Η ΑΝΑΦΟΡΑ στους ξένους καλαθοσφαιριστές που αγωνίζονται στη «μεγάλη κατηγορία» κατά παγιωμένη αντίληψη σχετίζεται με την αριθμητική παρουσία τους (και σε πολλές περιπτώσεις με τις υπέρογκες αμοιβές τους). Είναι αυτό το πραγματικό ζητούμενο όσον αφορά την εξέλιξη και την καθιέρωση των ελλήνων αθλητών; Οι αριθμοί π.χ. των συνθέσεων των ομάδων κατά την τελευταία αγωνιστική της κανονικής περιόδου οδηγούν σε άλλη εκτίμηση. Φυσικά κάθε «αγωνιστική» διαφέρει από τις άλλες, αλλά όχι σε τέτοια μεγέθη ώστε να επηρεάζεται η εικόνα του συνόλου- και όχι σε μια συγκεκριμένη ομάδα- στη ροή όλης της αγωνιστικής περιόδου. Η προσεκτική επεξεργασία των αριθμών ως μονάδων συμμετοχής και αγωνιστικού χρόνου που παρέχονται στους ξένους συγκριτικά με τους Ελληνες κάτι άλλο και διαφορετικό μάς λέει.
ΤΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ και μία απάντηση στο πρόβλημα λιγότερο σχετίζεται με τον αριθμό των ξένων- τώρα μάλιστα που έγιναν τρεις οι μη Ευρωπαίοι και στις νέες αφίξεις είναι στο μέγιστο ποσοστό Αμερικανοί – και περισσότερο με τον χρόνο συμμετοχής σε κάθε αγώνα. Σε στρογγυλοποιημένους αριθμούς κατά τη λήξη της κανονικής περιόδου αγωνίστηκαν 160 καλαθοσφαιριστές (90 Ελληνες και 70 ξένοι), δηλαδή ποσοστό 57% περίπου υπέρ των ημεδαπών και 43% υπέρ των αλλοδαπών. Ετσι αριθμητικά δημιουργείται η εικόνα ότι δεν είναι και τόσο παραγκωνισμένοι οι Ελληνες…
Η ΕΙΚΟΝΑ αυτή μάλλον μετατοπίζει το θέμα από την ουσία. Και η ουσία είναι ότι αντίστροφη είναι η σχέση με κριτήριο τον χρόνο συμμετοχής των ξένων έναντι των Ελλήνων. Η διαπίστωση αυτή πρέπει να προσεχθεί. Ο χρόνος συμμετοχής των Ελλήνων σε γενική εικόνα είναι χαμηλότερος- σε κάποιες περιπτώσεις ομάδων φθάνει τη διαφορά υπέρ των ξένων στο 60%. Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα με δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην εξέλιξη των νέων όσο και στην προθήκη που λέγεται εθνική ομάδα. Είναι κατανοητό ότι οι ανάγκες μιας ομάδας είναι ο παράγοντας που καθορίζει και τον χρόνο συμμετοχής. Μέχρις ενός ορίου, καθώς συμμετοχή 1-5 λεπτών, όσο και αν τεχνικά δικαιολογείται, στην ουσία είναι τροχοπέδη των Ελλήνων. Η διαφορά 55% προς 45% των Ελλήνων είναι σαφές στοιχείο. Κατά συνέπεια, όταν γίνεται χρήση- και δη συχνή- της λέξης «αφελληνισμός», ας συνδυάζεται η αριθμητική συμμετοχή των αλλοδαπών με τον αγωνιστικό χρόνο δράσης που τους δίνεται. Εδώ φυσικά υπεισέρχεται ο βασικός παράγοντας, ο προπονητής που θα αισθάνεται ικανοποίηση όταν από τα δικά του χέρια αναδεικνύεται και καθιερώνεται ένας νέος αθλητής.
ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΣ τον χρόνο συμμετοχής των Ελλήνων στην τελευταία αγωνιστική της κανονικής περιόδουχωρίς φυσικά το μέτρο να ληφθεί στην απόλυτη μορφή καθώς αλλάζουν οι συνθήκες για κάθε ομάδατέσσερις ομάδες (Ηλυσιακός, Κολοσσός, Πανελλήνιος, Ολύμπια) έδωσαν υπέρ των Ελλήνων χρόνο συμμετοχής. Το δείγμα είναι μάλλον ισχνό. Σε ισορροπημένη μορφή άλλες τρεις ομάδες (Μαρούσι, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ). Στο άλλο αριθμητικό μισό (7 ομάδες) η διαφορά υπέρ των ξένων κυμαινόταν μεταξύ 30 και 40, ακόμη και 60 λεπτών. Το συμπέρασμα είναι, όσο και αν ληφθούν υπόψη οι αλλαγές στη ροή του πρωταθλήματος, η χρονική πλάστιγγα γέρνει πολύ υπέρ των ξένων.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ τόσο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα- για να μην πάμε πιο μακριά- μείζονος σημασίας είναι μάλλον ο παρεχόμενος χρόνος συμμετοχής στους Ελληνες και λιγότερο, χωρίς βέβαια να μην είναι πρόβλημα, η αριθμητική και αυξανόμενη παρουσία των ξένων στα ελληνικά γήπεδα. Αναμφίβολα κάθε ομάδα έχει τον στόχο της και η προσφυγή σε ξένους άλλοτε δυναμώνει το ρόστερ της και άλλοτε είναι «σωσίβιο». Το πρόβλημα, κυρίως χρονικό, χωρίς να αγνοείται και το αριθμητικό, είναι υπαρκτό. Προς γνώσιν αλλά (πώς;) και προς συμμόρφωση…