Ο Τζορτζ Μονμπιό, βρετανός συγγραφέας, δημοσιογράφος και ακτιβιστής, εκτιμά ότι η παρούσα οικονομική κρίση είναι μια ευκαιρία και στην Ελλάδα να αλλάξουμε συνήθειες και να σώσουμε έτσι το περιβάλλον. Η συζήτηση μαζί του είναι μια σπάνια καταβύθιση στον πολυσύνθετο κόσμο της κλιματικής αλλαγής.

Ζει στην Ουαλλία, περπατάει πολύ, αποφεύγει τα αεροπλάνα. Είναι προασπιστής της δράσης που πρέπει να αναλάβουμε για να περιορίσουμε τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, είναι ακτιβιστής και συγγραφέας. Πρωτίστως όμως είναι δημοσιογράφος ο οποίος δικαιούται τον χαρακτηρισμό «μάχιμος», σε βαθμό που θα μπορούσε να αποτελεί και τον ορισμό του. Ο 47χρονος Τζορτζ Μονμπιό ανήκει στο δυναμικό της βρετανικής «The Guardian» και μέσα από το blog του, το οποίο αναρτάται στη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας, έχει κάνει σκοπό ζωής του να αφυπνίσει τον κόσμο για τη ζωτική σημασία της δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής. Εξαπολύει μύδρους κατά των αρνητών και εκδίδει βιβλία όπως το «Heat: Πώς να σώσουμε τον πλανήτη μας από το φαινόμενο του θερμοκηπίου» (εκδόσεις Ψυχογιός) ένα από τα δυο πολύ εμπεριστατωμένα βιβλία που έχει γράψει αναφορικά με την «κρίση του περιβάλλοντος». Τα υπόλοιπα εννέα αφορούν στον πολιτικό του δημοσιογραφικό ακριβισμό ο οποίος προηγήθηκε του περιβαλλοντικού και του πρόσφερε μοναδικές εμπειρίες: ξυλοκοπήθηκε, πυροβολήθηκε, φυλακίστηκε, έπαθε εγκεφαλική ελονοσία σε Ινδονησία, Βραζιλία και Αφρική.

Πριν από δύο χρόνια συσχετίσατε την οικονομική με την περιβαλλοντική κρίση. Πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σήμερα στην Ελλάδα, ευνοεί τελικά το περιβάλλον;
«Είναι ενδιαφέρον, δεν είναι; Εχουμε ήδη δει ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει οδηγήσει στη μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου τα τελευταία δύο χρόνια. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στο μυαλό μου ότι όσο περισσότερα χρήματα πηγαίνουν στην οικονομία τόσο πιο μεγάλη είναι η ζημιά που γίνεται στη φύση. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε μια “συμπτωματική” ύφεση, το είδος δηλαδή της οικονομικής κρίσης το οποίο αντιμετωπίζει τώρα η Ελλάδα, και τη συνειδητή επιδίωξη να δημιουργήσεις ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στη μείωση της συνολικής ζήτησης κατανάλωσης. Οταν αντιμετωπίζεις μια κρίση όπως αυτή της Ελλάδας, το μόνο πράγμα που θέλει να κάνει ο κόσμος είναι να ξαναβρεθεί στη θέση που ήταν πριν, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Και αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι το οικονομικό σύστημα και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε το περιβάλλον είναι μη βιώσιμα για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Αν θέλουμε να απομακρυνθούμε από αυτό το είδος οικονομίας, οι στρατηγικές στις οποίες πρέπει να καταφύγουμε είναι παρόμοιες με εκείνες που απαιτούνται για να αποφευχθεί μια παγκόσμια οικολογική κρίση. Και αυτό είναι η σταδιακή μετάβαση προς μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη η οποία δεν βασίζεται στην επιθετική ανάπτυξη. Εχει το πλεονέκτημα να διασφαλίζει ότι δεν θα αχρηστεύσουμε το περιβάλλον επάνω στο οποίο η οικονομία βασίζεται πλήρως».

Τι μπορεί να γίνει όμως μέχρις ότου εφαρμοστεί αυτό το μοντέλο, αν εφαρμοστεί;Η αντίδραση της υπό πτώχευση Ισλανδίας ήταν να στραφεί στην εκμετάλλευση του ωκεανού. Δεν είναι αναπόφευκτη η εκμετάλλευση της φύσης για την ανόρθωση μιας οικονομίας;
«Δεν ξέρω αν τελικά κατέφυγαν σε αυτή τη λύση, αυτή ήταν η αρχική αντίδρασή τους απέναντι στην κρίση. Ηθελαν να γίνουν μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και μέρος της προσφοράς τους ήταν πρόσβαση στα ψάρια του Ατλαντικού. Η Ισλανδία έχει μία από τις ελάχιστες αλιείες που θα μπορούσε να προσεγγίσει τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό που ουσιαστικά έλεγαν ήταν ότι “θα σας επιτρέψουμε να αρχίσετε να εκμεταλλεύεστε την αλιεία μας όπως έχετε κάνει σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης”, δηλαδή σε χονδροειδέστατα μη βιώσιμους ρυθμούς. Θα χρησιμοποιούσα λοιπόν αυτό το παράδειγμα για να δείξω πώς η “συμπτωματική” οικονομική κρίση δεν μπορεί να επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα με την εσκεμμένα οργανωμένη μείωση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης».

Πόσο ρεαλιστικό είναι να συμβεί αυτό; Και πώς μπορείς να πείσεις τον μέσο πολίτη να αλλάξει τις συνήθειές του για να κάνει καλό στο περιβάλλον;
«Νομίζω κάνοντας τον συσχετισμό ανάμεσα στην οικονομική και στην περιβαλλοντική κρίση. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αν θέλουμε να αποφύγουμε την τεράστια οικονομική αβεβαιότητα, η οποία προκύπτει εξαιτίας των οικονομικών κρίσεων, θα πρέπει να βρούμε καλύτερους τρόπους δράσης».

Φαντάζομαι θα πρέπει να εφαρμοστεί στις ανεπτυγμένες χώρες αρχικά δεδομένου ότι αυτές φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κλιματική αλλαγή.
«Συμφωνώ απολύτως. Είναι κάτι που πρέπει να κατευθύνουν οι πλούσιες χώρες. Δεν μπορούμε να ζητάμε από τις φτωχές χώρες να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα όταν εμείς δεν το κάνουμε. Με το “εμείς” εννοώ τις χώρες του G8, για παράδειγμα, και τα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τις φτωχές χώρες να μειώσουν τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης όταν εμείς δεν έχουμε πρόθεση να το κάνουμε. Δικαιολογημένα θα είναι πολύ καχύποπτες αν κληθούν να δράσουν. Ιδίως όταν είναι προφανές πόσα άσχημα παιχνίδια παίζουν οι πολιτικοί, όπως συνέβη στην Κοπεγχάγη».

Ποια η άποψή σας για τη Σύνοδο της Κοπεγχάγης;
«Εσείς τι λέτε; Ηταν σκέτη καταστροφή. Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πόσο χειρότερα θα μπορούσε να είχε πάει. Θα ήταν καλύτερα να μην είχαν μπει στη διαδικασία να προσποιηθούν ότι υπάρχει κάποιο είδος συμφωνίας ή να βγάλουν μια κόλλα λευκό χαρτί και να πουν “πρέπει να αρχίσουμε από την αρχή”. Τώρα έχουμε τη χειρότερη από όλες τις εκδοχές. Είναι κολλημένοι με το παλιό σαθρό σύστημα, το σύστημα του Κιότο, το οποίο ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Και δεν έχουμε την ευκαιρία να αντικαταστήσουμε το σύστημα, επειδή προσπαθούν να το κάνουν να λειτουργήσει. Είναι προφανές από τη συμφωνία της Κοπεγχάγης – ή μάλλον τη μη συμφωνία – ότι η επιτροπή δεν κατάφερε τίποτε».

Ποια είναι η αδυναμία του Πρωτοκόλλου του Κιότο;
«Δαιμόνιες διαπραγματεύσεις με κάθε έθνος να προσπαθεί να διασφαλίσει ότι θα μειώσει τις εκπομπές διοξείδιο του άνθρακα στον μικρότερο δυνατό βαθμό και να προσπαθεί να μετατοπίσει το βάρος της ευθύνης στις υπόλοιπες χώρες, περιμένοντας να μειώσουν αυτές τις δικές τους εκπομπές. Τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα με ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα, όπως, για παράδειγμα, το “ανώτατο όριο και εμπορία” ή “σύστημα ανταλλαγής εκπομπών” που προτείνεται από τον βρετανό δημοσιογράφο και συγγραφέα Ολιβερ Τικέλ στο βιβλίο του “Κιότο 2”. Πρόκειται για μια πολύ καλή περιγραφή του πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς να απαιτείται από τις χώρες να παραιτηθούν των εθνικών συμφερόντων τους».

Σύνοδοι όπως αυτές της Κοπεγχάγης δεν υπενθυμίζουν τουλάχιστον στον κόσμο ότι υπάρχει πρόβλημα και ότι πρέπει και αυτοί να αναλάβουν τις ευθύνες τους;
«Δεν το βλέπω έτσι. Πιστεύω ότι αυτό που συνέβη ως αποτέλεσμα της συνόδου είναι ότι πολύς κόσμος σήκωσε τους ώμους και είπε: “Είναι χάσιμο χρόνου, κανείς δεν πρόκειται να συμφωνήσει, πρέπει να συνεχίσουμε όπως κάναμε ως σήμερα και να μην ανησυχούμε”. Οταν χαθεί η ορμητικότητα σε τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις, είναι πολύ δύσκολο να αποκτηθεί ξανά».

Πιστεύετε ότι ένας εμπνευσμένος και δυνατός ηγέτης ενός πλούσιου κράτους, όπως, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ, θα μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά προς την επίτευξη μιας ουσιαστικής συμφωνίας;
«Οι διεθνείς συμφωνίες ξεκινούν από εθνικό επίπεδο, οπότε χρειάζονται εθνικοί ηγέτες οι οποίοι είναι δοσμένοι σε αυτόν τον σκοπό. Το πρόβλημα είναι ότι με το υπάρχον σύστημα μπορούν να ρίχνουν το φταίξιμο ο ένας στον άλλον σε αυτόν τον τέλειο κύκλο μετάθεσης ευθυνών όπου όλοι λένε “η Κίνα φταίει”, “οι ΗΠΑ φταίνε” ή η Ευρωπαϊκή Ενωση ή η Ινδία. Το σύστημα είναι τέλεια σχεδιασμένο ώστε να διαχέονται οι ευθύνες. Χρειαζόμαστε ένα νέο σύστημα σαν του Τικέλ, το οποίο δεν θα καταλύεται εύκολα από τα ισχυρά κράτη».

Είναι εφικτό τελικά να μειώσουμε κατά 90% τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ως το 2030, όπως έχετε υποστηρίξει ότι πρέπει να γίνει για να σωθεί ο πλανήτης ή είναι πολύ αργά;
«Νομίζω ότι έχει γίνει δύσκολο να δει κανείς πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο σε αυτό το πλαίσιο χρόνου. Χάσαμε τις ευκαιρίες που είχαμε ώστε να συμβεί κάτι τέτοιο ως το 2030. Οκτώ χρόνια χάθηκαν εντελώς, όσο κράτησε δηλαδή το καθεστώς Μπους. Και πριν από αυτόν όμως υπήρχε τόσο μικρή πρόοδος… Το αποτέλεσμα της Συνόδου του Ρίο το 1992 ήταν πολύ πιο ουσιαστικό απ’ ό,τι συνέβη μετά. Εχουμε πάει προς τα πίσω και όχι προς τα εμπρός. Χάσαμε 18 κρίσιμα χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων θα μπορούσαμε να είχαμε αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία σχετικά ανώδυνα. Τώρα ό,τι αποφάσεις πάρουμε θα πρέπει να είναι επώδυνες».

Οταν λέτε «επώδυνες», τι εννοείτε;
«Σημαίνει ότι τα συμφέροντα των μεγάλων εταιρειών θα πρέπει να πολεμηθούν, σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση των θεμελίων του οικονομικού συστήματος. Σημαίνει επίσης ότι πρέπει να ξοδευτούν χρήματα σε πολύ μικρότερο χρονικό πλαίσιο απ’ ό,τι θα απαιτούνταν αν θα είχαμε δράσει νωρίτερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να το κάνουμε. Θα έπρεπε. Θα είναι όμως από οικονομική και πολιτική άποψη πιο επώδυνο απ’ ό,τι θα μπορούσε να ήταν».

Πώς θα είναι ο κόσμος μας το 2030 αν δεν συμβεί αυτό;
«Οι βασικές επιπτώσεις δεν θα έχουν γίνει ορατές ως το 2030. Θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να βιώσουμε τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Και αυτό επειδή υπάρχει χρονική διαφορά ανάμεσα στη στιγμή που παράγεις τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και στις επιπτώσεις που έχουν στο περιβάλλον. Υπάρχουν όμως και σήμερα χώρες που υποφέρουν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Το βλέπουμε σε πολλές περιοχές της Αφρικής, στο Μπανγκλαντές, σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και στην Κεντρική Ασία. Η κατάσταση θα χειροτερεύσει. Σταδιακά – και όχι μεμιάς – θα δούμε όλο και περισσότερες περιοχές της Γης να γίνονται εχθρικές απέναντι στην ανθρώπινη ζωή».

Προφανώς πρέπει να συμβεί κάτι στον δυτικό κόσμο για να πειστούμε. Αυτήν τη στιγμή ποια θα ήταν μια ορατή επίπτωση που κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει;
«Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτή είναι η περίπτωση του κυκλώνα Κατρίνα: μας έδωσε μια εικόνα τού πώς θα μπορούσε να δείχνει ο κόσμος αν δεν κάνουμε κάτι. Κινητοποίησε κόσμο να ασχοληθεί με το θέμα. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, το μάθημα του Κατρίνα ξεχάστηκε και πρέπει να συμβεί άλλη μία καταστροφή για να κινητοποιηθούμε και πάλι. Ελπίζω ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί, αυτός όμως μοιάζει να είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, έτσι δεν είναι; Είμαστε πολύ κακοί στο να φανταζόμαστε πράγματα μέχρις ότου αυτά όντως συμβούν».

Σε αυτό βασίζεται και το γεγονός ότι ο κόσμος πιστεύει τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής; Γιατί υπάρχουν όμως αρνητές της κλιματικής αλλαγής; Χρηματοδοτούνται όλοι από πετρελαϊκές εταιρείες;
«Αν μιλάμε για “επαγγελματίες” αρνητές, τότε μιλάμε εξ ορισμού για ανθρώπους οι οποίοι πληρώνονται για να παίρνουν τη θέση που παίρνουν. Δεν είναι μόνο η Exxon που τους πληρώνει. Πρόκειται για ένα φάσμα εταιρειών οι οποίες θα είχαν ουσιαστικές απώλειες αν οι κυβερνήσεις έπαιρναν στα σοβαρά την κλιματική αλλαγή και σταματούσαν να βασίζουν την οικονομία τους στην εκμετάλλευση ορυκτών καυσίμων. Δεν θα μάθουμε ποτέ τις λεπτομέρειες για τον απλό λόγο ότι αυτές οι εταιρείες είναι πολύ κρυψίνοες σχετικά με το ποιον πληρώνουν. Εχει γίνει εκτενής έρευνα για την Exxon την οποία μπορείτε να διαβάσετε στο www.exxonsecrets.org και δείχνει πώς μία μόνο εταιρεία έχει σπείρει την παραπληροφόρηση προσλαμβάνοντας ανθρώπους για να διαδίδουν ψευδείς ιστορίες σχετικά με το αν όντως συμβαίνει η κλιματική αλλαγή και αν είναι ένα σοβαρό θέμα».

Γιατί ξέρουμε τόσα για την Exxon;
«Επειδή δημοσίευσε λογαριασμούς με το ποιους χρηματοδοτεί. Αν δούμε τι λένε αυτοί οι άνθρωποι για την κλιματική αλλαγή, είναι πολύ ξεκάθαρο τι συμβαίνει. Αλλά ξέρουμε ότι πολλές άλλες εταιρείες κάνουν το ίδιο. Υπάρχει ένα διάσημο εσωτερικό σημείωμα στο οποίο φαίνεται πώς ένα δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ, το οποίο λέγεται Intermountain Rural Electric Association, κατέβαλλε στον “σκεπτικιστή” αμερικανό κλιματολόγο Πάτρικ Μάικλς, έναν θερμό αρνητή της κλιματικής αλλαγής, πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά για να ισχυρίζεται ότι η κλιματική αλλαγή δεν συμβαίνει».

Ποιος ο ρόλος των δημοσιογράφων; Εχετε γράψει ότι δεν έχουν το επιστημονικό υπόβαθρο ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τις κρίσιμες πληροφορίες που μεταδίδουν.
«Εδώ υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι δημοσιογράφοι συνολικά δεν είναι κατάλληλα καταρτισμένοι για να κατανοήσουν αυτά τα θέματα. Είναι πάρα πολύ λίγοι αυτοί που έχουν επιστημονική ειδίκευση. Και πάρα πολλοί αυτοί που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα. Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ πιο βαθύ. Δεν έχει να κάνει μόνο με την ταυτότητα του δημοσιογράφου, αλλά και με το γεγονός ότι οι περισσότεροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί ανήκουν σε πολύ ισχυρές επιχειρήσεις ή πολύ πλούσιους άνδρες, οι οποίοι δεν θέλουν να δουν ουσιαστική δράση, επειδή θα βλάψει τα συμφέροντά τους. Και οι υπεύθυνοι των εντύπων ξέρουν αυτά τα συμφέροντα, οπότε κάποιοι ενθαρρύνουν τους δημοσιογράφους τους να είναι απερίφραστοι αρνητές της κλιματικής αλλαγής ή να φροντίζουν να υποβαθμίζεται η σημασία της και να μην αντιμετωπίζεται με την απαραίτητη σοβαρότητα».

Τελικά πόσο αισιόδοξος είστε;
«Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος, αλλά με πολιτική θέληση θα ήταν εφικτό. Δεν θα είναι μόνο επώδυνη η διαδικασία. Τα οφέλη θα είναι πολλά και δεν αφορούν μόνο την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα χαθούν και πολλά. Πολλές θέσεις εργασίας απειλούνται από τη στροφή προς την “πράσινη οικονομία”. Παράλληλα, όμως, πολλές νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν. Θα υπάρξει όμως αντίσταση από ανθρώπους οι οποίοι θα νιώσουν ότι απειλούνται από αυτήν τη μεταβολή».

Χώρες χωρίς βαριά βιομηχανία, όπως η Ελλάδα, θα μπορούσαν να στηρίξουν την οικονομία τους στην «πράσινη ανάπτυξη»;
«Ναι, πιστεύω ότι υπάρχει δυναμικό, η ηλιακή ενέργεια και οι τεχνολογίες θαλάσσιας ενέργειας, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει πολύ μεγάλη ακτογραμμή. Αλλά είναι και μια ευκαιρία για να μειωθεί η κατανάλωση. Δεν ξέρω τι είδους συζητήσεις γίνονται αυτήν την εποχή στην Ελλάδα, αλλά ελπίζω ότι θα υπάρξει κόσμος ο οποίος με αφορμή την κρίση θα αμφισβητήσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι δυτικές οικονομίες. Μπορεί να μην υπάρχει καλύτερη αφορμή για να γίνει κάτι τέτοιο».

Ενα άλλο θέμα το οποίο σας απασχολεί είναι ο μεγάλος αριθμός πτήσεων οι οποίες επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα με εκπομπές αερίων. Είναι εφικτό να πάψουμε να πετάμε με αεροπλάνα;
«Δεν θα περίμενα να σταματήσουμε εντελώς, αλλά αυτό που θέλω είναι να μειωθεί ο αριθμός των πτήσεων. Και νομίζω ότι αυτό είναι εφικτό. Ενας τεράστιος αριθμός πτήσεων είναι μη απαραίτητος. Θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από τηλεδιασκέψεις ή να επιλέγουμε να κάνουμε τις διακοπές μας πιο κοντά στο σπίτι μας. Δεν λέω ότι ο κόσμος δεν θα έπρεπε να πετάει για να δει τα παιδιά του ή τους γονείς του. Απλώς ζητάω από τους ανθρώπους να πετούν όταν είναι απολύτως αναγκαίο και όταν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση».

Στη δημοσιογραφική σας καριέρα έχετε περάσει πολλά. Κάποτε θεωρούσαστε personanongrata σε χώρες όπως η Ινδονησία και η Βραζιλία. Τώρα που ασχολείστε με το περιβάλλον δέχεστε απειλές κατά της ζωής σας;
«Ναι, έχω δεχτεί μια-δυο απειλές, αλλά συνήθως προέρχονται από κατοίκους των Μεσοδυτικών Πολιτειών των ΗΠΑ οι οποίοι συνήθως δεν έχουν ούτε διαβατήριο. Οπότε δεν τους παίρνω στα σοβαρά».

Εχετε πει ότι «η αλλαγή είναι επανάσταση». Μπορεί η επανάσταση να είναι ειρηνική;
«Δεν συμβαίνουν όλες οι επαναστάσεις ξαφνικά και ούτε όλες ξεκινούν με βία. Στην πραγματικότητα πολλές από αυτές που συμβαίνουν σταδιακά και με ειρηνικό τρόπο είναι πολύ περισσότερο βιώσιμες. Εγώ κηρύσσω την ανάγκη για μια συστηματική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε και χρησιμοποιούμε τις πηγές ενέργειας και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι οικονομίες μας».

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 502, σελ. 28-34, 30/05/2010.