Η οικονομική ύφεση έχει διαμορφώσει ένα σκληρό περιβάλλον στην ελληνική αγορά. Το λιανεμπόριο, και ιδιαίτερα αυτό που αφορά προϊόντα ένδυσης και υπόδησης, είναι το πιο εκτεθειμένο στις συνέπειες μιας κατάστασης πρωτόγνωρης για την Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες. Η συρρίκνωση της κατανάλωσης οδηγεί σε συρρίκνωση και του λιανεμπορίου. Μικρές και μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις κλείνουν ή καταφεύγουν σε προστατευτικές διατάξεις της νομοθεσίας ή άλλες- και είναι αρκετές αυτές- περιορίζουν την έκθεσή τους στους κινδύνους της συγκυρίας. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας οι αλυσίδες των εμπορικών καταστημάτων- δηλαδή του λεγόμενου οργανωμένου λιανεμπορίουέχουν κλείσει περίπου 250 καταστήματα. Και από ό,τι φαίνεται δεν έχουν τελειώσει…
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συρρίκνωσης του λιανεμπορίου αποτελεί η αλυσίδα ρούχων Βάρδας. Δύο φορές στο παρελθόν, η μία στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και η άλλη δέκα χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η ιστορική εμπορική επωνυμία κινδύνευσε με πτώχευση. Για άλλους λόγους, βεβαίως, από τους τρέχοντες. Ηταν οι εποχές όπου το όνειρο πολλών εμπόρων ήταν γίνουν βιομήχανοι. Με επώδυνο τρόπο το μοιραίο απεφεύχθη.
Η εταιρεία ανέπνευσε και μεγάλωσε παρακολουθώντας την εξέλιξη της ελληνικής αγοράς. Οι εμπειρίες όμως αυτές έχουν καταγραφεί στο «επιχειρηματικό DΝΑ» της οικογένειας, γεγονός που έχει κάνει τον σημερινό ιδιοκτήτη της κ. Θ. Βάρδα πιο ευαίσθητο στις τάσεις της εποχής, πιο προσεκτικό και ίσως πιο ρεαλιστή- σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων αγγίζει τα όρια της κυνικότητας. Οταν τα πρώτα σημάδια της οικονομικής ύφεσης έκαναν την εμφάνισή τους στην ελληνική αγορά, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εμπορικών Επιχειρήσεων Λιανικής Πώλησης Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) αντέδρασε άμεσα.
Αρχισε να συρρικνώνει το δίκτυο των καταστημάτων του και να επαναδιαπραγματεύεται τα ενοίκιά τους. Είναι αλήθεια ότι η κρίση τον βρήκε «απλωμένο» σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας με 45 καταστήματα. Ο κίνδυνος ήταν προφανής. Λέγεται ότι σκοπεύει να περιορίσει το δίκτυό του στα μόλις 18 καταστήματα, μη έχοντας τα περιθώρια να λειτουργεί κατάστημα ζημιογόνο. Η περίοδος αυτή και για όσο κρατήσει αποτελεί σίγουρα τη μεγαλύτερη επιχειρηματική του δοκιμασία. Να επιβιώσει η επιχείρηση ξαναπιάνοντας τα νήματα του λανθάνοντος νέου που κυοφορείται. Εστω και σε μικρότερο μέγεθος.
«Συνομιλώντας» με την οικογενειακή του ιστορία- που εκτείνεται σε περίοδο 71 χρόνων- ο κ. Βάρδας λέγεται ότι το θεωρεί το προσωπικό του στοίχημα. Η τυπική ανακοίνωση που εξέδωσε την περασμένη Πέμπτη, σύμφωνα με την οποία σκοπεύει να αποχωρήσει από το Χρηματιστήριο, περίπου δέκα χρόνια μετά την εγγραφή της εταιρείας στο περίφημο «ταμπλό της Σοφοκλέους», αν και είναι περιορισμένης σημασίας, συμβολίζει ωστόσο την αλλαγή εποχής.
Και ίσως είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι όταν η εταιρεία Βάρδας ΑΕ εισήλθε στο Χρηματιστήριο το δίκτυό της αποτελούνταν μόλις από 17 καταστήματα, όσα περίπου θα έχει το 2011, με διαφορετικά όμως οικονομικά μεγέθη- ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα. Αλλά και αυτή η σύμπτωση έχει τη δική της σημασία. Μέσα σε μία δεκαετία η οικογενειακή εμπορική επιχείρηση έζησε την άνοδο και την πτώση της ελληνικής αγοράς, παράλληλα με τη δική τηςαπό το «ντελίριο» του καταναλωτισμού στις φθηνές εμπορικές μάρκες και με την αγωνία της επιβίωσης ως εμβληματικού στοιχείου των ημερών. Με προνομιακούς όρους επαναγοράς των μετοχών, λίγο πριν από το ακόμη πιο σκληρό 2011, ο κ. Βάρδας φαίνεται να πιστεύει ότι το Χρηματιστήριο στην παρούσα φάση δεν έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως αναπτυξιακό εργαλείο και η παραμονή στο ταμπλό έχει υψηλό κόστος.
Ετσι, επιδιώκοντας να αγοράσει 791.750 μετοχές που βρίσκονται σε χέρια επενδυτών προσφέρει 1,10 ευρώ ανά μετοχή, ποσό που είναι μεγαλύτερο κατά 52,8% από τη χρηματιστηριακή τιμή κλεισίματος της μετοχής στις 29 Νοεμβρίου, που ήταν ήταν 0,72 ευρώ, υψηλότερο κατά 43,7% από τον σταθμισμένο κατ΄ όγκο συναλλαγών μέσον όρο της χρηματιστηριακής τιμής κλεισίματος της μετοχής της περιόδου των τελευταίων 3 μηνών που έληξε στις 29 Νοεμβρίου και ο οποίος ήταν 0,77 ευρώ ανά μετοχή και κατά 27,9% από τον σταθμισμένο κατ΄ όγκο συναλλαγών μέσον όρο της χρηματιστηριακής τιμής κλεισίματος της μετοχής της περιόδου των τελευταίων 6 μηνών που έληξε επίσης στις 29 Νοεμβρίου 2010, και ο οποίος ήταν 0,86 ευρώ ανά μετοχή.
Με προφίλ πολιτικού
Ο κ. Θ. Βάρδας θεωρείται επιτυχημένος επιχειρηματίας, δεύτερης γενιάς, πληθωρικός, με πολιτικές ανησυχίες και δημόσιο λόγο. Μπορεί όμως να εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή καριέρα προς χάριν της οικογενειακής επιχείρησης, αλλά βρήκε τον τρόπο να «πολιτευθεί». Η πολύχρονη φιλία του με τον νυν πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας κ. Αντ. Σαμαρά τον οδήγησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στην Πολιτική Ανοιξη και στην ηγεσία της, αποτελώντας ουσιαστικά τον «δίαυλο» του κόμματος με την αγορά. Οταν το εγχείρημα απέτυχε, ήταν από τους λίγους στενούς φίλους που είχαν απομείνει στον τότε νεαρό πολιτικό. Φρόντισε όμως να υπηρετήσει την πολιτική από άλλον δρόμο- ίσως πιο ουσιαστικό-, εκλεγόμενος στη θέση του προέδρου του ΣΕΛΠΕ, ενός συνδέσμου όπου συγκεντρώθηκαν όλες οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, εκτός του κλάδου των τροφίμων, πολλές από τις οποίες είτε δημιουργήθηκαν είτε αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1990. Από το «υφασματάδικο» στο pr t–porter
Το στοίχημα της αναδιάρθρωσης της εμπορικής επιχείρησης Βάρδας είναι ανοιχτό και πιθανόν να είναι ισοδύναμο με όσα έχουν καταγραφεί στα 70 χρόνια της οικογενειακής επιχειρηματικής ιστορίας. Ο Κωνσταντίνος Βάρδας, πατέρας του Θεόδωρου, και ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος – η περίφημη δίδυμη εμπορική φίρμα που έχει εγγραφεί στη μνήμη δύο γενεών αθηναίων καταναλωτών- άνοιξαν το πρώτο τους μαγαζί στην οδό Σταδίου 44 λίγο πριν από τον πόλεμο, τον Δεκέμβριο του 1939.
Υπάλληλοι και οι δύο σε κατάστημα υφασμάτων, γνωρίστηκαν, έγιναν φίλοι και μετά συνέταιροι. Η εταιρεία λειτούργησε ως «υφασματάδικο» για αρκετά χρόνια, ώσπου στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι δύο συνέταιροι «μπήκαν» στην πώληση του έτοιμου ενδύματος με υφάσματα από γνωστά εργοστάσια της εποχής, του Δημητριάδη και του Μηναΐδη-Φωτιάδη. Ηταν η πρώτη απόπειρα το εμπορικό δίδυμο της εποχής να γίνουν και βιομήχανοι. Και πέτυχε. Το 1961, λοιπόν, στον Βοτανικό το εργοστάσιο ετοίμων ενδυμάτων των Βάρδα- Αναγνωστόπουλου απασχολούσε 450 εργάτες και παρήγε 400-500 κομμάτια την ημέρα υψηλής ποιότητας, τα οποία διακινούσαν οι ίδιοι χονδρικώς σε όλη την Ελλάδα.
Το 1971 πέθανε ο Κωνσταντίνος Βάρδας και ο γιος του Θόδωρος ήλθε «άρον άρον» από τις ΗΠΑ όπου σπούδαζε. Για περίπου τρία χρόνια την εταιρεία, την παραγωγή και τις πωλήσεις (χονδρική, λιανική), την «έτρεχαν» ο Δημήτριος Αναγνωστόπουλος και οι Θόδωρος και Δημήτρης Βάρδας. Μετά χώρισαν και ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του – αργότερα χώρισε και ο δρόμος των δύο αδελφών. Ως το 1982, όμως, μαζί με τη λιανική πώληση υπήρχε και η παραγωγή, και μάλιστα με δύο εργοστάσια. Ο τίτλος του βιομηχάνου συνόδευε τον κ. Βάρδα ως το 1982. Τα εργοστάσια έκλεισαν και ο ίδιος αφιερώθηκε αποκλειστικά στην ανάπτυξη της εμπορικής επιχείρησης προσπαθώντας κάθε φορά να βρίσκεται στο κλίμα και στις τάσεις της εποχής.