Τα αγάλματα του Λιμού στα Ντόκλαντς του Δουβλίνου δίπλα στον ποταμό Λίφι

Βρισκόμαστε στο σπίτι μιας μεγάλης οικογένειας κάπου στο μέσον της Ιρλανδίας. Στο πάνω πάτωμα βρίσκεται σε κώμα ένας άνδρας ονόματι Αδάμ Γκόντλι ο οποίος σύμφωνα με τον γιατρό του Φόρτσιουν πρόκειται να πεθάνει. Το ίδιο όνομα με τον ετοιμοθάνατο έχει και ο γιος του. Ολη η οικογένεια Γκόντλι είναι συγκεντρωμένη για να βρίσκεται δίπλα στον ετοιμοθάνατο τις τελευταίες στιγμές της ζωής του: η σύζυγός του, η κόρη του, ο γιος του, η νύφη του. Η δράση του μυθιστορήματος διαρκεί μία ημέρα (όπως στην αρχαιοελληνική τραγωδία). Τα πρόσωπα του δράματος (αν και τα κωμικά στοιχεία δεν λείπουν από την αφήγηση) είναι όλα «προβληματικά». Η σύζυγος του Αδάμ πατρός το έχει ρίξει στο ποτό εξαιτίας της αδιαφορίας του συζύγου της, που το μυαλό του- και όχι μόνο- ήταν στα νεαρά κορίτσια. Ο Αδάμ ο νεότερος είναι ένας τύπος αδέξιος και σχεδόν ανίκανος για οτιδήποτε αλλά η σύζυγός του Ελεν είναι μια εκθαμβωτικής ομορφιάς ηθοποιός. Οσο για την αδελφή του Πέτρα- νεότερή τουβρίσκεται περίπου στα όρια της υστερίας.

Η ανάσα του θανάτου
Με τέτοιους χαρακτήρες θα περίμενε κανείς μια διαδοχή ανοιχτών συγκρούσεων- αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Η όλη ατμόσφαιρα, θα έλεγε κανείς, μοιάζει κατατονική, στα δύο πρώτα τουλάχιστον κεφάλαια, και εκείνο που κυριαρχεί είναι ένας σχεδόν υπόκωφος, ασταμάτητος θόρυβος, ένα ανεπαίσθητο φύσημα- η ανάσα του θανάτου που παγώνει τα πάντα. Ο ετοιμοθάνατος δεν είναι ο τυπικός πάτερ-φαμίλιας- κάθε άλλο – ούτε και ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Είναι διάσημος φυσικομαθηματικός ο οποίος έχει λύσει το πρόβλημα του απείρου. Ενώ όμως κατά κανόνα η λύση ενός μείζονος θεωρητικού προβλήματος έχει ως επακόλουθο πλείστες πρακτικές εφαρμογές, στην προκειμένη περίπτωση οδηγεί και στην απόδειξη της ύπαρξης παράλληλων κόσμων (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου). Στους κόσμους αυτούς βεβαίως θα πρέπει να εντάξουμε και αυτόν στον οποίο ζούμε. Παρόντες στο βιβλίο έχουμε και δύο από τους θεούς του Ολύμπου: τον Ερμή τον ψυχοπομπό, που είναι ο αφηγητής, και τον Δία, που μπορεί να τον δει μόνο ο σκύλος της οικογένειας. Ο Δίας παίρνει τη μορφή του Αδάμ του νεότερου και ζευγαρώνει με την Ελεν (μια ωραία Ελένη η οποία ωστόσο δεν διαπράττει μοιχεία αφού δεν παραπέμπει στην Ελένη της Τροίας αλλά στον μύθο του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης). Η χρήση αυτή του μύθου στη νεότερη δυτική λογοτεχνία δεν είναι φυσικά νέα. Τη συναντάμε στον Μολιέρο και κατ΄ εξοχήν στον Κλάιστ, στο θεατρικό έργο του οποίου Αμφιτρύων βρίσκεται πλησιέστερα η πραγμάτευση του θέματος από τον Μπάνβιλ. Από εκεί και πέρα η σύνθεση αποκτά πιο φιλόδοξα γνωρίσματα. Οι θεωρίες του Αδάμ περί παράλληλων κόσμων ανατρέπουν τη θεωρία της σχετικότητας ή της εξέλιξης. Και τα παράδοξα επίσης δεν λείπουν, όπως το γεγονός ότι ο Αδάμ ο νεότερος οδηγεί ένα αυτοκίνητο που κινείται με θαλασσινό νερό. Δεν λείπουν ακόμη οι μεταφορές και οι συγκρίσεις. Λ.χ. η κόρη του Αδάμ είναι μια μισοϋστερική Αθηνά που σε τελευταία ανάλυση – και σύμφωνα με τη φαντασίωση του πατέρα της- μοιάζει να γεννήθηκε από το κεφάλι του όπως η μυθική Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Αλλά, όπως τουλάχιστον μας αφήνει να εννοήσουμε ο αφηγητής Ερμής, ο Αδάμ Γκόντλι έχοντας περάσει όλη τη ζωή του στην έρευνα των άπειρων κόσμων (των κόσμων δηλαδή των θεών) διαπιστώνει προ του τέλους ότι η ζωή του ίδιου άγγιξε τελικά το περατό, το θνητό, το μάταιο. Εκανε δυο γάμους, δεν κατάλαβε ή δεν θέλησε να καταλάβει τα παιδιά του, που τα αντιμετώπιζε πάντα από απόσταση (όταν δεν αδιαφορούσε πλήρως για αυτά). Και σε τελική ανάλυση δεν κατάφερε να εμπνεύσει σε κανένα πρόσωπο από όσα σχετίστηκε αληθινά συναισθήματα.

Ο Μπάνβιλ ανήκει στους σπουδαιότερους τεχνίτες της αγγλικής γλώσσας. Το μοναδικό ύφος του αποδεικνύει πως όταν η αφήγηση ενδυναμώνεται από μια ποιητική της πρόζας τότε μπορεί να έχουμε μαγικά αποτελέσματα. Ενας πεζογράφος αυτού του διαμετρήματος και της ικανότητας μπορεί να μας δίνει σελίδες απαράμιλλης γοητείας. Και έτσι να καθηλώνει τον αναγνώστη στη σελίδα. Αυτό το βιβλίο του, όπως και τα προηγούμενα, δεν είναι έργα ενός συγγραφέα που αποσκοπεί να δώσει τέτοιο ρυθμό στην αφήγηση ώστε ο αναγνώστης να ανυπομονεί να δει τι θα γίνει στην επόμενη σελίδα. Η τεχνική του παραπέμπει, θα λέγαμε, στην τεχνική του πλάνου-σεκάνς στον κινηματογράφο, γι΄ αυτό και μερικές φορές το μυθιστόρημα τούτο μοιάζει στατικό. Αν όμως δεν υπήρχαν οι στατικές σελίδες, θα μιλούσαμε για αριστούργημα- και τα αριστουργήματα δεν γράφονται κάθε μέρα.

ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΣ ΣΤΥΛΙΣΤΑΣ

Ο Τζων Μπάνβιλ στις 10 Οκτωβρίου 2005, ημέρα παραλαβής του βραβείου Μπούκερ για το μυθιστόρημά του «Η θάλασσα»

Οι Απειροι κόσμοι είναι το έβδομο από τα μυθιστορήματα του 65χρονου Τζων Μπάνβιλ που κυκλοφορεί στα ελληνικά (όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη).Ο στυλίστας αυτός ακολουθεί τη μεγάλη παράδοση των κορυφαίων ιρλανδών πεζογράφων (όπως ο Τζόις και ο Μπέκετ) για τους οποίους το ύφος είναι ο μείζων παράγων της λογοτεχνικότητας. Η ζωή του υπήρξε περιπετειώδης.Αλλαξε πλήθος επαγγέλματα,προτιμώντας αντί να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και να γίνει ζωγράφος ή αρχιτέκτονας όπως επιθυμούσε από παιδί να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμο.Το 1969, έπειτα από διετή παραμονή στις ΗΠΑ,επέστρεψε στην Ιρλανδία και εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα,καταλήγοντας στη σημαντικότερη εφημερίδα της χώρας,τους «Ιrish Τimes» από όπου παραιτήθηκε το 1998.Ενας στυλίστας ωστόσο όπως ο Μπάνβιλ δεν θα μπορούσε να ζήσει από τα δικαιώματα βιβλίων τα οποία εξαιτίας της περίτεχνης αρχιτεκτονικής και του ύφους του είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν ευπώλητα.Ετσι,ως συγγραφέας,ζει διπλή ζωή. Ενα μέρος του συγγραφικού του χρόνου το αφιερώνει στα μυθιστορήματα απαιτήσεων που τα υπογράφει με το όνομά του και ένα άλλο στα αστυνομικά του μυθιστορήματα τα οποία εκδίδει με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ.Η αυτοκριτική που ασκεί- αν δεν πρόκειται για πόζα- είναι εξοντωτική.Εχει δηλώσει κατά καιρούς ότι μισεί ή απεχθάνεται τα βιβλία του- αναφερόμενος όμως σε όσα δημοσίευσε και όχι στα προσεχή.Διαθέτει επίσης και ένα σπάνιο προσόν για συγγραφέα που έστω και καθυστερημένα του απονεμήθηκε ένα κορυφαίο βραβείο (το Μπούκερ,το 2005,για το μυθιστόρημά του Θάλασσα ): αναγνωρίζει τις οφειλές του στους προγενέστερους και τις επιδράσεις τους στο έργο του,όπως του Κλάιστ και του Τζόις,για τον όποιο δήλωσε κάποτε: «Αφού διάβασα τους “Δουβλινέζους” και μαγεύτηκα από τον τρόπο με τον οποίο ο Τζόις έγραφε για την πραγματική ζωή, άρχισα αμέσως να γράφω κακές απομιμήσεις των “Δουβλινέζων”».

Ο Τζων Μπάνβιλ θα μιλήσει στις 13 Μαΐου, στις 7 μ.μ., στο Μέγαρο Μουσικής στο πλαίσιο του Μegaron Ρlus.