εν μέρει ακριβώς λόγω της τρικυμίας στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ και κυρίως λόγω της αβεβαιότητας της Ουάσιγκτον για το ποια θα είναι η τουρκική στάση έναντι της Τεχεράνης αν η κατάσταση οξυνθεί περισσότερο.
Κανείς φυσικά δεν γνωρίζει σήμερα που θα σταθεροποιηθεί όλη αυτή η ασάφεια. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον «ντόμινο», από το οποίο η Ελλάδα, αν θελήσει να διαδραματίσειουσιαστικό ρόλο, μπορεί να βγει ενισχυμένη, όπως άλλωστε ήδη έπραξε η Κύπρος. Αν αυτές οι δύο συνεργασίες, της Ελλάδας με το Ισραήλ και της Κύπρου με το Ισραήλ, εξελιχθούν σε μια «τριπλή συνεννόηση», η οποία, φυσικά, θα έχει πίσω της και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η σημασία του ελλαδικού χώρου θα αυξηθεί πολλαπλά και κατακόρυφα, γεγονός που θα αλλάξει εντελώς και τα δυσμενέστατα σημερινά δεδομένα στην ελληνοτουρκική ισορροπία, δεδομένα που, όσο περνά ο καιρός, χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο εις βάρος της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, για την Αθήνα υπάρχει μια ακόμα πρόκληση την οποία θα άξιζε η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει πολύ πιο σοβαρά από όσο μέχρι σήμερα έχει πράξει: το ενδεχόμενο συμμετοχής της Ελλάδας στους σχεδιασμούς της αμερικανονατοικής αντιπυραυλικής ασπίδας. Κάτι τέτοιο, θα θωράκιζε τον ελλαδικό χώρο, ιδίως τον νησιωτικό, από κάθε προσπάθεια επιβουλής και κάθε μορφής παρενόχληση, καθώς όλα αυτά θα έθιγαν πλέον όχι μόνον ελληνικά αλλά, ταυτόχρονα και ευρύτερα δυτικά συμφέροντα.
Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες συγκυρίες της ιστορίας της. Ακροβατεί με την πτώχευση – και οι τέσσερις πτωχεύσεις που έχουν προηγηθεί στη χώρα από την ίδρυσή της μέχρι το Μεσοπόλεμο είχαν συνδεθεί άμεσα με κυριαρχικές μεταβολές – ενώ βρίσκεται απέναντι σε μια Τουρκία «φιλική» στα λόγια, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνη στην πράξη, καθώς εξοπλίζεται κατά τρόπο ποσοτικά και ποιοτικά πρωτοφανή στην ιστορία της. Πολύ σύντομα, σε πέντε περίπου χρόνια, η λεγόμενη «ισορροπία δυνάμεων» Ελλάδας – Τουρκίας, θα είναι έννοια απλώς ανύπαρκτη.Η μόνη διέξοδος, είναι εκείνη που είχε δείξει από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία, στα 1909, ο Ελευθέριος Βενιζέλος: η στενή διασύνδεση των ελληνικών με τα ευρύτερα δυτικά συμφέροντα. Και τώρα, που η χώρα διανύει μια περίοδο ριζικού αναθεωρητισμού, είναι μια σημαντική ευκαρία αυτός να ξεπεράσει όχι μόνον τα εσωτερικά στερεότυπα και τις αγκυλώσεις, αλλά να επεκταθεί και σε αυτά στις διεθνείς της σχέσεις και στον ρόλο της στο ευρύτερο περιβάλλον. Αυτός ο αναγκαίος «άλλος» αναθεωρητισμός μπορεί να αποδειχθεί ζωτικότατος για το μέλλον. Ασφαλώς στο επίπεδο της εξωτερικής εθνικής ασφάλειας, αλλά ακόμα και στο επίπεδο της οικονομικής επανασταθεροποίησης της χώρας.