Aπό μικρός στα… στασίδια, ο τραγουδιστής και συνθέτης Σόλομον Μπερκ βρίσκεται για περισσότερο από μισό αιώνα σε διατεταγμένη αποστολή από τον ίδιο τον Θεό! Και εξ όσων υποστηρίζει ο ίδιος,στη συζήτηση που είχαμε μαζί του με αφορμή το τελευταίο του άλμπουμ, είναι πολύ αργά πια για να σταματήσει…

«Ομιλείτε, παρακαλώ» άκουσα την τηλεφωνήτρια του ΟΤΕ να λέει αγχωμένη, καθώς είχε αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα έως ότου κατορθώσει να με συνδέσει με Σικελία – διότι μπορεί της φυλακής τα σίδερα να έχουν μαντρώσει κάτι λεβέντες όπως ο Μπερνάρντο Προβεντσάνο, αλλά φαίνεται ότι ακόμη και η ροή των τηλεφωνικών κλήσεων εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τα παλικάρια του.

«Ποιoν θέλετε;» ρώτησε μία σοβαρή, πλην παιχνιδιάρικη, βραχνή φωνή. «Τον κύριο Σόλομον Μπερκ, παρακαλώ» απάντησα, πατώντας ταυτόχρονα το κουμπί στον τηλεφωνητή για να καταγράψει όσα επρόκειτο να ειπωθούν στη συνέχεια. «Καλώ για τη συνέντευξη των 09.40, ώρα Ιταλίας. Ονομάζ…».

«Αθήνα, Ελλάδα» με έκοψε η φωνή, απευθυνόμενη αλλού προφανώς. Μία δεκαετία νωρίτερα θα έμπαινα στον πειρασμό να φανταστώ σε τι είδους σωματότυπο μπορεί να αντιστοιχούσε. Τώρα πια όμως το αποφεύγω – ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να σε οδηγήσουν κάτι τέτοιες σκέψεις.

«Μποντζόρνο» κελάηδησε μια χαρούμενη φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. Παρά το ηλεκτρονικό μελτέμι που πάει τα λόγια πέρα δώθε, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι επρόκειτο για την τόσο γνώριμη από αναρίθμητα τραγούδια βροντερή, ολοκάθαρη, επιβλητική, βαθιά και στρόγυλλη αντήχηση από τα έγκατα μιας δίφυλλης ντουλάπας με σάρκα και οστά, τίγκα στα φανταχτερά και αστραφτερά σατέν που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορούν να προκαλέσουν αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.

Ανταπέδωσα την καλημέρα και, μιμούμενος άψογα το τυπικά ευγενικό ύφος που φορούν όλες ανεξαιρέτως οι ταμίες των καλιφορνέζικων σουπερμάρκετ, πρόσθεσα: «Πώς είναι η ημέρα σας σήμερα, κύριε Μπερκ;».

«Είμαι ευλογημένος, αγαπητέ κύριε, όπως και αυτό το υπέροχο πρωινό με καπουτσίνο που έχω μπροστά μου». Τον ρωτάω για τον καιρό στη Σικελία. «Μόλτο μπέλο, μόλτο μπέλο…» αναφώνησε, επηρεασμένος προφανώς και από την επιτυχημένη συναυλία του την προηγούμενη μόλις βραδιά σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Κατάνης. Η καλοκαιρινή περαντζάδα του ανά τας Ευρώπας όμως δεν περιέλαβε αυτήν τη φορά τη χώρα μας. Φταίνε τα κακά μαντάτα της ελληνικής οικονομίας ή τελικά προτιμάει τα… κανόλι από τα αμυγδαλωτά;

«Τίποτε από τα δύο», αποκρίνεται γελώντας, «απλώς δεν έτυχε. Επίσης θέλω να ξέρετε ότι έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από τις εμφανίσεις μου σε εκείνο το υπέροχο αρχαίο θέατρο κάτω από την Ακρόπολη, πριν από μερικά χρόνια, ήταν μια ανεπανάληπτη, μια συγκλονιστική εμπειρία! Στο… πώς το έλεγαν;». Ηρώδειο, απάντησα, εξηγώντας ότι ήμουν και εγώ εκεί… «Ησασταν, πράγματι; Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!». Τον ενημέρωσα ότι μερικοί καλοί φίλοι του επρόκειτο να παίξουν την επομένη στην Αθήνα, οι Blues Brothers… «Αλήθεια; Να τους ζητήσετε τότε να παίξουν όλα τα τραγούδια μου!» λέει, επιτρέποντας σε ένα γάργαρο γέλιο να προκαλέσει μόνιμα τσακίσματα στα τηλεφωνικά σύρματα.

Εναν από τους βασικούς λόγους αυτής της περιοδείας αποτελεί και η αναγκαία προώθηση του ολοκαίνουργιου άλμπουμ του «Nothing’s Impossible», το οποίο μάλιστα σηματοδοτεί την πρώτη, αλλά και δυστυχώς την τελευταία, συνεργασία του με τον θρυλικό παραγωγό της σόουλ μουσικής Γουίλι Μίτσελ, ο οποίος εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο τον περασμένο Ιανουάριο, δέκα μόλις ημέρες μετά την ολοκλήρωση του εν λόγω πονήματος.

«Η ιστορία έχει ως εξής: Οσο απίστευτο και αν ακούγεται, δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ στο παρελθόν, παρά το γεγονός ότι μιλούσαμε αραιά και πού στο τηλέφωνο. Πέρυσι βρισκόμουν για δουλειές στη Φιλαδέλφεια του Μισισιπή, ούτε δύο ώρες δρόμο με το αυτοκίνητο από την πόλη του, το Μέμφις του Τενεσί. Τηλεφώνησα λοιπόν και τον ρώτησα: “Είμαι εδώ τριγύρω. Θέλεις να περάσω να τα πούμε από κοντά;”. Ετσι βρεθήκαμε, λοιπόν, θυμηθήκαμε τα παλιά, κάναμε αστεία και προτού καλά καλά τελειώσουμε με τα κοψίδια βρεθήκαμε στο στούντιό του με κάτι μουσικούς σκέτα τσακάλια! “Δεν πρόκειται να φύγεις”, μου είπε, “αν πρώτα δεν τραγουδήσεις κάτι, οτιδήποτε!”. Και πήγε πίσω από την κονσόλα για να κάνει τα κόλπα του, τα διάσημα ξόρκια του Γουίλι Μίτσελ».

Ο Μπερκ επέλεξε να ενισχύσει αυτά τα συγκεκριμένα μαγικά με το βαρύτονο μελόδραμά του και να γράψει, χωρίς να το γνωρίζει εκ των προτέρων, αυτόν ακριβώς τον επίλογο που άξιζε σε ένα κεφάλαιο όπως αυτό του Μίτσελ. Ειδικά στο τραγούδι «Dreams» υπάρχει ένα σημείο, στο 3΄ 28΄΄ συγκεκριμένα, όπου μπορεί να κάνει ακόμη και τα τζιτζίκια να βγάλουν τον σκασμό στο κατακαλόκαιρο: «Σε παρακαλώ, μη με ξυπνάς, μη με σκουντάς / Μη μου κόβεις αυτό το όνειρο / Γιατί αν το κάνεις, θα ουρλιάξω / Θα ουρλιάξω, θα ουρλιάξω, θα ουρλιάξω, θα ουρλιάξω» εκλιπαρεί ο Μπερκ αφήνοντας να τον παρασύρει μια καυτή παλίρροια από έγχορδα και πνευστά. «Δεν σου έχει τύχει ποτέ», τον άκουσα σχεδόν να μονολογεί από την άλλη άκρη της γραμμής, «να βλέπεις ένα από εκείνα τα όνειρα που λες “Ω, είναι τόσο υπέροχο, τόσο αληθινό” και να εύχεσαι “Μακάρι να μην είναι όνειρο”;». Μονάχα μία και δύο; Συνέχεια βλέπω στον ύπνο μου ότι ανακαλύπτω σπάνιους δίσκους σε ξυλουργεία στο Κουκάκι, κουβεντιάζω με τον μακαρίτη τον μπαμπά, βγαίνω για φαγητό με τη Μισέλ Πφάιφερ. Μόνο που τώρα θα ήθελα κάποιος όχι απλώς να με τραντάξει αλλά να με ρίξει κάτω από το κρεβάτι επειδή αυτήν ακριβώς τη στιγμή πρέπει να ζω έναν εφιάλτη: ο τηλεφωνητής σταμάτησε ξαφνικά να «γράφει» και «τρέχει» μπροστά την κασέτα βγάζοντας ένα νευριασμένο «μπιπ-μπιπ-μπιπ».

Καθώς ψαχούλευα, σαν τυφλός από την τσαντίλα να βρω την αναπληρωματική κασέτα, υπενθύμισα στον Μπερκ ότι αποτελεί μία από τις πρώτες περιπτώσεις τραγουδιστών της σόουλ που δεν δίστασαν να δοκιμάσουν την τύχη τους με συνθέσεις από τον χώρο της κάντρι μουσικής. Με αυτό το διαφυλετικό ρίσκο γνώρισε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία το 1961, με το «Just Out of Reach» των Stewart Family, το επιχείρησε αρκετές φορές στη συνέχεια, ενώ το επαναλαμβάνει τώρα στο νέο του άλμπουμ με τη διασκευή στο «You Needed Me», ένα τραγούδι με το οποίο ανέβηκε στην κορυφή του αμερικανικού τσαρτ το ’78 η καναδή τραγουδίστρια Αν Μάρεϊ.

«Και όμως», άρχισε να λέει καθώς προσπαθούσα μάταια να βγάλω την κασέτα που είχε μαγκώσει πλέον για τα καλά στις κεφαλές του τηλεφωνητή, «υπάρχει αρκετή ψυχή (σ.σ.: soul, στα αγγλικά) στην κάντρι! Ο Τζορτζ Τζόουνς θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο λευκός Σαμ Κουκ, ενώ κανείς δεν μπορεί να διηγηθεί μία ιστορία όπως ο Γουίλι Νέλσον». Και ενώ περίμενα να αναφερθεί σε εκείνη την αναπάντεχη συμμετοχή του σε μία γιορτή της… Κου Κλουξ Κλαν (!) το ’64, ώστε να κερδίσω λίγο χρόνο ακόμη με τη συσκευή, το πήρε αλλιώς και συνέχισε: «Το “You Needed Me” ήταν ιδέα του Μίτσελ. Εδώ και 15 χρόνια το πρότεινε σε διάφορους αλλά κανένας δεν το ακουμπούσε. Ο Γουίλι είχε ψύχωση με αυτό το τραγούδι. Μπορούσα λοιπόν να του χαλάσω το χατίρι;».

Υποστήριξα ότι το «Nothing’s Impossible» δίνει την εντύπωση ότι το γλέντησαν δεόντως στο στούντιο καθώς, απελπισμένος πλέον από τα πείσματα του τηλεφωνητή, επέστρεφα στην παλιά καλή χειροκίνητη μέθοδο: η μεταφορά της υπόλοιπης κουβέντας κρεμόταν πλέον από ένα στυλό αμφίβολης διάρκειας, λίγες μουντζουρωμένες κόλλες χαρτί και φυσικά το αποσυντονισμένο μνημονικό μου. «Ηταν 2.30 μετά τα μεσάνυχτα και ο Γουίλι ούρλιαζε σαν αμαξάς από την ενδοσυνεννόηση: “Μη μου πεις ότι κουράστηκες! Θα μείνουμε εδώ ως το ξημέρωμα αν χρειαστεί”. Ηταν αναπάντεχος ο θάνατός του. Τη μία ημέρα λέγαμε αστεία από το τηλέφωνο και την επόμενη έμαθα τα άσχημα νέα. Στο σύντομο διάστημα που βρεθήκαμε μαζί με έκανε να συνειδητοποιήσω ένα σωρό πράγματα, όπως ότι χρειαζόμασταν ο ένας τον άλλον τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή ότι είχα την ανάγκη να μου υπενθυμίσει κάποιος με ειλικρίνεια ότι πρέπει να χρησιμοποιώ συνεχώς αυτά που ο Θεός μού έδωσε». (σ.σ.: Στο YouTube έχει αναρτηθεί ένα βίντεο με στιγμιότυπα από αυτές τις ηχογραφήσεις και παρά το γεγονός ότι ο Μπερκ κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι λόγω της χρόνιας αρθρίτιδας και των παραπανίσιων κιλών και ο Μίτσελ κυκλοφορεί με βοηθητικό «πι» εξαιτίας ενός σπασμένου γοφού, είναι αμφότεροι μέσα στην καλή χαρά).

Οφείλω να ομολογήσω πάντως ότι αυτήν την προσκόλληση στα θεία δεν την είχα μυριστεί στο παρελθόν. Μια ματιά και μόνο στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του από τη δεκαετία του ’60 ήταν αρκετή ώστε να μου δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επρόκειτο για έναν πεισματάρη και χοντρόπετσο μάγκα έτοιμο για καβγά δι’ ασήμαντον αφορμήν. Ασε που δεν μπορούσα να πω με βεβαιότητα αν εκείνα τα μούσκεμα από τον ιδρώτα μαλλιά, η μονίμως χαλαρή γραβάτα και το κάνα δυο νούμερα μικρότερο φθηνό τσαλακωμένο κοστούμι οφείλονταν στον ερμηνευτικό παροξυσμό του ή στο άγχος για επιβίωση! Και αν όλα αυτά δεν ήταν απλώς ένα επιμελώς ατημέλητο μασκάρεμα, τότε τι άλλο πέρα από έναν ακόμη δημόσιο κίνδυνο αποτελούσε;

Σε εκείνην ακριβώς τη δεκαετία λοιπόν ήταν που συνέβαλε τα μέγιστα – με άσματα ασμάτων όπως «CrytoMe», «EverybodyNeedsSomebodytoLove», «If You Need Me», «Stupidity», «You’re Good for Me», «Baby Come On Home», «Got to Get You off My Mind», «Down in the Valley» και «Tonight’s the Night» – ώστε η κοκκινόμαυρη ετικέτα της Atlantic να κατέχει αυτήν την περίοπτη θέση στην επετηρίδα της μουσικής βιομηχανίας. Παρά το γεγονός όμως ότι τα κεφάλια της – ο εφέντης Αχμέτ Ερτεκιούν, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών Τζέρι Γουέξλερ και ο μάστορας Τομ Ντόουντ, δηλαδή – τον είχαν πλασάρει στο κοινό ως τον «βασιλιά της ροκ και της σόουλ», διότι τέτοιον πράγματι τον θεωρούσαν, πρέπει κατά βάθος να πίστευαν ότι ο Μπερκ ήταν ένας μη συνεργάσιμος, μη αφοσιωμένος και, το κυριότερο, κατ’ ανάγκην τραγουδιστής. Δηλαδή θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ακριβώς ο ίδιος, ακόμη και αν πουλούσε περουκίνια…

«Ασ’ τα να πάνε» είπε ξεφυσώντας. «Πέρα όμως από την πλάκα, όλοι αυτοί με ενθάρρυναν και με έκαναν να νιώθω ότι είμαι πράγματι κάποιος. Ο Γουέξλερ, μάλιστα, ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα του, έδειχνε πάντα ενθουσιασμένος με οτιδήποτε και αν έκανα. Τελικά περάσαμε καλά τότε, ήταν ωραίοι καιροί. Δόξα τω Θεώ, πιάσαμε το νόημα και το απολαύσαμε. Και αν παιδευτήκαμε τελικά στη μοιρασιά, δεν πειράζει, χαλάλι τους». Μια που το έφερε η κουβέντα, τον ρώτησα αν γνώριζε ότι ο Γουέξλερ υπήρξε για ένα διάστημα παντρεμένος με Ελληνοαμερικανίδα και, όπως ήταν φυσικό, ερχόταν για διακοπές στα μέρη μας. «Σοβαρά; Οχι! Ελπίζω πάντως να της έδειξε την καλή πλευρά του εαυτού του…». Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν βασίστηκε στα τραγούδια του για τα προς το ζην: η αλυσίδα γραφείων κηδειών που διευθύνει εδώ και χρόνια είναι μόνο μία από τις πολλές δραστηριότητές του εκτός μουσικής. «Οντως… Εφαγα το ένα στραπάτσο πίσω από το άλλο, συνήλθα, έπεσα ξανά, σηκώθηκα και τελικά, με τη βοήθεια του Θεού, κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου. Θα Τον ευγνωμονώ αιώνια».

Καθώς γιόρτασε τα 70ά γενέθλιά του τον περασμένο Μάρτιο είναι ένα δυσεύρετο απομεινάρι από μια άλλη εποχή της οποίας το τέλος καραδοκεί στη γωνία. Των ρώτησα πώς αισθάνεται για αυτό. «Ο Θεός με ευλόγησε να δω 21 παιδιά, 90 εγγόνια και 19 δισέγγονα», αναφώνησε, «αυτός μάλιστα μου δίνει το κουράγιο να παίρνω τους δρόμους για να φυτέψω τον σπόρο της ελπίδας και να μεταφέρω το μήνυμα της αγάπης. Το γεγονός και μόνον ότι ακόμη μπορώ και τραγουδάω είναι απίστευτο. Το ξέρετε ότι κάνω περίπου 100 εμφανίσεις κάθε χρόνο; Ή ότι έχω ήδη έτοιμο ένα άλμπουμ με εκκλησιαστικούς ύμνους που θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο;». Του είπα ότι δεν το γνωρίζω, αναθεματίζοντας τόσο τον αδιάβαστο εαυτό μου όσο και τον ανυπόληπτο τηλεφωνητή και άλλαξα θέμα, εξηγώντας του την εντύπωσή μου ότι υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με τον συνονόματό του θρυλικό βασιλιά του Ισραήλ: δόξα, σοφία, γυναίκες, ακόμη και αυτός ο περίλαμπρος θρόνος που μεταφέρει από συναυλία σε συναυλία… «Γεννήθηκα με το χάρισμα να κατανοώ τους ανθρώπους, να συζητάω μαζί τους και να τους συμβουλεύω για τα προβλήματα που συναντούν στη ζωή τους. Αυτό είναι ένα θείο δώρο για μένα» απάντησε και, ύστερα από ένα δευτερόλεπτο τέτοιας απόλυτης σιωπής που άκουσα ακόμη και τα ηλεκτρόνια να αλλάζουν φορά, πρόσθεσε: «Ας αφήσουμε τις γυναίκες κατά μέρος...».

Είναι ένας από εκείνους τους ερμηνευτές της σόουλ που όχι μόνο ξεκίνησε από την Εκκλησία, αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί κάθε Κυριακή πρωί και μάλιστα στον δικό του ναό – παραλίγο μάλιστα να παρευρεθώ και εγώ πριν από μερικά χρόνια, που ήμουν στο Λος Αντζελες, αλλά δεν τα κατάφερα… Πού νιώθει λοιπόν καλύτερα, στη σκηνή ή στον άμβωνα; «Δεν έχει σημασία, αρκεί να διαδίδω τη μοναδική εντολή που δόθηκε ποτέ: “Αγάπα τον πλησίον σου”. Αλλωστε αυτό δεν κάνω εδώ και ώρα;». Δηλαδή τι; Μου κάνει κήρυγμα από το τηλέφωνο; «Φυσικά, αγαπητέ κύριε». Και ποια είναι η συμβουλή του για έναν αμαρτωλό σαν εμένα; «Ποτέ», άκουσα να λέει μία φωνή που κάλλιστα θα μπορούσε να είχε σπικάρει το τρέιλερ της ταινίας «Μπεν Χουρ», «μα ποτέ μην εγκαταλείπεις αυτό που προσπαθείς. Τίποτε δεν είναι ανέφικτο, όπως υποστηρίζω και στο τελευταίο άλμπουμ μου. Κάνε τα όνειρά σου και πίστευε στον Θεό. Πίστευε στον εαυτό σου και τα όνειρά σου θα βγουν αληθινά. Να έχεις την ευλογία μου εσύ και η οικογένειά σου και ο Θεός να σας έχει καλά». Αμήν, κύριε Μπερκ.

Ξαφνικά, και χωρίς να ξέρω γιατί, τρεμόπαιξε μπροστά στα μάτια μου, σαν νέον επιγραφή στα τελευταία της, η φράση «God Must Be a Boogie Man» από ένα τραγούδι της Τζόνι – καμία σχέση με τον Γουίλι – Μίτσελ. Θεωρώντας το όμως μεγάλη αγένεια να το φέρω προς συζήτηση, προτίμησα να κλείσω λιτά και ταπεινά. Τον ευχαρίστησα για τον χρόνο του και του ευχήθηκα καλό υπόλοιπο στην Ευρώπη. «Να μεταφέρετε τους χαιρετισμούς μου σε όλους τους φίλους μου και να τους βεβαιώσετε ότι θα βρεθώ στην Ελλάδα με την πρώτη ευκαιρία» είπε προτού ολοκληρώσει με έναν τόνο στη φωνή που παραπατούσε ανάμεσα στην παράκληση και στην απειλή: «Θα το κάνετε για μένα;». Φυσικά, κύριε Μπερκ.

Το τελευταίο άλμπουμ του Σόλομον Μπερκ «Nothings Impossible» κυκλοφορεί από τη SonyMusic.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 520, σελ. 46-49, 3/10/2010.