Ο Γεώργιος Μαύρος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και υπουργός Εξωτερικών,με τον Χένρι Κίσινγκερ (δεξιά) στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στις 23 Σεπτεμβρίου 1974

Το 1963, με την (αλλόκοτα επίκαιρη) εκλογική νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου και την προσωρινή, όπως αποδείχθηκε, έξοδο από το πολιτικό προσκήνιο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, είναι η χρονική αφετηρία στην αφήγηση της Αριστοτελίας Πελώνη, διπλωματικής συντάκτριας στην εφημερίδα «Τα Νέα».

«Στα μάτια των Αμερικανών αξιωματούχων, η εκλογή του Γεωργίου Παπανδρέου ισοδυναμούσε με νέα πολιτική αστάθεια και κρίση στην Ελλάδα και αποτελούσε το έναυσμα για σταδιακό εκφυλισμό της ελληνικής πολιτικής διαδικασίας. Αυτό παρ΄ ότι ο πρόεδρος Τζον Κένεντι, πριν από τη δολοφονία του τον Νοέμβριο του 1963, είχε προωθήσει την ίδρυση της Ενωσης Κέντρου στην Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να αναπτυχθούν δυο μεγάλα μη κομμουνιστικά κόμματα που θα εναλλάσσονταν στην εξουσία» γράφει η συγγραφέας.

Οι Αμερικανοί είχαν ανησυχήσει με την άνοδο της ΕΔΑ: τώρα όμως έβλεπαν την κυβέρνηση Παπανδρέου και ιδιαίτερα τον γιο του πρωθυπουργού, Ανδρέα, να αμφισβητούν «το κλίμα πολιτικής συναίνεσης, τον ρόλο της μοναρχίας και την συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ». Ναι μεν ο γερο-Παπανδρέου αποφάσισε παραμονές των εκλογών του ΄63 να μην υποστηρίξει την ΕΔΑ, και στη συνέχεια απέκλεισε τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την παλιννόστηση των εξόριστων στο ανατολικό μπλοκ, ωστόσο οι αμερικανοί επιτελείς- «που λειτουργούσαν υπό την επήρεια της κομμουνιστοφοβίας και σκέφτονταν με απλουστευτικούς όρους καλού και κακού»- δεν έλαβαν υπόψη τους τις εισηγήσεις αναλυτών για διατήρηση της υποστήριξής τους προς την Ενωση Κέντρου. «Τα δύο χρόνια πρωθυπουργίας Παπανδρέου οδήγησαν σε περίοδο παρατεταμένης πολιτικής έντασης με αποκορύφωμα τα Ιουλιανά του 1965. Οι διαιρέσεις ανάμεσα στα Ανάκτορα, στις ένοπλες δυνάμεις και την Ενωση Κέντρου διευρύνθηκαν» συμπληρώνει η συνάδελφος των «Νέων».

Αυτό που ακολουθεί είναι μια εμπεριστατωμένη κατάδυση σε γνωστά, αλλά και σε λιγότερο γνωστά κεφάλαια αυτών των κρίσιμων δεκατριών χρόνων για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Σκοπός του βιβλίου είναι, λοιπόν, να αναλυθούν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις της συγκεκριμένης περιόδου από τη σκοπιά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, σε συνεχή σύνδεση με τις εξελίξεις στο ευρύτερο διεθνές και περιφερειακό πλαίσιο.

Σήμερα, με τον αποχαρακτηρισμό πληθώρας αμερικανικών απόρρητων ως πρόσφατα εγγράφων για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, επιβάλλεται πλέον μια συνολική «επανεξέταση της αμερικανικής πολιτικής με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα».

Ετσι, το βιβλίο επιχειρεί την ανάλυση της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας με βάση τις αρχές του ρεαλιστικού παραδείγματος, και μέσα από τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος της εποχής, που συνέπεσε με το αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου. Δέχεται ότι οι ΗΠΑ ακολούθησαν στην Ελλάδα και την Κύπρο μια ορθολογική «ρεαλπολιτίκ»: εξετάζει, ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο και τις πιθανές «παρεκκλίσεις» από το δόγμα αυτό σε κρατικό αλλά και ατομικό επίπεδο. Επιχειρεί, με άλλα λόγια, και μια «διερεύνηση του ατομικού παράγοντα, της ψυχολογικής ερμηνείας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και του τρόπου με τον οποίο η γραφειοκρατία επηρεάζει το πολιτικό αποτέλεσμα», αντλώντας μάλιστα υλικό από αδημοσίευτες ως τώρα συνεντεύξεις με αμερικανούς διπλωμάτες που υπηρέτησαν την περίοδο εκείνη σε Αθήνα, Λευκωσία, Αγκυρα και στις αρμόδιες διευθύνσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά και καταφεύγοντας σε αρχειακή έρευνα σε πρωτογενείς πηγές.

Στα πρώτα τέσσερα κεφάλαια η Αριστοτελία Πελώνη επιλέγει προσεκτικά τα θεωρητικά εργαλεία για την προσέγγισή της, πατώντας στο έργο επιστημόνων όπως ο Στίβεν Ουόλτ και, κυρίως, ο Ρόμπερτ Τζέρβις, γύρω από τον ρόλο που παίζουν οι (σωστές ή λανθασμένες) αντιλήψεις των πρωταγωνιστών των μηχανισμών λήψης αποφάσεων μιας μεγάλης δύναμης όπως οι ΗΠΑ στο πολιτικό αποτέλεσμα. Στο τέταρτο κεφάλαιο ειδικότερα εξετάζεται το πρόβλημα της «ορθολογικής» ή μη συμπεριφοράς των ΗΠΑ, με βάση τα μοντέλα γραφειοκρατικής πολιτικής των Γκράχαμ Αλισον και Μόρτον Χάλπεριν.

Τα εργαλεία αυτά- όπως οι μηχανισμοί της «γνωστικής συνέπειας», της «παράλογης γνωστικής συνέπειας» και της «μείωσης της γνωστικής δυσαρμονίας»- τίθενται σε εφαρμογή στα επόμενα τρία κεφαλαία, που είναι και το «ζουμί» του βιβλίου: εκεί βλέπουμε σε πλήρη ανάπτυξη το πώς οι γνωστικές προδιαθέσεις και αντιλήψεις των αποφασισάντων ανώτερων αξιωματούχων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, και φυσικά της ηγεσίας του Λευκού Οίκου επί Λίντον Τζόνσον και Ρίτσαρντ Νίξον, για δικά μας πρόσωπα όπως ο Γεώργιος και ο Ανδρέας Παπανδρέου ή ο Μακάριος στην Κύπρο, επηρέασαν τις τελικές αποφάσεις και ενέργειές τους. Και η Πελώνη συμπεραίνει: «Οπως προκύπτει, οι πρωταγωνιστές της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου αντιμετώπισαν την περιοχή και τους βασικούς πολιτικούς δρώντες βασισμένοι σε στερεότυπα και προκαταλήψεις προηγούμενων δεκαετιών- στην περίπτωση της Ελλάδας με το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα του ΄40 και του ΄50- σε απηρχαιωμένες εντυπώσεις, που δεν ίσχυαν πια (…). «Ο θερμός εναγκαλισμός της χούντας [από τις ΗΠΑ] και η ανοχή στις μοιραίες ενέργειές της οδήγησαν σε σοβαρές αποκλίσεις από τον ορθολογισμό, αφού οι ψυχολογικοί παράγοντες υπερίσχυσαν της αντικειμενικής εκτίμησης των αμερικανικών συμφερόντων και οδήγησαν στην πλήρη στρατιωτικοποίηση των σχέσεων με την Ελλάδα. Ενώ το σύνθημα της εποχής ήταν η ύφεση στην ψυχροπολεμική αντιπαράθεση των δύο συνασπισμών, οι ΗΠΑ συνέχισαν να βλέπουν την Ελλάδα κοντόφθαλμα, μονομερώς, χωριστά από τον υπόλοιπο κόσμο, ως βάση για την προστασία και την προβολή των συμφερόντων τους στη Μέση Ανατολή».

Η στήριξη της χούντας και τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου ήταν μια πολιτική που «αποδείχθηκε ανεπιτυχής ως μέσο διασφάλισης των αμερικανικών συμφερόντων και βοήθησε στην ανάπτυξη εχθρικών συναισθημάτων απέναντι στις ΗΠΑ». Και το βιβλίο τελειώνει με μια επίκαιρη φράση του Στίβεν Ουόλτ: οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη δύναμη της εποχής μας, παραμένουν «μια αξιοσημείωτα ανώριμη δύναμη, της οποίας η ρητορική διαφέρει συχνά από την πραγματική συμπεριφορά της και η οποία αντιμετωπίζει συχνά τη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων ως παρεπόμενο της εσωτερικής της πολιτικής»…