Το «μικρό θαύμα» της Εθνικής Ελλάδας το καλοκαίρι του 2004 (όταν κατέκτησε το Εuro στα γήπεδα της Πορτογαλίας) είχε αρχικώς προκαλέσει τον θαυμασμό της ποδοσφαιρικής υφηλίου. Ωστόσο τον ενθουσιασμό για το επίτευγμα της (ως τότε) Ψωροκώσταινας διαδέχθηκαν τα κακεντρεχή σχόλια, ο αφορισμός ως και η χλεύη για το αναχρονιστικό (ή κατά άλλους παλαιομοδίτικο) σύστημα που ανέσυρε από την ποδοσφαιρική ναφθαλίνη ο κ. Οτο Ρεχάγκελ.
Κατά μία έννοια, το ίδιο θα μπορούσαν να ισχυριστούν κάποιοι και για τον κ. Ζοζέ Μουρίνιο, ο οποίος οδήγησε την Ιντερ στον τρίτο τίτλο πρωταθλήτριας Ευρώπης της ιστορίας της (με νίκη 2-0 επί της Μπάγερν στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ), στηριζόμενος σε ένα αμυντικογενές σύστημα προσαρμοσμένο στη λογική του «κατενάτσιο». Τουλάχιστον αυτό του καταλογίζουν οι επικριτές του, αν και το «3-5-2» του χερ Οτο με τη χρησιμοποίηση λίμπερο στο κέντρο της άμυνας και ατομικό μαρκάρισμα στα αστέρια των αντιπάλων, ουδεμία σχέση είχε από τακτικής άποψης με το «4-1-4-1» και τη σεμιναριακού επιπέδου άμυνα ζώνης του πορτογάλου τεχνικού που αυτοαποκαλείται ως «ο ξεχωριστός» («Special one»).
Σε κάθε περίπτωση, η λογική της «καταστροφής» του παιχνιδιού του αντιπάλου με σκοπό και κατάληξη το καίριο χτύπημα στις αντεπιθέσεις δικαίωσε τον κ. Μουρίνιο, όπως πριν από έξι χρόνια και τον κ. Ρεχάγκελ. Ο τεχνικός της Ιντερ εφήρμοσε τη μέθοδο του παθητικού ποδοσφαίρου στην ακραία μορφή της με απόλυτη επιτυχία κατά τον δεύτερο ημιτελικό με την Μπαρτσελόνα- αποδεχόμενος την τεχνική ανωτερότητα των ποδοσφαιριστών της καταλανικής ομάδας και έχοντας τη βεβαιότητα ότι το 3-1 του πρώτου αγώνα στο Μιλάνο δεν θα έδινε στην Ιντερ την πρόκριση αν έπαιζε ανοιχτά στο «Καμπ Νου»- και αποφάσισε να την εμπιστευθεί και στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Η ιταλική ομάδα μπορεί να μην κέρδισε επιπλέον οπαδούς, όμως επέστρεψε στην κορυφή της Ευρώπης χάρη στη μαγική ικανότητα σε αυτό που ο Μακιαβέλι αποκάλεσε « Ιl fine guistifica i mezzi » (ελληνιστί, ο « σκοπός αγιάζει τα μέσα »).
Μ ε σπουδαίες επιτυχίες ως τεχνικός της Πόρτο (κατάκτηση ενός Κυπέλλου UΕFΑ και ενός Τσάμπιονς Λιγκ), της Τσέλσι (2 πρωταθλήματα Αγγλίας) και της Ιντερ (το εφετινό τρεμπλ), ο κ. Μουρίνιο βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του. Η Ρεάλ Μαδρίτης επιθυμεί να του δώσει τη θέση του προπονητή, ωστόσο ο Πορτογάλος ζητεί ως και τα… κλειδιά του «Μπερναμπέου» προκειμένου να αναλάβει τις τύχες της Βασίλισσας. Τουτέστιν, δεν θέλει πάνω από το κεφάλι του τον πρόεδρο (Φλορεντίνο Πέρεθ ), τον τεχνικό διευθυντή ( Χόρχε Βαλντάνο ) και τον διευθυντή του ποδοσφαιρικού τμήματος ( Μιγκέλ Παρντέθα ), οι οποίοι αρέσκονται σε υποδείξεις σχετικά με το ποιοι παίκτες πρέπει να αποκτηθούν στις μεταγραφές ή ποιο σύστημα ταιριάζει περισσότερο στην ομάδα.
Βέβαια το μεγάλο στοίχημα του κ. Μουρίνιο θα είναι να πείσει τους απαιτητικούς και λάτρεις του επιθετικού ποδοσφαίρου οπαδούς της Ρεάλ να αποδεχθούν την προπονητική φιλοσοφία του, η οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με την ύπαρξη αστέρων σούπερ κλάσης ( Κριστιάνο Ρονάλντο,Κακά κ.ά.) και το πάντρεμά τους με μέτριους παίκτες κατά το « Ζidanes y Ρavones » (δηλαδή να συνυπάρχουν παίκτες κλάσης του Ζινεντίν Ζιντάν και μετριότητες τύπου Φρανσίσκο Παβόν ) που είχε εξαγγείλει ως πολιτική του ο κ. Πέρεθ την αποτυχημένη εποχή των «Galacticos». Ο κ. Μουρίνιο έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θέλει γραπτώς την εξασφάλιση του συγκεκριμένου όρου και ενώ τα ΜΜΕ έχουν ήδη αρχίσει τον μεταγραφικό χορό των εκλεκτών του Πορτογάλου, οι οποίοι φέρονται ότι είναι ο αργεντινός αριστερός εξτρέμ της Μπενφίκα Ντι Μαρία, ο ισπανός δεξιός εξτρέμ της Σεβίλλης Χεσούς Νάβας και ο βραζιλιάνος δεξιός μπακ-χαφ της Ιντερ Μαϊκόν.