«Φούντωσαν» τα σενάρια συγχωνεύσεων στην εγχώρια τραπεζική αγορά, που παρουσιάζονται από πολλούς ως η μοναδική λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους που πλήττει τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία παραμένουν ουσιαστικά αποκλεισμένα από τις αγορές χρήματος για περισσότερο από τέσσερις μήνες. Οι φήμες που κυκλοφόρησαν την περασμένη εβδομάδα δεν επιβεβαιώθηκαν, ωστόσο η συζήτηση για την ανάγκη συγκέντρωσης στον κλάδο, που καλείται να ενδυναμωθεί ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στο νέο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον, έχει ξεκινήσει. Προς την κατεύθυνση δημιουργίας μεγαλύτερων σχημάτων στρέφει τους τραπεζίτες και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ.Προβόπουλος, ο οποίος στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία χαρακτήρισε αναπόφευκτες τις συγχωνεύσεις σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Κύκλοι της αγοράς υπογραμμίζουν ότι η νομισματική αρχή θα ζητήσει το επόμενο διάστημα από τις τράπεζες να προχωρήσουν σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου τους, ώστε να διατηρήσουν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας πάνω από τα ελάχιστα επιτρεπτά επίπεδα. Αν οι αυξήσεις δεν μπορέσουν να καλυφθούν από τους υφιστάμενους μετόχους, οι δρόμοι είναι δύο: είτε η χρήση των πόρων του ανεξάρτητου ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που δημιουργείται στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης είτε η αναζήτηση ενδιαφερομένου για συμμετοχή στην τράπεζα, που είναι πιθανό να οδηγήσει σε συγχώνευση. Στην πρώτη περίπτωση, η κεντρική τράπεζα γίνεται ο διαχειριστής των αυξήσεων και των εξελίξεων, καθώς αυτή θα έχει την ευθύνη λειτουργίας του ταμείου και θα καθορίσει τους όρους ενίσχυσης των πιστωτικών ιδρυμάτων που θα ζητήσουν βοήθεια. Αν επιλεγεί η δεύτερη λύση, οι αντιδράσεις εκτιμάται ότι θα είναι αλυσιδωτές, οδηγώντας κατά πάσα πιθανότητα σε αλλαγή του υφιστάμενου τραπεζικού χάρτη.
Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον για το 2010 η στρατηγική των τραπεζών θα είναι αμυντική, ώστε να περιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι επιπτώσεις της κρίσης και της ύφεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους τελευταίους μήνες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις δεν ανανεώθηκαν ή αναχρηματοδοτήθηκαν με υψηλό κόστος, την ίδια στιγμή που ορισμένοι μεγαλοκαταθέτες προχωρούσαν σε απόσυρση των κεφαλαίων τους στο εξωτερικό, υπό τον φόβο της χρεοκοπίας του Ελληνικού Δημοσίου. Τελικώς η εκροή καταθέσεων διεκόπη, μετά την ενεργοποίηση του πακέτου των 110 δισ. ευρώ, που εξασφαλίζει τις ανάγκες της χώρας σε κεφάλαια ως και το 2012, ωστόσο το πρόβλημα της χρηματοδότησης παραμένει.
Πλέον μοναδική πηγή άντλησης φθηνών κεφαλαίων αποτελεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία αποφάσισε να δέχεται ως εγγύηση κρατικούς τίτλους για τη χορήγηση δανείων ανεξαρτήτως της βαθμολόγησής τους από τους οίκους αξιολόγησης. Σε διαφορετική περίπτωση, οι τράπεζες κινδύνευαν να μείνουν χωρίς πιστωτές αν οι εταιρείες αυτές έκαναν πράξη τις απειλές τους για νέες προς τα κάτω αναθεωρήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, μετά την υποβάθμιση των ελληνικών ομολόγων στην κατηγορία «junk» (=σκουπίδια) από τη Standard & Ρoor΄s.
Επιβαρυντικά στην κεφαλαιακή επάρκεια του συστήματος θα λειτουργήσει εφέτος το μακροοικονομικό περιβάλλον της χώρας, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4%, που σε συνδυασμό με τον περιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε υψηλότερα επίπεδα τις καθυστερήσεις δανείων και κατ΄ επέκταση τις επισφάλειες. Πλέον τα πιστωτικά ιδρύματα εξαρτώνται στον μεγαλύτερο βαθμό από τα έκτακτα πακέτα στήριξης.