Ριζικές αλλαγές επέρχονται με το νομοσχέδιο στον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων. Ο νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων θα ισχύσει από την 1η Ιανουαρίου 2018 για το Δημόσιο και για όλα τα Ταμεία. Οι ασφαλισμένοι θα λαμβάνουν «βασική» σύνταξη, που στην ουσία είναι η συμμετοχή του κράτους, και «αναλογική» σύνταξη, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τα έτη ασφάλισης και τις αποδοχές.

Η βασική δεν αναλογεί σε ασφαλιστικές εισφορές και χορηγείται μετά την 1.1.2018 υπό προϋποθέσεις. Η αναλογική σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα έτη ασφάλισης και τον μισθό. Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά από 1.1.2013 και εφεξής, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2018, δικαιούνται αναλογικό ποσό σύνταξης. Στο νομοσχέδιο προβλέπονται 12 ασφαλιστικές κατηγορίες για τους μισθωτούς και 14 κατηγορίες για τους αυτοαπασχολούμενους.

Οι συντελεστές για τον υπολογισμό των συντάξεων στους μισθωτούς ξεκινούν από το 0,7% και μπορεί να φτάσουν ως και το 3%. Με παραδείγματα που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Εργασίας, φαίνεται ότι το ποσοστό αναπλήρωσης, που με το ισχύον σύστημα είναι 70%, μειώνεται (κατά μέσον όρο) στο 65%, με αποτέλεσμα μεσοσταθμικά η τελική σύνταξη να μειώνεται κατά 7%.

Αναλογική σύνταξη: Οι ασφαλισμένοι για πρώτη φορά σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.2013 και εφεξής που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.2018 δικαιούνται αναλογικού ποσού σύνταξης με βάση τον συνολικό χρόνο ασφάλισής τους, ο οποίος δεν μπορεί να είναι μικρότερος του ενός πλήρους έτους ασφάλισης ή 300 ημερών και με τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία κατά περίπτωση. Οριο ηλικίας συνταξιοδότησης, αν ο χρόνος ασφάλισης είναι μικρότερος των 15 ετών ή 4.500 ημερών ασφάλισης, καθορίζεται το 65o έτος.

Η μηνιαία σύνταξη των ανωτέρω υπολογίζεται για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, με βάση ποσοστά επί των προβλεπόμενων συντάξιμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών, τα οποία καθορίζονται ως εξής:

Κίνητρα παραμονής στην εργασία: Το ποσό της σύνταξης για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου αυξάνεται κατά 2,5% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης, ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 35ου έτους μέχρι και του 37ου, και κατά 3,5% για κάθε πλήρες έτος ασφάλισης ή 300 ημέρες υπηρεσίας πέραν του 37ου έτους μέχρι και του 40ού. Το ποσοστό σύνταξης του μηνιαίου συντάξιμου μισθού των υπαλλήλων που προσελήφθησαν στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1992 και παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση 35ετούς συντάξιμου χρόνου αυξάνεται κατά 2,5% για κάθε έτος ασφάλισης πέραν του 35ου έτους έως του 40ού.

Αυτοαπασχολούμενοι Τα ποσοστά ανά ασφαλιστική κατηγορία των αυτοαπασχολουμένων ορίζονται ως εξής: Για τις Α.Κ., από την πρώτη ως και την 6η, ποσοστό 0,9%, Για την 6η Α.Κ. ποσοστό 1%. Για την 7η Α.Κ. ποσοστό 1,1%. Για την 8η Α.Κ. ποσοστό 1,2%. Για την 9η Α.Κ. ποσοστό 1,3%. Για την 10η Α.Κ.- 14η ποσοστό 1,4% και ως το 27ο έτος ασφάλισης. Από το 28ο έτος, το ανωτέρω ποσοστό προσαυξάνεται ανά έτος κατά 0,1% για κάθε επόμενη τριετία και ως το 36ο ασφάλισης. Από το 37ο έτος και άνω, η προσαύξηση ανέρχεται σε 2,1% ανά έτος ασφάλισης.

Ηβασική σύνταξη
Το ύψος του ποσού της βασικής σύνταξης για το έτος 2010 καθορίζεται στο ποσό των τριακοσίων εξήντα ευρώ (360,00 ευρώ) και αναπροσαρμόζεται με βάση τη μεταβολή του πληθωρισμού, του ΑΕΠ και τις οικονομικές δυνατότητες των ασφαλιστικών ταμείων. Η βασική σύνταξη αποτελεί το τμήμα της σύνταξης που αποτυπώνει την αλληλεγγύη του κράτους και του συστήματος. Η βασική σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησης. Το ποσό της βασικής σύνταξης μειώνεται στις περιπτώσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας, καθώς και στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου. Οι ανασφάλιστοι και όσοι έχουν συμπληρώσει λιγότερες από 4.500 ημέρες ή 15 έτη ασφάλισης σε ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας ασφάλισης ή στο Δημόσιο δικαιούνται τη βασική σύνταξη, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα παρακάτω κριτήρια: 1. Εχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους. 2. Το ατομικό και το οικογενειακό τους εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, δεν υπερβαίνει το 14πλάσιο και το 28πλάσιο του κατά τα ανωτέρω πλήρους ποσού βασικής σύνταξης αντίστοιχα. 3. Διαμένουν στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη μεταξύ του 15ου και του 65ου έτους της ηλικίας τους. Το ύψος της βασικής σύνταξης είναι πλήρες για όσους πληρούν αθροιστικά τα ανωτέρω κριτήρια και έχουν συμπληρώσει στη χώρα τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) πλήρη έτη διαμονής και μειώνεται κατά 1/35 για κάθε έτος που υπολείπεται των τριάντα πέντε (35) ετών διαμονής (αφορά τους αλλοδαπούς). Η βασική σύνταξη στην κατηγορία αυτή των δικαιούχων δεν μεταβιβάζεται σε δικαιοδόχα πρόσωπα. Αρμόδιος φορέας καταβολής της βασικής σύνταξης για αυτή την κατηγορία είναι ο φορέας κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, από όπου καταβάλλεται αναλογικό ποσό σύνταξης ή ο ΟΓΑ σε περίπτωση μη δικαιούχων αναλογικού ποσού σύνταξης.

Οι αναπηρικές και οι επικουρικές
Αναπηρικές συντάξεις. Αλλάζει το καθεστώς χορήγησης των αναπηρικών συντάξεων με στόχο να περιοριστούν φαινόμενα συντάξεων-«μαϊμούδων». Συγκεκριμένα, από την 1η Ιανουαρίου του 2011 δημιουργείται Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), ενώ καταργούνται όλες οι άλλες επιτροπές πιστοποίησης αναπηρίας. Επιπλέον, με κοινή απόφαση των υπουργών Υγείας και Εργασίας καταρτίζεται Μητρώο Ατόμων με αναπηρία. Στο νομοσχέδιο υπάρχουν αναλυτικά οι προϋποθέσεις για τη «μονιμοποίηση» των συντάξεων αναπηρίας των ασφαλισμένων μετά το 1993.

Επικουρικές συντάξεις: Από την οικονομική βιωσιμότητα του κάθε Ταμείου θα εξαρτάται το ύψος της επικουρικής σύνταξης. Ως το τέλος του 2001 η Εθνική Αναλογιστική Αρχή πρέπει να εκπονήσει μελέτες βιωσιμότητας των επικουρικών Ταμείων. Συνταξιοδότηση άγαμων και διαζευγμένων θυγατέρων: Από την 1η Ιανουαρίου του 2011 καταργούνται οι γενικές ή καταστατικές διατάξεις των ασφαλιστικών οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης, καθώς και του Δημοσίου, για τη συνταξιοδότηση άγαμων και διαζευγμένων θυγατέρων και αδελφών. Συντάξεις που ήδη καταβάλλονται εξακολουθούν να καταβάλλονται και επανακρίνονται όπου προβλέπεται (άρθρο 14). Καθορίζεται ενιαίο σύστημα ρύθμισης των οφειλών: Προβλέπονται 36 μηνιαίες δόσεις με την προϋπόθεση της καταβολής από τον οφειλέτη των τρεχουσών εισφορών. Η μηνιαία δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού των 200 ευρώ (η διμηνιαία 400 ευρώ) και προκειμένου για οφειλέτες του ΟΓΑ και του ΟΑΕΕ του ποσού των 100 ευρώ (η διμηνιαία των 200 ευρώ).