Το μυθιστόρημα «Ζερμινί Λασερτέ» είναι ένα «ωραίο και καλό βιβλίο». Πέρα από αυτό είναι ένα κείμενο ορόσημο για τα γαλλικά γράμματα και τον νατουραλισμό, γραμμένο από ένα εμβληματικό συγγραφικό ντουέτο, τους αδελφούς Γκονκούρ, οι οποίοι συνέδεσαν το όνομά τους με το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας τους. Η Ζερμινί Λασερτέ είναι μια υπηρέτρια που κάνει διπλή ζωή, στο Παρίσι, στα δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Υπάκουο και τρυφερό δουλικό, βρήκε καταφύγιο στο σπίτι της ηλικιωμένης δεσποινίδος ντε Βαραντέιγ έπειτα από κάποιες οδυνηρές περιπέτειες.

Οι αδελφοί Γκονκούρ φωτογραφίζουν τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων σε μια κοινωνία που αλλάζει μέρα με τη μέρα. Η μικρή Ζερμινί προτού κλείσει τα δεκαπέντε εγκαταλείπει το χωριό της και με την καθοδήγηση της οικογένειάς της βρίσκει δουλειά σε καφενείο. Κάποια μέρα που το μαγαζί δεν έχει κόσμο ένας γέρος συνάδελφος την παρασύρει σε ένα άδειο καμαράκι, όπου τη βιάζει. Εννοείται πως ο περίγυρος κατηγορεί εκείνη που αφέθηκε στο έγκλημα. Οι συγγραφείς περιγράφουν τα ήθη της εποχής με έναν πολυπρισματικό τρόπο. Η συστολή και οι αυστηρές αρχές συνυπάρχουν με παρδαλές γυναίκες, με συζύγους που διατηρούν μετρέσες, με βιαστικά σμιξίματα. Πολλά πρόσωπα περνούν από τις σελίδες του βιβλίου, πολλοί δευτεραγωνιστές που βάζουν τη δική τους λεπτομέρεια σε αυτό το πολυθεματικό fresco.

Η Ζερμινί Λασερτέ ερωτεύεται τη θρησκεία. Γίνεται μια από εκείνες της υπηρέτριες που εγκαταλείπουν την εστία τους μόνο για να εξομολογηθούν. Το θρησκευτικό πάθος από ένα σημείο και μετά διοχετεύεται στο πρόσωπο του πνευματικού της. Ενας νέος ιερέας γίνεται το αντικείμενο της λατρείας της. Οταν εκείνος την απομακρύνει, παραπέμποντάς την σε άλλον εξομολογητή, εκείνη χάνει την πίστη της και κρατά από την περίοδο της ευλάβειας μόνο ένα αίσθημα ηδύτητας. Σε λίγο καιρό θα νιώσει έτοιμη να πάει σε έναν χορό. Ντύνεται με καινούργιο φόρεμα και αποσπά φιλοφρονήσεις από την κυρά της. Οι συγγραφείς βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, με ενδελεχή περιγραφή της ηρωίδας τους: «Η Ζερμινί ήταν άσχημη. […]. Το μέτωπό της φουσκωτό και γυαλιστερό, προεξείχε πάνω από τη σκιά των βαθιών κογχών όπου ήταν χωμένα τα μάτια της, μάτια μικρά, ζωηρά και λαμπερά, που μίκραιναν κι αμέσως ξαναζωντάνευαν μ΄ ένα βλεφάρισμα μικρού κοριτσιού που ύγραινε και άναβε το γέλιο τους. […] Η μικρή, ανασηκωμένη και σαν τρύπια μύτη της, με ανοιχτά και παλλόμενα ρουθούνια, ήταν μια από αυτές τις μύτες για τις οποίες ο λαός λέει πως βρέχει μέσα τους: στο ένα πτερύγιο, στη γωνία του ματιού, φούσκωνε μια χοντρή μπλε φλέβα».

Η πρώην θεούσα

Οι αδελφοί Γκονκούρ. Αριστερά,ο Εδμόνδος, δεξιά ο Ιούλιος

Αυτή η νέα γυναίκα, λοιπόν, η χωριάτισσα, η πρώην θεούσα, αρχίζει να αναπτύσσει την κοινωνική ζωή της. Συνδέεται με τη γαλατού, που ανοίγει κατάστημα στη γωνία του δρόμου. Προκειμένου να έχει συντροφιά κάνει όλα τα θελήματα της νέας φίλης της, ακόμη και τις επισκέψεις στο οικοτροφείο όπου ζει ο γιος της. Αρχίζει να κάνει δώρα στο αγόρι, το οποίο φοιτά σε μια τάξη με εύπορα παιδιά. Η συμβολή της Λασερτέ είναι καθοριστική στις σπουδές αλλά και στην κοινωνική αναρρίχηση του νεαρού. Η υπηρέτρια μιαν ακόμη φορά ερωτεύεται το λάθος πρόσωπο. Η γαλατού και ο γιος της εκμεταλλεύονται στο έπακρο την αδυναμία της υπηρέτριας. Ο μικρός, μέσα από την εκλέπτυνση του οικοτροφείου, αντιμετώπιζε τη χορηγό του ως χυδαίο και λαϊκό πρόσωπο. Η ανατροφή του τον έκανε κυνικό: «Ενσάρκωνε τον τύπο των Παριζιάνων που έχουν στο πρόσωπό τους τον σκωπτικό σκεπτικισμό αυτής της μεγαλούπολης της φάρσας και της ψευτιάς στην οποία έχουν γεννηθεί. Επάνω του, το χαμόγελο, το πνεύμα και η πονηριά της παριζιάνικης φυσιογνωμίας ήταν πάντα αυθάδη και κοροϊδευτικά».

Εν τέλει ο κομψευόμενος συνάπτει ερωτική σχέση με την υπηρέτρια για την απόλαυση και τη χρηματοδότηση. Εκείνη προκειμένου να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του αρχίζει να δανείζεται από γνωστούς και φίλους, εξευτελίζεται, παρακολουθώντας τον εραστή να κυκλοφορεί με άλλες γυναίκες, και το ρίχνει στο ποτό. Στο σπίτι της όμως παραμένει η ενάρετη, αφοσιωμένη ψυχοκόρη, χωρίς να δημιουργεί την παραμικρή υποψία για τον έκλυτο βίο. Οσο ακραίος και αν ακούγεται αυτός ο διχασμός προσωπικότητας, πρόκειται για αληθινή ιστορία και μάλιστα για ιστορία που βίωσαν οι ίδιοι οι συγγραφείς. Πρόκειται για την ιστορία της δικής τους υπηρέτριας. Τα έμαθαν όλα μετά τον θάνατό της.

Εκφραστικό κέντημα
Το μυθιστόρημα των αδελφών Γκονκούρ περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τη ζωή στο Παρίσι έπειτα από την Παλινόρθωση ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφεί με πειστικό τρόπο ανθρώπους με περίπλοκο ψυχικό κόσμο.Οι χαρακτήρες είναι τόσο περίπλοκοι όσο και η εποχή τους. Οι αδελφοί Γκονκούρ αρέσκονταν στο εκφραστικό κέντημα.Η μεταφράστρια Εφη Κορομηλά απέδωσε με τον καλύτερο τρόπο το μυθιστόρημα: μοιάζει γραμμένο απευθείας στα ελληνικά.