Η πλήρης ένταξη του εμπορίου στις επενδυτικές ενισχύσεις του νέου αναπτυξιακού νόμου είναι το αίτημα της Ενωσης Εμπορικών Συλλόγων Ελλάδος επισημαίνοντας ότι 320.000 εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες καλύπτουν σχεδόν το 30% των επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας, εξαιρούνται από το καθεστώς των ενισχύσεων.
Η ΕΣΕΕ κατέθεσε τις τελικές θέσεις της επί του Σχεδίου Νόμου «Ενίσχυση Ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οικονομική Ανάπτυξη, την Επιχειρηματικότητα επισημαίνοντας τα εξής:
Το εμπόριο δεν αποτελεί παράπλευρη οικονομική δραστηριότητα αλλά κλάδο με ζωτική σημασία για την οικονομία, την απασχόληση και την κοινωνία. Στην σημερινή συγκυρία, το εμπόριο καλείται να παίξει τον παραδοσιακά δυναμικό του ρόλο μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, είτε μέσω του εσωτερικού είτε μέσω του εξωτερικού εμπορίου. Αυτός είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για την αναγέννηση του δευτερογενούς τομέα.
Ο εμπορικός κόσμος της χώρας διεκδικεί τα εξής: –
-Συνακόλουθα, θα πρέπει οι εφοδιασμοί πλοίων στο εξωτερικό από ελληνικές επιχειρήσεις να μην λογίζονται ως «πωλήσεις ειδικού προορισμού» αλλά ως εξαγωγές, που είναι στην πραγματικότητα και ως τέτοιες ισχύουν στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
-Οι προτεινόμενες φοροαπαλλαγές αφορούν τις ήδη κερδοφόρες επιχειρήσεις και όχι την πλειονότητα των επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό την απειλή του λουκέτου, με αποτέλεσμα να καθίσταται μη ελκυστικός στα μάτια εκείνων (των μικρομεσαίων) που πραγματικά τον περίμεναν σαν σανίδα σωτηρίας προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
-Οι διατάξεις του Νέου Αναπτυξιακού Νόμου όσο και να προσπαθούν να πείσουν για ισομερή ανάπτυξη τόσο στο Κέντρο όσο και στην Περιφέρεια, στην ουσία συμβάλλουν στη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και στη μη παροχή κινήτρων στους δυνητικούς επενδυτές Επαρχιακών – Περιφερειακών περιοχών.
-Η μετατροπή του ΤΕΜΠΜΕ σε ΕΤΕΑΝ (Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης) είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα επιφέρει να προσδοκώμενα ευεργετικά αποτελέσματα προς τις επιχειρήσεις. Κι αυτό γιατί η εύρυθμη λειτουργία του ΕΤΕΑΝ βασίζεται αποκλειστικά στη μεγάλη συμμετοχή του Χρηματοπιστωτικού τομέα και τη βούληση των τραπεζών για το πως θα διαθέσουν τα επιδοτούμενα από την ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) κεφάλαια. Το φλέγον ζήτημα που αναδύεται είναι αυτό των κριτηρίων που θα ορισθούν από τα Χρηματοπιστωτικά ζητήματα και τα οποία θα πρέπει να τηρούνται από τις επιχειρήσεις προκειμένου οι τελευταίες να γίνουν λήπτες των συγκεκριμένων επιδοτήσεων – επιχορηγήσεων. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα εάν οι τράπεζες σκοπεύουν να διαθέσουν αξιοκρατικά τα παραπάνω ποσά ή εάν προσβλέπουν στην παρακράτηση τους για εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων και αναγκών. Άλλωστε, η πρόσφατη εμπειρία της λειτουργίας του ΤΕΜΠΜΕ αποτελεί ένα άριστο παράδειγμα για τη σωρεία προβλημάτων που προκλήθηκαν, όσον αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, με κυριότερα όλων τη χρονοτριβή στην έγκριση δανείων, τα απαγορευτικά επιτόκια και την καθυστέρηση της απόδοσης χρημάτων από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις στις δικαιούχες επιχειρήσεις. Συλλήβδην θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε πως το άμεσο ζητούμενο από την ίδρυση και λειτουργία του ΕΤΕΑΝ είναι η αποκατάσταση της ροής προς τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις και τόνωση της αγοράς με τα απαραίτητα κεφάλαια.
-Ακόμη ένα σημαντικό θέμα το οποίο δεν αναφέρεται στις διατάξεις του νέου Νόμου, είναι το γεγονός πως δίνεται άμεση λύση στην κωλυσιεργία που παρατηρείται στην έκδοση άδειας λειτουργίας στις ελληνικές επιχειρήσεις, η οποία μπορεί να διαρκέσει από 8 έως και 12 μήνες, την ίδια στιγμή που στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η ίδια διαδικασία απαιτεί 2 – 3 βδομάδες. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνιστεί πως η διαδικασία της έκδοσης άδειας μίας επιχείρησης, η οποία διαρκεί μόλις 48 ώρες, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την έκδοση άδειας λειτουργίας της ίδιας επιχείρησης, η οποία μπορεί να διαρκέσει έως και έναν χρόνο.
-Στις διατάξεις του νέου Αναπτυξιακού αναφέρεται πως το 75% των επιχορηγούμενων κεφαλαίων αποτελούν αφορολόγητα αποθεματικά δηλαδή στις επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν κέρδη θα δίνεται η δυνατότητα να μην εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις με την αίρεση (προϋπόθεση) πως θα διαθέσουν τα αδιανέμητα κέρδη τους σε επενδυτικές δραστηριότητες. Ενώ η πρόταση φαίνεται εκ πρώτης όψεως αρκούντως ελκυστική και ενδιαφέρουσα, πάσχει στην υπόθεσή της για κερδοφόρες επιχειρήσεις και καθιστά το Νέο Αναπτυξιακό μη λειτουργικό. Είναι γεγονός πως στις μέρες μας είναι ελάχιστες οι επιχειρήσεις οι οποίες παρουσιάζουν κέρδη και είναι κυρίως αυτές οι οποίες ανήκουν στις Μεγάλες Επιχειρήσεις και αποτελούν μονοπώλια και μέλη ολιγοπωλίων. Επομένως, επανερχόμενοι στην πρώτη μας παρατήρηση, γεννιέται το ερώτημα για το πως θα καλυφθεί το 75% που προβλέπεται από το Νόμο. Το υπόλοιπο 25% αφορά άμεσες επιχορηγήσεις και συνδυάζεται με το νεοεισαχθέντα θεσμό της συγκριτικής αξιολόγησης. Σύμφωνα με τον τελευταίο θα διορίζονται αξιολογητές από το Υπουργείο, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να «κόβουν» την επενδυτική πρόταση μίας επιχείρησης, παρόλο που η τελευταία μπορεί να είναι οικονομικώς υγιής, και να εγκρίνουν την πρόταση ανταγωνίστριας επιχείρησης μόνο και μόνο επειδή υπερτερεί έστω και τυπικά στην βαθμολογία που οι ίδιοι έχουν βάλει.
-Το μέγιστο προβλεπόμενο ποσοστό ενισχύσεων (50%) αποκλείει τους μικρούς επενδυτές, οι οποίοι όταν θα αναζητήσουν τα συγκεκριμένα κεφάλαια είτε δεν θα υπάρχουν είτε δεν θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά, εξαιτίας του μικρού μεγέθους που διαθέτουν και του έντονου ανταγωνισμού από τις μεγαλύτερες μεγέθους επιχειρήσεις.