Σαν σήμερα, πριν από έναν χρόνο, απεβίωσε ο Χρήστος Λαμπράκης, πρόεδρος και ψυχή του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, με σπουδαία και πολυκύμαντη διαδρομή στον χώρο του Τύπου και του πολιτισμού στην Ελλάδα.

ΣΤΟ ΤΙΜΟΝΙ των «ΝΕΩΝ» και του «Βήματος» από το 1957, υπήρξε σταθερά προσηλωμένος στη δημοσιογραφική αντικειμενικότητα, στα ιδεώδη της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Μόνιμη μέριμνά του ήταν η άνοδος του επιπέδου των αναγνωστών.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΕ συστηματικά τις εξελίξεις στον χώρο των ΜΜΕ και ανταποκρινόταν αμέσως στις εκάστοτε νέες συνθήκες. Διέγνωσε πολύ νωρίς τη δυναμική του Διαδικτύου, γι΄ αυτό άλλωστε τα έντυπα είχαν από το 1997 πλήρεις ηλεκτρονικές εκδόσεις, ενώ από το 1999 που ιδρύθηκε ο δικτυακός τόπος in. gr παραμένει βασικός ενημερωτικός ιστότοπος αναφοράς.

ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ, ιδρυτής και εμψυχωτής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, δημιουργός του κοινωφελούς, μη κερδοσκοπικού Ιδρύματος που φέρει το όνομά του, απέδειξε έμπρακτο ενδιαφέρον για τον τόπο και την πολύπλευρη ανάπτυξή του.

Τη μνήμη του ανακαλούν σήμερα ο εκδότης των «ΝΕΩΝ» και του «Βήματος» Σταύρος Ψυχάρης, ο γελοιογράφος των «ΝΕΩΝ» Κώστας Μητρόπουλος και ο αρθρογράφος των «ΝΕΩΝ» Λευτέρης Παπαδόπουλος. ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ επίσης ένα κείμενο του Χρήστου Λαμπράκη που, αν και πρωτοεκδόθηκε στις αρχές του 1967 στο περιοδικό «Εποχές», θα μπορούσε να είναι ένα επίκαιρο άρθρο για το σήμερα.

Το δραματικό καλοκαίρι του 1973
Του ΣΤΑΥΡΟΥ Π. ΨΥΧΑΡΗ

Το καλοκαίρι του 1973 ήταν μια δραματική εποχή. Η εξέγερση στο Ναυτικό, που προδόθηκε και κατεστάλη από την απριλιανή χούντα, ήταν το σύνθημα για εξελίξεις που μέσα σε ένα χρόνο, τον Ιούλιο του 1974, γκρέμισαν την δικτατορία των συνταγματαρχών.

Οι απριλιανοί, αμέσως μόλις συνέλαβαν τους αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, εκήρυξαν την «προεδρευομένη δημοκρατία» και ανήγγειλαν δημοψήφισμα για την επικύρωση της εκπτώσεως του τότε Βασιλέως και την ταυτόχρονη εκλογή του αρχηγού των απριλιανών συνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλου ως… προέδρου της Δημοκρατίας.

Το τέχνασμα ήταν φανερό. Οι απριλιανοί, γνωρίζοντας τα αντιμοναρχικά φρονήματα του λαού, συνέδεαν την κατάργηση της βασιλείας με την νομιμοποίηση του δικτάτορα…

Για Το Βήμα και Τα Νέα δίλημμα δεν υπήρξε. Αμέσως μόλις ανακοινώθηκε η πραξικοπηματική εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, ο Λέων Καραπαναγιώτης, διευθυντής τότε του Βήματος, δεν άφησε περιθώρια για συζητήσεις.

Ο «μέσα» (δηλαδή ο έχων το «μέσα γραφείο» που έβλεπε στην οδό Χρήστου Λαδά, ο Χρήστος Λαμπράκης) λέει όχι στο δημοψήφισμα!

Ο εκδότης του Βήματος και των Νέων, των δύο εφημερίδων που έφεραν παραδοσιακά το μεγαλύτερο βάρος του αντιμοναρχικού αγώνα στην Ελλάδα, έλεγε ότι δεν μπορούσε να καταργηθεί η βασιλεία με ένα στημένο δημοψήφισμα.

Είπε ότι οι εφημερίδες θα δώσουν τη μάχη τους εναντίον της δικτατορίας και του στημένου δημοψηφίσματος. Ο ίδιος θα ήταν, είπε, στην πρώτη γραμμή. Ο επικεφαλής του Οικονομικού Βήματος και μετέπειτα υπουργός Αθανάσιος Κανελλόπουλος και ο γράφων είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν πώς εννοούσε ο Λαμπράκης την παρουσία του στην πρώτη γραμμή.

Από αύριο δουλειά στις 4 η ώρα (το πρωί!!), μας είπε και μας ανέθεσε τη σύνταξη του πολιτικού ρεπορτάζ των Νέων στον γράφοντα και τη συγγραφή των σχολίων στον Αθ. Κανελλόπουλο. Η εργασία στα Νέα άρχιζε την εποχή εκείνη στις 4 το πρωί. Φυσικά… συμφωνήσαμε. Σε λίγες ώρες διαπιστώσαμε ότι ο Λαμπράκης ό,τι έλεγε το εννοούσε. Για ενάμιση περίπου μήνα ήταν κάθε μέρα παρών στο γραφείο του την ίδια ώρα με εμάς, στις 4 το πρωί, ασκώντας καθήκοντα… Αρχισυντάκτη.

Αυτός ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης. Τώρα, εδώ και ένα χρόνο, απουσιάζει. Το πνεύμα του όμως είναι πάντα εδώ. Και όταν οι ώρες είναι δύσκολες, προσπαθούμε να αντιδράσουμε όπως θα έπραττε Εκείνος. Στις συσκέψεις μας μια θέση φέρεται κενή, απόντος ανδρός επιφανούς…

Ενα άρθρο προφητικό

Στο τεύχος 45, του Ιανουαρίου 1967, το περιοδικό «Εποχές», που είχε ιδρύσει ο Χρήστος Δ. Λαμπράκης με διευθυντή τον Αγγελο Τερζάκη, δημοσίευσε ένα άρθρο του ιδρυτή του, μια κριτική προσέγγιση στην περίπτωση ενός μαχητικού αστού φιλελεύθερου διανοούμενου (και εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της γενιάς του ΄30, μιας συντροφιάς καλλιτεχνών και διανοούμενων που αγωνίστηκαν για μια ευρωπαϊκή, εξωστρεφή και ανταγωνιστική, σύγχρονη Ελλάδα) όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος είχε πεθάνει λίγους μήνες πριν, τον Οκτώβριο του 1966. Μεγάλο μέρος του άρθρου εκείνου αναδημοσιεύουμε σήμερα, όχι απλώς ως φόρο τιμής στη μνήμη του Χρήστου Λαμπράκη, αλλά κυρίως για τα ζητήματα που θίγει: η Ελλάδα που περιγράφει, δυστυχώς, είναι πολύ κοντά στη σημερινή Ελλάδα και, κυρίως, στις νοοτροπίες που οδήγησαν στη σημερινή δυσμενή συγκυρία.

Τον Ιανουάριο του 1957 έγραφε για την πολιτική κρίση στην Ελλάδα, με αφορμή τον θάνατο του Γιώργου Θεοτοκά

Ο αγώνας συνεχίζεται. Κι η φουρτούνα, επίσης
Του ΧΡΗΣΤΟΥ Δ. ΛΑΜΠΡΑΚΗ

Aπόρησαν ορισμένοι φίλοι του [Γιώργου Θεοτοκά] με το πάθος που βρήκε αυτός, ο τόσο πράος άνθρωπος, για να υποστηρίξει, στα δύο τελευταία χρόνια, τα όσα επίστευεν ότι πρέπει να γίνουν στον τόπο μας. Αδικαιολόγητη ωστόσο απορία, γιατί και στην περίπτωση αυτή, ο Θεοτοκάς υπήρξε αν όχι φαινόμενο, πάντως υπόδειγμα συνέπειας. Από την πρώτη του δημόσια εκδήλωση ώς τα τελευταία του άρθρα, αναλάμπουν τα ίδια μοτίβα […]. Επί τριάντα έξη χρόνια, η ανάγκη του να εξελιχθεί κοινωνικά και πολιτικά η χώρα μας σύμφωνα με τις επιταγές των καιρών, ο σεβασμός των δημοκρατικών αρχών στην κάθε κοινωνικήν εκδήλωση, μαζί με την άρνηση του δογματισμού, θα αποτελέσουν τα κύρια θέματα που, σταθερά, επανευρίσκονται στα κείμενά του, όλο και πιο ανεπτυγμένα, περισσότερο εμβαθυνόμενα. […]

Τον καημό και την μέριμνα για τα ελληνικά πράγματα, τα συναντούμε συνεχώς στα γραφτά αυτού του κατ΄ εξοχήν «Ευρωπαίου» στοχαστή, ενώ ταυτόχρονα, η τοποθέτηση που κάνει σε όσα ζητήματα πραγματεύεται έχει τόσην ευρύτητα, ώστε να προσδίδει στα άρθρα του την εγκυρότητα που λείπει συνήθως από «κείμενα επικαιρότητας»:

«Μέσ΄ στο δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης, τι θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλουνται τριγύρω μας; Τίποτα. Το αισθανόμαστε βαθειά μόλις περάσουμε τα σύνορά μας πως δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορτζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μέσ΄ στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη την καρδιά. Πού είναι λοιπόν οι Ελληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά».

Και ακόμη:

«Το πολιτικό μας καθεστώς υποφέρει βαθειά από την έλλειψη της λογικής και μιας σίγουρης τάξης. Πολύ συχνά το βλέπουμε να εξαρτιέται σχεδόν αποκλειστικά από τη δημοκοπία και τη συναλλαγή και να παραδέρνει ασυνείδητα μες στην αναρχία. Πολύ συχνά το Κοινοβούλιο δεν είναι άλλο τίποτε παρά ένα τυχαίο μάζεμα από αναρμοδίους, κομματάρχες και κομματαρχίσκους, που δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα εξόν από μικροσυμφέροντα τοπικά, κομματικά και ιδιωτικά. Κ΄ η πολιτική εξουσία συχνά δεν είναι παρά ένα νομικό πλάσμα, οι Κυβερνήσεις σκλάβοι των βουλευτών και των εφημερίδων, οι εφημερίδες κι οι βουλευτές σκλάβοι των αντιθέτων συμφερόντων του ενός και του άλλου, το καράβι χωρίς τιμόνι, χωρίς προορισμό, αν όχι και χωρίς πλήρωμα… Αν οι άνεμοι συμβεί να είναι ευνοϊκοί, ταξιδεύουμε αμέριμνοι και πολύ ευχαριστημένοι για την τελειότητα του καθεστώτος μας. Μα σαν πιάσει φουρτούνα, τι γίνεται; Και δε θα μας λείψουνε βέβαια οι μεγάλες φουρτούνες, σ΄ αυτόν τον ανησυχητικό αιώνα!».

Κείμενα των τελευταίων μηνών; Οχι – σκέψεις διατυπωμένες το 1929 και το 1932, όταν η αναρχία που καραδοκούσε και τότε στην πατρίδα μας ξυπνούσε στο νεαρόν ακόμη Θεοτοκά τις αντιδράσεις του αναμορφωτή. Κι αυτόν τον άνθρωπο, τον χαρακτήρισαν κάποτε φοβισμένο συντηρητικό! Επαναστάτης ασφαλώς δεν ήταν, τουλάχιστον όχι με την έννοια του ανθρώπου που, καθοδηγούμενος από δικαιολογημένη έστω δυσφορία, προχωρεί σε ανατροπή μιας δεδομένης κατάστασης αδιαφορώντας για την διάδοχό της. Αλλ΄ είχε όμως τη συναίσθηση των κινδύνων που συνεπάγεται η ανοχή μιας ανομίας. Σ΄ ένα από τα τελευταία του άρθρα διαπιστώνει πως «μπορεί να σταματήσουν οι διαδηλώσεις και οι φωνές και να γίνη αυτό που λέγεται αποκατάστασις της τάξεως. Αλλά ποιος θα σταματήση τις μεγάλες, βουβές μνησικακίες;» […]

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ δεν επεζή τησε να ενταχθεί σε κόμματα, όχι φυσικά από έλλειψη ιδεολογίας ή από διάθεση υπεκφυγής των ευθυνών. Μία φορά, άλλωστε, δοκίμασε να πολιτευθεί. Αλλ΄ η εμπειρία αυτή τον απεμάκρυνε οριστικά από την ενεργό ανάμιξη στην κοινοβουλευτική δραστηριότητα. Οπως μου έλεγε κάποτε ο ίδιος, πρέπει να σταθμίζει ο καθένας τα όρια των δυνατοτήτων του και τους περιορισμούς του. Ενας έντιμος και με ξύπνια κοινωνική συνείδηση συγγραφέας ή νομικός, δεν θ΄ αποδειχθεί κατ΄ ανάγκην ικανός και αποτελεσματικά δραστήριος κοινοβουλευτικός λειτουργός. Τα προσόντα του, χρήσιμα σε ένα πλαίσιο δημιουργίας, μπορεί να ατονήσουν αυτόματα κάτω από συνθήκες διαφορετικές. Κι αν διέθετε το ήθος και πολλές από τις αρετές που θα χαρακτήριζαν μίαν ιδανική πολιτική φυσιογνωμία, ο Θεοτοκάς δεν πίστευε πως είχεν ο ίδιος τον ιδιαίτερο τύπο ικανότητας κι ευελιξίας που χρειάζεται ο βουλευτής της σημερινής Ελλάδας.

Αυτή του η κριτική διαύγεια, συνδυασμένη με την έλλειψη κάθε κατηγορηματικότητας, ήσαν από τα στοιχεία που κυριαρχούσαν όχι μόνον στο έργο του αλλά και στις ανθρώπινες συναλλαγές, καθιστώντας τον συχνά ελκυστικό συνομιλητή και σύντροφο. «Οι Ελληνες δεν μπορούν να συζητήσουν χωρίς να ριχτούν μες στο δόγμα… Αυτή η μανία του απόλυτου, του οριστικού, του ασάλευτου, που εκδηλώνεται σ΄ όλες τις ελ ληνικές συζητήσεις, φανερώνει καλά το επίπεδο της πνευματικής ανάπτυξής μας».

Θυμάμαι ακόμη, όταν πρωτοκάναμε κουβέντα για την έκδοση των «Εποχών», με πόσο ενδιαφέρον και πόση προσοχή συζήτησε την όλη προσπάθεια. Τελικά, τα ερωτήματά του στράφηκαν γύρω από τη «γραμμή» του περιοδικού. Η κατάληξη ότι ένα τέτοιο έντυπο δεν πρέπει τόσο να κατευθύνει τον αναγνώστη, όσο να του προσφέρει τον πνευματικόν εξοπλισμό που θα του επιτρέψει του ίδιου να διαλέξει τον όποιον δρόμο κρίνει κατάλληλο, τον βρήκε απολύτως σύμφωνο: «Ναι, μου είπε, έτσι καταλαβαίνω κι εγώ την προσφορά μας στη νέα γενεά. Οχι να τους λέμε τι πρέπει να σκέφτονται, αλλά (αν και εφόσον το μπορούμε) να τους βοηθήσομε στο να σμιλέψουν την κριτική τους ικανότητα, προτείνοντάς τους τα κατάλληλα διανοητικά εργαλεία για να βγάλουν μόνοι τους τα συμπεράσματα».

Κι έτσι άρχισεν η γόνιμη συνεργασία του με τις «Εποχές».

ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ να παραμένει η ελάχιστη αμφιβολία, σ΄ όσους παρακολουθούν από κοντά τις εθνικές μας περιπέτειες, πως το θάρρος κι η αγωνιστικότητα του Θεοτοκά, κατά τη διάρκεια της συνεχιζομένης πολιτικής και ηθικής φουρτούνας, βοήθησε αφάνταστα στο να στερεώσει συνειδήσεις και να εμψυχώσει ένα μεγάλο μέρος των σκεπτομένων- άρα και αυτοελεγχομένων- πολιτών.

Την ώρα της κρίσης, ο καθένας μας σταθμίζει επιχειρήματα και λαβαίνει τις αποφάσεις του κατά συνείδηση. Αλλά είναι ανθρώπινο, οσοδήποτε σαφή κι αν μοιάζουν τα πράγματα, να παραμένουν μέσα μας ελάχιστα έστω ερωτηματικά. Πού θ΄ ανατρέξει κανείς τότε; Ισως μόνο σ΄ εκείνους των οποίων ο νους, ο χαρακτήρας και το παρελθόν εγγυώνται όχι τόσο την αλάνθαστη γνώμη, όσο την καλή πίστη, τα σωστά κριτήρια και την έλλειψη κάθε συγκεκαλυμμένης σκοπιμότητας.

Δε χρειάσθηκε πρόκληση ή προτροπή ο Θεοτοκάς για να λάβει θέση στη διαμάχη που ακόμη σπαράζει τον τόπο μας. Την πρώτη κιόλας φορά που συναντηθήκαμε, ελάχιστες ημέρες μετά το ξέσπασμά της, οι απόψεις του είχαν αποκρυσταλλωθεί με σαφήνεια. Κι όταν πια τις διετύπωσε δημόσια, η βαρύτητα της γνώμης του, συνδυασμένη με την ακτινοβολία της προσωπικότητάς του, συνέβαλαν όσο λίγες εκδηλώσεις στον δύσκολον αγώνα των πρώτων καιρών. ΕΠΙΜΕΝΩδε ότι τα άρθρα του και η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε, όσο πολύτιμα κι αν ήσαν, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Εκείνο που προείχε, αντικατοπτριζόμενο φυσικά στα κείμενά του, ήταν η ίδια η διάθεση ενός ανθρώπου που δεν είχε τίποτε να κερδίσει από τον αγώνα αυτόν (ούτε για βουλευτής επήγαινε, ούτε κανένα αντάλλαγμα επεδίωκε) αλλά εμάχετο για τις αρχές του. Και το έκανε, πολεμώντας με πάθος αλλά χωρίς εμπάθεια. Δείχνοντας ανεξικακία κι έλλειψη φανατισμού δίχως καμμιάν υποχωρητικότητα. Κι αντέταξε μέχρι τέλους μιαν αναπάντεχη, σε τέτοια σύγκρουση, νηφαλιότητα, τόσο στις κραυγαλέες υπερβολές των ερεθισμένων παρατάξεων, όσο και στην μαραμένη ψυχή των ανεχομένων τα πάντα. Κατάφερε δηλαδή να δώσει σε όλους μας, πέραν πολιτικών πεποιθήσεων και ιδεολογικής τοποθέτησης, ένα άρτιο μάθημα πολιτικής και πνευματικής συμπεριφοράς. Ενα μάθημα ευεργετικό αφού, όπως έγραφεν ο ίδιος, «ο αγώνας συνεχίζεται κι η φουρτούνα επίσης».

Η πολιτική εξουσία συχνά δεν είναι παρά ένα νομικό πλάσμα, οι Κυβερνήσεις σκλάβοι των βουλευτών και των εφημερίδων, οι εφημερίδες κι οι βουλευτές σκλάβοι των αντιθέτων συμφερόντων του ενός και του άλλου

Ήταν πρώτα δημοσιογράφος
Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Συμπληρώθηκε- κιόλας- ένας χρόνος από τη μέρα που έφυγε ο Χρήστος Λαμπράκης. Ο καιρός τρέχει. Και δεν κοιτάζει πίσω. Και δεν λογαριάζει τη δική σου μελαγχολία. Ερχονται τα γεγονότα, το ένα πίσω από τα άλλο και σε κάνουν και σένα να το βάζεις στα πόδια και να ξεμακραίνεις.

Μεγάλωσα με τον Χρήστο Λαμπράκη. Δεν υπήρξαμε φίλοι. Δεν κάναμε παρέα. Εκείνος πατρίκιος, εγώ πληβείος. Αλλά η σκιά του ήταν βαριά. Εμπαινε στο κτίριο της Χρήστου Λαδά πετώντας. Σκόρπιζε βιαστικές «καλημέρες» και συγχρόνως ανέβαινε δυο δυο τα σκαλιά, ώσπου να φτάσει στον όροφο που βρισκόταν το γραφείο του.

Διάβαζε, έγραφε, τηλεφωνούσε, συνεργαζόταν. Συριώτης, Δημάκος, Νίτσος, Πασαλάρης, Καραπαναγιώτης, Καψής, Ψυχάρης. Και βέβαια, είχε συνεχή επαφή με το Μέγαρο Μου σικής. Το μεγάλο πάθος του, τον μεγάλο καημό του. Ξόδευε ατελείωτες ώρες γι΄ αυτήν την υπόθεση. Και ήξερε. Γνώριζε. Η μουσική ήταν ζυμωμένη με τη ζωή του.

Ημασταν συνομήλικοι. Εναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα. Δεν πρόλαβα τον πατέρα του. Είχε πεθάνει δυο χρόνια πριν έρθω εγώ στην εφημερίδα. Βρέθηκα στα «ΝΕΑ», που ήταν το όνειρο για κάθε νέο δημοσιογράφο, σε ηλικία 24 ετών. Κυρίαρχος των πάντων, ο Χρήστος. Τον έλεγαν «μεγάλο» οι συντάκτες, στις μεταξύ τους συνομιλίες. Αλλοι «αφεντικό». Δεν ήθελε να το ακούει. Θύμωνε. Δεν εκδήλωνε όμως τη δυσαρέσκειά του. Την κατάπινε.

Ηταν πολύ ευαίσθητος με τους συντάκτες. Ιδίως τους παλιούς. Μια μέρα, μου εκμυστηρεύθηκε: «Είμαι πολύ στενοχωρημένος. Βαδίζω στον διάδρομο, έρχομαι τετ α τετ με τον Λινάρδο και δεν μου μιλάει. Συνέβη τίποτα; Του έκανα κάτι;». Δεν είχα ιδέα. Αλλά το στιγμιότυπο αυτό μού έμεινε. Δεν το ξεχνάω.

Με τον καιρό κατάλαβα γιατί ένιωθε ενόχληση όταν μάθαινε ότι τον λένε «αφεντικό»: ο Λαμπράκης ήταν εργοδότης αλλά αισθανόταν δημοσιογράφος. Και ήταν. Και πολύ καλός μάλιστα. Αλλά, πάνω απ΄ όλα, και από τον εαυτό του βεβαίως, έβαζε τους διευθυντές του. Ποτέ δεν μπήκε στα πόδια τους. Ποτέ, ακόμη κι όταν ένας διευθυντής αδικούσε κάποιον συντάκτη, δεν πήρε το μέρος του συντάκτη. «Αν κάνω κάτι τέτοιο», μου είπε κάποτε, «το διαλύσαμε το μαγαζί. Ο διευθυντής είναι διευθυντής». Χωρίς τον Λαμπράκη, η δημοσιογραφία βουλιάζει στην κρίση της. Δεν ξέρω σε ποιον βαθμό θα μπορούσε να αποτρέψει αυτήν την κρίση. Θα ήταν όμως ένας πολύ μεγάλος, πολύ δυνατός παίκτης στο παιχνίδι. Που θα τον υπολόγιζαν όλοι. Στο κάτω κάτω, είχε ένα σπουδαίο, ιστορικό όνομα. Και οι εφημερίδες που ίδρυσε ο πατέρας του και εδραίωσε ο ίδιος, με εύστοχες και τολμηρές κινήσεις, είχαν στηρίξει τον αναμορφωτή της Ελλάδας. Τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Τον έλεγαν «μεγάλο» οι συντάκτες, στις μεταξύ τους συνομιλίες.
Αλλοι «αφεντικό».
Δεν ήθελε να το ακούει. Θύμωνε

Πουλάτε εδώ αυγά;
Του ΚΩΣΤΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

Με το σκίτσο στο χέρι, χτύπαγα την πόρτα που ήταν ανοιχτή, νόμιζα πως άκουγα ένα «περάστε» και έμπαινα. Ηταν ένας λεπτός ψηλόλιγνος νέος άνθρωπος που φόραγε πάντα ένα ασαφές καρό πρασινοκαφέ σακάκι με ένα αταίριαστο ασαφές πουκάμισο και με μια αταίριαστη ασαφή γραβάτα.

Τηλεφωνούσε ή έγραφε κοιτώντας συγχρόνως το σκίτσο. Σε ελάχιστο χρόνο άκουγα ένα μπερδεμένο «άστε το, καλό είναι» ή κάτι τέτοιο και νομίζω πως σημείωνε ένα ΝΑΙ στο πλάι του σχεδίου. Ποτέ δεν ήμουν βέβαιος γιατί είχα ήδη γυρίσει και έφευγα.

Αυτό ακριβώς επί μισό αιώνα!

Τρεις φορές όμως μιλήσαμε διεξοδικότερα. Επί δύο λεπτά περίπου.

– Ρίχτε μια ματιά στον Λάνκτον, μου είπε μια φορά και μου έδωσε την Γκάρντιαν.

Ο άγγλος σκιτσογράφος είχε ένα μονόστηλο- πρωτοσέλιδο με μια κυρά της αριστοκρατίας για ηρωίδα. Κάτι σαν Μαντάμ Σουσού στα αγγλικά. Κατάλαβα. Σχεδίασα μια κυρία Λίλιαν να λέει διάφορα χαζά. Κράτησε αρκετούτσικα.

Τη δεύτερη φορά μου έδωσε ένα βιβλίο με σκίτσα του Τζάιλς. Ηξερα τον Αγγλο με τις τρίστηλες πολυπρόσωπες γελοιογραφίες γεμάτες μωρά και παππούδες. Ετσι περάσαμε στα βρεφοκομεία με τους τρίχρονους δολοφόνους. Η τρίτη φορά είχε τζερτζελέ. Το ίδρυμα του Δοξιάδη σε συνεννόηση με τον Λαμπράκη μάς μοίρασε δελτία για συμπλήρωση, με την παράκληση να απαντήσουμε με ειλικρίνεια. Μια από τις ερωτήσεις ήταν «Ασκείτε και κάποιο άλλο επάγγελμα;». Απάντησα- με ειλικρίνεια- ότι πουλούσα αυγά. Αυτό διαδόθηκε και έγινε πλάκα.

Ο Δοξιάδης ενοχλήθηκε και έκανε παράπονα. Την επομένη με κάλεσε ο Λαμπράκης.

– Πουλάτε αυγά; με ρώτησε με πεντακάθαρη άρθρωση αυτήν τη φορά. – Μάλιστα κύριε Λαμπράκη.

– Πού τα πουλάτε;

– Σε διάφορους, είπα.

– Εδώ μέσα;

– Μάλιστα.

Το μάτι του είχε αρχίσει να γυαλίζει.

– Μια στιγμή. Πουλάτε και αγοράζουν αυγά εδώ, στο Συγκρότημα; ρώτησε.

– Αγοράζει και η αδελφή σας, είπα όσο χαμηλόφωνα μπορούσα. Πράγματι η Λένα Σαββίδη έπαιρνε μερικές φορές για τον Μανώλη και τον Δημήτρη που ήταν μικρά παιδιά. Οταν τελείωσε η συζήτηση ήμασταν και οι δύο πτώματα.

Εξήγησα εν ολίγοις ότι είχα ξαμολήσει καμιά πενηνταριά κότες ελεύθερες σ΄ ένα οικόπεδο στον Μαραθώνα. Τα αυγά ήταν το κάτι άλλο!

Λίγο καιρό αργότερα μπουκάρησε μια αλεπού στο οικόπεδο και ησυχάσαμε όλοι. Συγκρότημα, πωλητές και αγοραστές.

Οι γελοιογράφοι έχουν μια αγωνία με τους διευθυντές. Εντέλει άδικα την είχα με τον Χρήστο Λαμπράκη. Είδε χιλιάδες σκίτσα μου. Δεν έκοψε ποτέ κανένα. Ποτέ δεν μου είπε τι να κάνω ή να μην κάνω. Στεναχωρήθηκα που έφυγε. Τώρα ήταν που χρειαζόταν. Οσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο φαίνεται ότι λείπει.

Αδικα είχα αγωνία. Είδε χιλιάδες σκίτσα μου. Δεν έκοψε ποτέ κανένα