Τα πρόσφατα σκληρά και επώδυνα για τη συντριπτική πλειονότητα του λαού μας μέτρα που μας επιβλήθηκαν κατέδειξαν περίτρανα ότι το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας στάθηκε ανήμπορο να αντιμετωπίσει την έκρυθμη δημοσιονομική κατάσταση.

Ασφαλώς ο ιστορικός του μέλλοντος θα αποδώσει και θα επιμερίσει τις ευθύνες. Τη στιγμή αυτή λίγο ενδιαφέρει ποιος έφταιξε περισσότερο και ποιος έφταιξε λιγότερο. Το σημαντικό για τον μέσο πολίτη είναι ότι καλείται για άλλη μία φορά να πληρώσει αυτός τον λογαριασμό.

Για να υπάρξει όμως έστω μόνο η ελπίδα ότι τα μέτρα θα αποδώσουν και θα βοηθήσουν να σταθεί ξανά η χώρα μας στα πόδια της, είναι προφανές ότι θα πρέπει όλοι μας να έλθουμε αντιμέτωποι με κατεστημένες νοοτροπίες και τελικώς με τον ίδιο μας τον εαυτό…

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανάγκης μιας ρεαλιστικής αντιμετωπίσεως ανοικτών, από την εποχή ακόμη της συστάσεως του νεότερου ελληνικού κράτους, ζητημάτων είναι και το περίπυστο πλέον ζήτημα της δημόσιας περιουσίας, η αξία της οποίας, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, αγγίζει τα 300 δισ. ευρώ!

Σε στενή συνάφεια με το όλο ζήτημα της αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας είναι και εκείνο του προσδιορισμού και της αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας, ιδίως δε των μεγάλων εκτάσεων διαφιλονικούμενης μοναστηριακής γης.

Τα δύο ζητήματα είναι αλληλένδετα ακριβώς επειδή ευθύς μετά τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους επιχειρήθηκε και τελικώς επιβλήθηκε στρεβλή ρύθμισή τους.

Θυμίζω ότι το πρόβλημα της διανομής των «εθνικών κτημάτων», τα οποία στη συνέχεια ονομάστηκαν «δημόσια κτήματα», απασχόλησε ζωηρά τις τοπικές συνελεύσεις και διοικήσεις του ξεσηκωμένου τότε ελληνικού έθνους. Παρά τις προσπάθειες ρυθμίσεως του προβλήματος οι οποίες κατά καιρούς ανελήφθησαν, το θέμα παρέμεινε άλυτο και τη λύση έδωσε τελικώς η Βαυαρική Αντιβασιλεία, η οποία με τις «επίνοιές» της οδήγησε, κατά την εύστοχη διατύπωση του μεγάλου νομοδιδασκάλου της εποχής εκείνης Παύλου Καλλιγά, σε «γη άνευ ανθρώπων και ανθρώπους άνευ γης»...

Ανάλογη ήταν η αντιμετώπιση και του θέματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, ιδίως δε των μοναστηριακών κτήσεων. Με διάταγμα, και πάλιν, της Βαυαρικής Αντιβασιλείας, η οποία ασκούσε και τη νομοθετική εξουσία, διαλύθηκαν τα 4/5 των μοναστηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας που υπήρχαν στην τότε ελεύθερη Ελλάδα και δημεύθηκε η περιουσία τους. Η πράξη αυτή αποτέλεσε την πέτρα του σκανδάλου και την αφετηρία για μια σχέση δυσπιστίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, η οποία εξακολουθεί να υφέρπει έως και τις ημέρες μας.

Κυρίως όμως επέτρεψε να καθιδρυθεί μια ιδιόμορφη σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας σχετικά με τα περιουσιακά ζητήματα, η οποία εξελίχθηκε σε μια σχέση δούναι και λαβείν, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να μη γνωρίζει κανείς επακριβώς- όπως άλλωστε για τόσα άλλα πράγματα στη χώρα μας- ποιος υπήρξε κερδισμένος και ποιος χαμένος σε αυτή την αδιαφανή σχέση.

Η ελπίδα ότι αυτά τα ζητήματα θα ξεκαθαριστούν με την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου αποδείχθηκε φρούδα. Η οικονομική κατάσταση δεν επιτρέπει την πολυτέλεια αναμονών. Είναι προφανές ότι η αξιοποίηση και εκμετάλλευση της δημόσιας και εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας μόνον όφελος μπορεί να έχει για τον τόπο και τον λαό μας.

Επανέρχομαι λοιπόν σε μία πρόταση η οποία και στο παρελθόν έχει από περισσότερες πλευρές διατυπωθεί. Προκειμένου να εξυπηρετηθεί το ζήτημα της αξιοποιήσεως της μεγάλης και αναξιοποίητης εκκλησιαστικής ακίνητης περιουσίας, να εκκαθαρισθεί το τοπίο των διαφιλονικούμενων κτημάτων και να διευκολυνθεί έτσι και η αξιοποίηση της δημόσιας γης, θα πρέπει να επιχειρηθεί το ταχύτερο ένας έντιμος διακανονισμός μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.

Η Εκκλησία θα πρέπει να διατηρήσει την περιουσία της, να αποκτήσει καθαρούς τίτλους και να επιδιώξει την αξιοποίησή της. Αντιστοίχως θα πρέπει σταδιακώς να αναλάβει την εξυπηρέτηση των αναγκών της, την πληρωμή των υπαλλήλων της και τα λειτουργικά της έξοδα προκειμένου όχι μόνον να ανακουφίσει τον δημόσιο προϋπολογισμό αλλά και για να αναλάβει η ίδια την ευθύνη και το κόστος διαχειρίσεως των δέκα και πλέον χιλιάδων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που λειτουργούν σήμερα…

Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: όταν τέτοια μείζονα ζητήματα παραμένουν ανοικτά, όταν η κοινωνία μας δεινώς δοκιμάζεται, φαντάζουν τελείως υποκριτικά όλα όσα παρακολουθούμε στις ημέρες μας με τις αμοιβαίες επισκέψεις αβροφροσύνης και τις δηλώσεις συμπάθειας ηγετικών προσωπικοτήτων των δύο θεσμών, προκειμένου, χωρίς να επιλύεται κανένα από τα εκκρεμή μείζονα ζητήματα, να προβάλλεται για επικοινωνιακούς λόγους μια επίφαση αγαστής συνεργασίας. Συνιστά αντιθέτως σημαντικό πολιτικό έλλειμμα η κατά σύστημα μη τήρηση των προεκλογικών εξαγγελιών και δεσμεύσεων των κομμάτων εξουσίας σχετικά με τα ζητήματα αυτά, πράγμα που οδηγεί συστηματικά στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος και τελικώς θέτει σε κίνδυνο τα θεμέλια του πολιτεύματος. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η διατύπωση τέτοιων απόψεων δεν καθιστά τους υποστηρικτές τους ούτε συμπαθείς ούτε προσκείμενους. Στους δυσχείμερους όμως αυτούς καιρούς δεν μας χρειάζονται οι βολικοί και οι κολλητοί. Απαραίτητοι και αναγκαίοι είναι οι χρήσιμοι.

Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.