«Διαφωνώ γι αυτού τους πέντε λόγους». Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ κ. Ι. Παναγόπουλος σε επιστολή του προς την υπουργό Εργτασίας κυρία Λούκα Κατσέλη και τον καθηγητή Εργατικού Δικαίου κ. Ιωάννη Κουκιάδη ο οποίος έχει αναλάβει τις διαβουλεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τις νέες επιχειρησιακές συμβάσεις, εξηγεί τις αντιρρήσεις τους στη νομοθετική ρύθμιση που προωθεί η κυβέρνηση.

Η μόνη συμφωνία αφορά την διατήρηση της επέκτασης των συμβάσεων σε ολόκληρο τον κλάδο για τον οποίο υπογράφονται, σημειώνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, επισημαίνοντας ότι σε αυτό συμφωνούν όλοι οι εργοδοτικοί και εργατικοί φορείς.

Τα πέντε σημεία διαφωνίας στο σχέδιο της ρύθμισης, αφορούν τα εξής: Πρώτον, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια που να πιστοποιούν ότι μια επιχείρηση κινδυνεύει και συνεπώς εντάσσεται στο ειδικό καθεστώς. Δεύτερον, το ποσοστό των μειώσεων του μισθού είναι γενικευμένο. Τρίτον, συνυπάρχουν μειώσεις μισθών και ελαστικές μορφές απασχόλησης. Τέταρτον, δεν υπάρχουν σαφείς δικλείδες αποκλεισμού των απολύσεων πριν αλλά και κατά τη διάρκεια ισχύος της ειδικής σύμβασης. Πέμπτον, ρητή αναφορά ότι μετά τη λήξη της ισχύος της ειδικής σύμβασης, επανερχόμαστε στο προηγούμενο καθεστώς.

Η ΓΣΕΕ θα διατυπώσει την οριστική της θέση για τις συμβάσεις όταν η κυβέρνηση φέρει το τελικό κείμενο του νομοσχεδίου. Η επιστολή του κ. Παναγόπουλο αναφέρει τα εξής:

«Οπως καλά γνωρίζετε οι συζητήσεις που έχουν γίνει αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο στη διαμόρφωση πλαισίου που θα ξεπερνούσε τις παράλογες απαιτήσεις της «Τρόϊκας» για νομοθέτηση κατίσχυσης όλων των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών χωρίς κανένα περιορισμό.

Μια τέτοια νομοθέτηση θα διέλυε κυριολεκτικά το πλαίσιο λειτουργίας και τα αποτελέσματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων όπως έχουν κατοχυρωθεί με το Ν. 1876/90 και γι’ αυτό είμαστε απολύτως αρνητικοί.

Εντούτοις παρά την αντίθετη συμφωνία όλων των εταίρων η «Τρόϊκα» επιμένει και απαιτεί να καταργηθεί η επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Αν αυτό συμβεί τότε με μαθηματική ακρίβεια οδηγούμεθα όχι απλώς στην κατίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών, αλλά στην κατάργηση των συμβάσεων και της συλλογικής προστασίας των εργαζομένων και την ανάδειξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας ως ρυθμιστή των όρων εργασίας.

Προαπαιτούμενο λοιπόν για οποιαδήποτε συζήτηση αποτελεί η δέσμευση ότι θα ισχύσει η μόνη συμφωνία που υπάρχει μέχρι στιγμής μεταξύ των ενδιαφερομένων (ΓΣΕΕ – ΣΕΒ- ΓΣΕΒΕΕ – ΕΣΕΕ) και η οποία έχει γραπτά δοθεί στην κ. Υπουργό Εργασίας ότι δηλαδή θα εξακολουθήσουν οι ΣΣΕ να επεκτείνονται ως υποχρεωτικές για όλους.

Ως προς τη σχεδιαζόμενη ρύθμιση είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε για τους παρακάτω λόγους:

Α.- Δεν προσδιορίζονται βασικά κριτήρια που θα πιστοποιούν ότι μία επιχείρηση κινδυνεύει. Η πραγματικότητα δείχνει ότι οι επιχειρηματίες σε ευρεία κλίμακα χρησιμοποιούν την κρίση ως πρόσχημα για να απαιτήσουν περικοπές και κατάργηση δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Αυτή και μόνο η παρατήρηση θ’ αρκούσε για απόρριψη της σχεδιαζόμενης νομοθετικής ρύθμισης καθώς δημόσια διατυπωμένη θέση μας αποτελεί η ανάγκη νομοθέτησης θεσμικού πλαισίου για τη διάσωση επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας («οδικός χάρτης» διάσωσης) όπου όλα τα μέρη θ’ αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους δηλ. οι εργοδότες, οι Τράπεζες, το κράτος και οι εργαζόμενοι.

Γιατί θα πρέπει πριν προσδιοριστεί τι θα βάλουν εργοδότες, Τράπεζες, κράτος να πηγαίνουμε κατευθείαν στους εργαζόμενους;

Δεν θα σας διαφεύγει το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι σε πραγματικές καταστάσεις κρίσης επιχειρήσεων και προγραμμάτων διάσωσής τους ταυτόχρονα με τη διάσωση των θέσεων εργασίας σε πλείστες όσες περιπτώσεις «έβαλαν πλάτη» και υπέστησαν θυσίες.

Β.- Προτείνεται – από τη πλευρά των εργοδοτικών οργανώσεων – ποσοστό μείωσης που προσδιορίζεται σε 12%, δηλ. γενικευμένο «κουστούμι» περικοπής που και απαράδεκτο είναι και ενάντια στην λογική της διαπραγμάτευσης.

Γ.- Αποκλείεται να λειτουργούν αθροιστικά και περικοπές μισθών και διάφορες ελαστικότητες (π.χ. διαθεσιμότητες, εκ περιτροπής κ.ά.). Θα πρέπει ρητά ν’ απαγορεύονται κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης ειδικών συνθηκών οι ελαστικές μορφές απασχόλησης.

Δ.- Και στο φλέγον θέμα των απολύσεων και της διατήρησης των θέσεων εργασίας που αποτελούν και το σοβαρότερο ενδιαφέρον της εργατικής πλευράς επισημαίνουμε ότι:

1. Ο επιχειρηματίας να μην έχει τη δυνατότητα να κάνει πρώτα τις απολύσεις και μετά να ζητά και σύμβαση ειδικών συνθηκών. Θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη ότι δεν έχει αυτό το δικαίωμα, αν το προηγούμενο διάστημα (π.χ. 6 μηνών) έχει προβεί σε απολύσεις.

2. Θα πρέπει να προβλέπεται ρητά ότι ο επιχειρηματίας κατά τη διάρκεια ισχύος της ειδικής σύμβασης θα διατηρήσει τις θέσεις εργασίας και δεν θα προβεί σε απολύσεις. Η ποινή γι’ αυτή την παράβαση θα πρέπει να είναι η αυτοδίκαιη ακύρωση της ειδικής επιχειρησιακής σύμβασης και ότι οι εργαζόμενοι θα επανέρχονται στο καθεστώς κάλυψης από την κλαδική τους σύμβαση.

Ε.- Μετά το χρόνο ισχύος (και της ενδεχόμενης παράτασης) πρέπει να προβλέπεται αυτόματη επαναφορά στο καθεστώς που τότε θα προβλέπει η κλαδική σύμβαση Εργασίας.

Ολα όσα σας προανέφερα αποτελούν το «σκληρό πυρήνα» των απόψεων που εκφράζω και δημοσίως αλλά βεβαίως η τελική απόφαση θα ληφθεί στα όργανα διοίκησης της ΓΣΕΕ αφού προηγουμένως η Κυβέρνηση φέρει την τελική της πρόταση υπό μορφή Ν/Σ, γιατί όπως ξέρετε στο θέμα αυτό ανεξαρτήτως των συζητήσεων μεταξύ των φορέων, αφορά κυρίως στη διαπραγμάτευση ανάμεσα στην Κυβέρνηση και την «Τρόικα».

Για όλα αυτά θεωρώ αδιανόητο να υπάρχει Κυβέρνηση, Υπουργός, Υπηρεσιακός παράγοντας που θ’ αποδεχθεί τη νεοφιλελεύθερη «ιδέα» των πολιτικών εκπροσώπων των δανειστών μας να διαλύσουν –εκτός των άλλων- και το πλαίσιο της συλλογικής προστασίας των εργαζομένων που είναι κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας».

in.gr