Η Πέιτζ πίστευε πως είχε γεννηθεί για να κάνει ένα πράγμα: να οργανώνει θεσπέσια δείπνα. Μόνο εκείνη καταλάβαινε πόσο σύνθετη είναι η διαδικασία που προηγείται μιας κοινής γαστριμαργικής εμπειρίας. Και δεν εννοούσε απλώς τις ατέλειωτες ώρες προετοιμασίας- αυτό ήταν το λιγότερο. Εννοούσε κυρίως την επιτακτική ανάγκη μιας γενικότερης σύλληψης, μιας σκηνοθεσίας που να ενορχηστρώνει τα πάντα: από το σχήμα των μαχαιριών ως το άρωμα των τυριών και από το μοτίβο του μενού ως το μαρινάρισμα του νου.

Πρέπει το ανακάτεμα του ανθρώπου και του κρασιού να γίνεται ανάλογα με τη φύση του καθενός και ο συμποσιάρχης οφείλει να γνωρίζει τους κανόνες αυτής της ανάμειξης και να τους τηρεί, όπως ένας έμπειρος μουσικός με τις χορδές της λύρας του.

τους γιους του ψητούς στον φούρνο. Ο Τίτος Ανδρόνικος πήρε το αίμα του πίσω μαγειρεύοντας στην Ταμόρα κρεατόπιτα από τη σάρκα των παιδιών της. Στο «Δείπνο» της Μπουφίνι τα πράγματα δεν παίρνουν τόσο γκροτέσκες διαστάσεις, παρ΄ όλο που γρήγορα καταλαβαίνουμε πως η οικοδέσποινα έχει άγριες διαθέσεις και δεν θα αρκεστεί στα εκκεντρικά πιάτα του μενού. Και ενώ περιμένουμε το επιδόρπιο να καταφθάσει λουσμένο στο αίμα του αλαζόνα Λαρς, η συγγραφέας σερβίρει το ντιζεστίφ-έκπληξη: αυτοκτονία κατά παραγγελία.

Το έργο ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς. Εξυπνες ατάκες, συμπαθητικά ευρήματα, κάπου στη μέση όμωςστη βαρετή απαρίθμηση φονικών όπλων π.χ.- χαλάει η συνταγή. Οι ενδιαφέρουσες ιδέες που πέφτουν στο τραπέζι μένουν ανεκμετάλλευτες, οι ήρωες και οι σχέσεις τους ξεπροβάλλουν χωρίς ιδιαίτερο βάθος. Η ξαφνική στροφή προς το βαρύ μελόδραμα του τέλους καθόλου δεν ταιριάζει με την πιπεράτη γεύση των ορεκτικών: ως ακατέργαστη κίνηση εντυπωσιασμού προκαλεί ξαφνικό ξεφούσκωμα των προσδοκιών και αμηχανία.

Η απόπειρα της Μπουφίνι να σατιρίσει την παμφάγα, αμοραλιστική μπουρζουαζία δεν έχει κάτι καινούργιο να πει για το πώς ζουν τα «πλούσια αιδοία». Το καλύτερο συνεπώς που έχει να κάνει ένας σκηνοθέτης είναι να ποντάρει Στο αποψινό τραπέζι δεν είχε βάλει ως στόχο της την αρμονία αλλά την ανατροπή. Ηθελε να τους ξεμπροστιάσει όλους. Σιχαινόταν τον Χαλ, τον μεγαλόφερνο μικροβιολόγο που είχε οδηγήσει την πρώην σύζυγό του στην απόγνωση. Το ίδιο και τη νέα του σύζυγο, τη Σιάν, γνωστή ως «γκομενάρα του δελτίου ειδήσεων». Οσο για τη Γουίνι, χα! Το όνομά της τα έλεγε όλα. Γουίνι, η χορτοφάγος ποδηλάτις-καλλιτέχνις, πιο ξενέρωτη πεθαίνεις. Δεν είναι τυχαίο που τα έφτιαξε με τον άντρα της: ο Λαρς αναζητούσε πάντοτε μια γυναίκα που θα τον έβλεπε σαν θεό.

Το κύριο πιάτο είναι αστακός. Η πρωτοτυπία αυτού του πιάτου συνίσταται στο εξής: πρέπει να το σκοτώσεις μόνος σου για να το φας. Αλλιώς κινδυνεύεις να μείνεις νηστικός. Η Πέιτζ έτριβε τα χέρια της από χαρά γι΄ αυτή την περίτεχνη ηθική παγίδα που είχε στήσει τόσο άψογα.

Πρέπει φυσικά να λάβουμε υπόψη μας την αυξανόμενη μέθη των συνδαιτυμόνων που ταλαντεύει τα λογικά ακόμη και των πιο σοφών.Οταν οι ικανότητές τους είναι ακόμη σχεδόν ανέπαφες,αρχίζουν τα «πνευματικά» παιχνίδια:αινίγματα,γρίφους ή πορτραίτα.

Οι απάτες του Λαρς δεν είχαν πλέον καμία σημασία για την Πέιτζ. Η καθημερινότητά της παρέμενε στιλπνή, καλοχτενισμένη. Η ανάσα της ρυθμική, δεν έβρισκε λόγο να λαχανιάσει. Μονάχα τα δείπνα τής προκαλούσαν ταχυπαλμία. Γι΄ αυτό επένδυε πάνω τους τόσο πολύ: αποτελούσαν τη μοναδική μορφή τέχνης στην οποία είχε διακριθεί. Μια πυρκαγιά, που προκλήθηκε πιθανώς από το υπόκαυστο,καταστρέφει πολύ γρήγορα ένα σπίτι όπου εκτυλίσσεται ένα συμπόσιο.Η μέθη είναι τόσο γενικευμένη ώστε κανείς δεν έχει δύναμη να γλιτώσει απ΄ τον θάνατο: μετρούν 80 θύματα,τόσο ελεύθερους όσο και δούλους.

Το τραπέζι του δείπνου εξασφαλίζει ιδανική δραματική αρένα. Οχι τυχαία έχει συχνά μετατραπεί σε locus εκδίκησης: καλεσμένος του Ατρέα, ο Θυέστης βρέθηκε να τρώει στο κοφτερό χιούμορ και στην ατμόσφαιρα παρακμής επιδιώκοντας να οικοδομήσει μια στυλάτη, σκοτεινή κομεντί. Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Διαγόρας Χρονόπουλος δυσκολεύεται να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη γευστική πρόταση. Μετριοπαθής και πλαδαρός, ο σεφ-σκηνοθέτης δεν καταφέρνει να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο. Το δείπνο που παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας μπορεί να έχει ζωντάνια, δεν έχει όμως ρυθμό.

Ισως αυτό συμβαίνει όταν ένα σύγχρονο έργο παρουσιάζεται με παλιομοδίτικη προσέγγιση: οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ηθοποιοί (Αλέξανδρος Μυλωνάς-Λαρς, Θόδωρος Κατσαφάδος-Χαλ) δεν δένουν υποκριτικά με τους νεότερους (Μυρτώ Αλικάκη-Γουίνι, Ερρικα Μπίγιου-Σιάν) και το χάσμα μένει αγεφύρωτο. Οι ερμηνείες, άχαρες στην πλειονότητά τους, δεν προκαλούν ευθυμία ή γέλιο. Επιπλέον, το στεγνό σκηνικό της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου προσπερνά την ευκαιρία δημιουργίας μιας νεο-γοτθικής όψης η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να αναζωογονήσει την κατάσταση, να προσδώσει στίγμα αισθητικό και να καλύψει μερικώς τη σκηνοθετική ασάφεια.

Μονάχα η Δήμητρα Χατούπη στέκεται στο ύψος της ως Πέιτζ- κυρίαρχη του παιχνιδιού, πλούσια σκύλα που δεν μασάει και όταν φτάνει σε αδιέξοδο αποφασίζει να αποχωρήσει εξίσου θεαματικά όπως έζησε. Θα είχε ενδιαφέρον νομίζω αν η ηθοποιός τολμούσε να δοκιμάσει μια ακόμη πιο ακραία κατεύθυνση…

Ζωτική παρουσία, τέλος, ο Κίμων Φιορέτος ως απρόσκλητος επισκέπτης που έρχεται να βάλει το κερασάκι στην τούρτα της οικοδέσποινας.

Σημείωση: Τα αποσπάσματα σε πλάγια γράμματα είναι από το βιβλίο «Η άλλη όψη της αρχαιότητας» της Κάθριν Σάλες (μετάφραση Κώστας Τσιταράκης, εκδόσεις Παπαδήμα).

salome@tovima.gr