Στη θωράκιση της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών στοχεύει το νέο, πλήρως ανεξάρτητο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο θα δημιουργήσει η κυβέρνηση μέσω συγκεκριμένης νομοθεσίας και ύστερα από διαβούλευση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Το ταμείο που συστήνεται θα έχει στη διάθεσή του κεφάλαια ύψους 10 δισ. ευρώ και υπεύθυνοι για τις αποφάσεις του θα είναι ανεξάρτητα άτομα με αναγνωρισμένο κύρος στα χρηματοπιστωτικά θέματα που θα διορίζονται από την κυβέρνηση και τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος θα έχει την ευθύνη των περισσοτέρων διορισμών.

Η απόφαση αυτή ελήφθη καθώς μετά την εφαρμογή των νέων μέτρων και την ύφεση που πλήττει την ελληνική οικονομία οι τράπεζες μπορεί να υποστούν περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην κερδοφορία τους, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την κεφαλαιακή θέση τους. Πρωταρχικός σκοπός του ΤΧΣ θα είναι η διαφύλαξη της φερεγγυότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα και κατά συνέπεια της δυνατότητάς του να στηρίξει την οικονομία, παρέχοντας κεφάλαια στις τράπεζες εφόσον χρειαστεί.

Σε κάθε περίπτωση που οι εποπτικές αρχές αξιολογούν ότι υπάρχει πιθανότητα το κεφάλαιο μιας τράπεζας να πέσει κάτω από το επαρκές επίπεδο, οι μέτοχοι θα πρέπει να συνεισφέρουν άμεσα νέο κεφάλαιο ή να λάβουν προσωρινό κεφάλαιο από το ΤΧΣ. Αν στη συνέχεια οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να αντλήσουν από μόνες τους άμεσα επιπλέον κεφάλαιο και να αποπληρώσουν το ταμείο, θα πρέπει να γίνει αναδιάρθρωσή τους υπό την αιγίδα του και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΕΕ για τον ανταγωνισμό και τις κρατικές ενισχύσεις.

Παράλληλα η Τράπεζα της Ελλάδος θα εντείνει την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα αυξήσει τους διαθέσιμους πόρους για την εποπτεία.

Αυτό περιλαμβάνει και αύξηση της συχνότητας και ταχύτητας υποβολής στοιχείων και περαιτέρω ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για συχνούς ελέγχους ακραίων συνθηκών (stress tests). Θα αυξηθεί το προσωπικό τόσο για επιτόπιους ελέγχους όσο και για ελέγχους εξ αποστάσεως, λαμβάνοντας επίσης υπόψη και τις νέες αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος αναφορικά με την εποπτεία των ασφαλιστικών οργανισμών.

Υπενθυμίζεται ότι η κεφαλαιακή βάση του συστήματος ενισχύθηκε σημαντικά το 2009, αυξανόμενη από 24 δισ. ευρώ σε 33 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαιακών ενισχύσεων από το κράτος ύψους 3,8 δισ. ευρώ, κεφαλαιακών ενισχύσεων από τους μετόχους και παρακρατηθέντων κερδών.

Ολες οι τράπεζες ικανοποιούν το όριο κεφαλαιακής επάρκειας του 8% και η μέση κεφαλαιακή επάρκεια του συστήματος αυξήθηκε σε 11,7% στο τέλος του 2009. Ωστόσο η δημοσιονομική κρίση και η αποδυνάμωση του οικονομικού περιβάλλοντος οδήγησαν σε αναστροφή του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης και σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία έφτασαν το 7,7% στο τέλος του 2009, ενώ η κερδοφορία μειώθηκε και μπορεί εφέτος να είναι αρνητική.

Η άμεση πρόκληση για τις τράπεζες είναι η διαχείριση των δύσκολων τρεχουσών συνθηκών ρευστότητας. Στο γενικότερο πλαίσιο της αναταραχής που επηρεάζει τις αγορές χρέους της ελληνικής κυβέρνησης, χάθηκε η πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά για τη χρηματοδότηση των λειτουργιών τους από το τέλος του 2009. Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους δεν ανανεώθηκαν, ή ανανεώθηκαν με υψηλό κόστος, ενώ παρατηρήθηκε και μια μετρίου μεγέθους εκροή καταθέσεων τους πρώτους μήνες του 2010, γεγονός που έθεσε τη ρευστότητα πολλών ελληνικών τραπεζών υπό πίεση.

Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες βασίζονταν όλο και περισσότερο στις πηγές αναχρηματοδότησης του ευρωσυστήματος.