Oταν οι ελληνογερμανικές σχέσεις κινούνται στο κόκκινο και τα μέσα ενημέρωσης των δύο χωρών ενισχύουν την αντιμαχία με επιθετικά και προσβλητικά δημοσιεύματα, οι Γερμανίδες της Μεσσηνίας χειρίζονται την υπόθεση με τη γλυκιά τρυφερότητα μιας μητέρας δύο πεισματάρικων παιδιών που καβγαδίζουν ανελέητα. Είναι γυναίκες που γνώρισαν τους συζύγους τους, έλληνες μετανάστες στη Γερμανία, και στην πορεία της κοινής ζωής τους έγιναν οι ίδιες… μετανάστριες, ακολουθώντας τους πίσω στην «πατρίδα». Και, όπως λένε, δεν το μετάνιωσαν…
«Τις προάλλες ήμουν στη λαϊκή αγορά και ένας από τους πωλητές άρχισε να βρίζει την Ανγκελα Μέρκελ. Νόμισαν ότι θα προσβληθώ με αυτά που άκουσα, αλλά εγώ άρχισα να γελάω. Και οι Γερμανοί βρίζουν τη Μέρκελ γιατί και αυτοί περνούν δύσκολες ώρες και χρειάζονται λεφτά- όσο και αν σας φαίνεται απίστευτο» σχολιάζει γελώντας η κυρία Ανε Μαρί Λαγογιάννη, η οποία ζούσε με τον έλληνα σύζυγό της στο Μόναχο με το όνειρο να μετακομίσουν στην Ελλάδα μετά τη σύνταξη. «Με τη σύνταξή μας από το γερμανικό κράτος μπορούμε να συντηρούμε ένα όμορφο σπίτι κοντά στη θάλασσα. Στη Γερμανία δεν θα μπορούσαμε να ζούμε τόσο ωραία με λίγα χρήματα» προσθέτει.
«Στη ζωή μου θα μπορούσαμε να δώσουμε τον τίτλο “Ελληνογερμανικές σχέσεις:Πράξη και Θεωρία”. Οταν νιώθω Γερμανίδα, ασκώ κριτική στα προβλήματα της Γερμανίαςκαι πιστέψτε μεείναι πολλά. Από την άλλη, όταν νιώθω Ελληνίδα, επικρίνω την Ελλάδα και όλα τα κακώς κείμενα. Πώς γίνεται η Ελλάδα να έχει πιο πολλούς δημόσιους υπαλλήλους από τη Γερμανία και παρ΄ όλα αυτά να μη σε εξυπηρετεί κανένας; Πώς γίνεται να παίρνουν κάποιοι σύνταξη στα 40; Ποιος θα πληρώσει για όλα αυτά;» διερωτάται η κυρία Μόνικα Υφαντή , η οποία μετακόμισε πριν από δέκα χρόνια από το Ντύσελντορφ στην Τρίπολη για χάρη του συζύγου της και από το 2004 ζουν με τα δυο τους παιδιά στην Καλαμάτα. «Αν δεν αγαπούσα την Ελλάδα θα έλεγα απλώς “είναι πολύ ωραία” · αλλά όχι, εγώ θέλω να τη δω να προοδεύει και γι΄ αυτό λέω την αλήθεια» καταλήγει η κυρία Υφαντή, σαν μητέρα αποφασισμένη να βάλει το άτακτο παιδί της σε τάξη.
«Εφτασα στη Μεσσηνία το 1979, ακολουθώντας τον άντρα μου,που είναι Ελληνας.Ηταν όλα τόσο όμορφα και τόσο δύσκολα ταυτόχρονα. Από τη μία ο ήλιος, η θάλασσα,οι ανοιχτοί άνθρωποι. Από την άλλη,μια άγνωστη γλώσσα, παράξενες γραφειοκρατικές διαδικασίες και μια επαρχιακή κοινωνία που δεν αποδεχόταν εύκολα την εργαζόμενη γυναίκα». Η κυρία Λίλο Καράμπελα έφυγε από τη Γερμανία προκειμένου να δουλέψει ως δασκάλα ανθοδετικής στην Ελβετία, όμως γνώρισε εκεί τον σύζυγό της και έτσι κατέληξε στο… Αριοχώρι Μεσσηνίας. «Για να αντιμετωπίσουμε τις καθημερινές δυσκολίες στην ελληνική επαρχία, όπου η μοίρα μάς έφερε,για διαφορετικούς λόγους την καθεμία, αποφασίσαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας» προσθέτει. Ετσι δημιουργήθηκε ο Σύλλογος Γερμανόφωνων Γυναικών Μεσσηνίας, ο οποίος σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα αριθμεί περισσότερα από 50 ενεργά μέλη και επιδίδεται σε πλήθος δραστηριοτήτων, από την οργάνωση φιλανθρωπικών παζαριών και εκθέσεων τέχνης ως τη στήριξη των γερμανόφωνων γυναικών σε θέματα γραφειοκρατικά και συναλλαγών με το Δημόσιο.
«Πριν από 50 χρόνια ήρθαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τον σύζυγό μου για διακοπές. Αγαπήσαμε τον τόπο, τη θάλασσα, τα βουνά της Πελοποννήσου, την ηρεμία της φύσης. Τότε ζούσαμε στο Βερολίνο. Δέκα χρόνια αργότερα, είχαμε μαζέψει τα αναγκαία χρήματα για να αγοράσουμε μία έκταση δέκα στρεμμάτων στη Μεσσηνία.Μετακομίσαμε μόνιμα και δεν το μετανιώσαμε ποτέ» διηγείται η κυρία Γκιζέλα Γκέλερ , 76 ετών, η οποία ήρθε στην Ελλάδα από έρωτα όχι για έναν συμπατριώτη μας, αλλά για την ίδια τη χώρα. «Από την πρώτη ημέρα οι άνθρωποι ήταν πολύ θερμοί μαζί μας. Αφήναμε το κλειδί πάνω στην πόρτα και όταν γυρνούσαμε βρίσκαμε αβγά και λάχανα στο τραπέζι μας! “Είστε Γερμανοί,αλλά είστε τόσο καλοί και ευγενικοί”μας έλεγαν και εμείς δεν μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτό το “αλλά”» προσθέτει.
«Ούτε όλοι οι Γερμανοί ναζί, ούτε όλοι οι Ελληνες απατεώνες»
«Αυτό που με θλίβει περισσότερο είναι τα στερεότυπα στα οποία επιδίδονται τόσο οι Ελληνες όσο και οι Γερμανοί. Δεν είναι όλοι οι Γερμανοί ναζί, ούτε διακατέχονται από ανθελληνική μανία. Αντιθέτως, στη Γερμανία υπάρχουν πάρα πολλοί φιλέλληνες που έχουν γνωρίσει την Ελλάδα μέσα από την παιδεία, την ιστορία και τον πολιτισμό της και τρέφουν μεγάλο σεβασμό για αυτήν» αναφέρει η κυρία Γκέρντα Καζάκου, η οποία μετακόμισε το 1979 στην Ελλάδα και υπήρξε διευθύντρια μιας αλυσίδας ακαδημιών διδασκαλίας γερμανικών.
«Αντίστοιχες στερεοτυπικές γενικεύσεις κάνουνβέβαιακαι οι Γερμανοί. Τα γερμανικά μέσα προβάλλουν μια στρεβλή εικόνα, σαν όλοι οι Ελληνες να είναι απατεώνες. Εγώ που βρίσκομαι “στη μέση” της διαμάχηςδεν παύω να τονίζω ότι στα τριάντα χρόνια που ζω εδώ έχω γνωρίσει δεκάδες ανθρώπους πολύ τίμιους, που δουλεύουν πολύ σκληρά για να τα καταφέρουν υπό δύσκολες συνθήκες» προσθέτει.
Βέβαια, η κυρία Καζάκου αναγνωρίζει ότι η κακοδιοίκηση και η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος έχουν κάνει την Ελλάδα να «μη στέκεται στο ύψος της ιστορίας και της παράδοσής της». Γι΄ αυτό οφείλουμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον γερμανικό λαό, ο οποίος με πολύ κόπο και ιδρώτα κατόρθωσε να ξεπεράσει περιόδους πολέμου, ανασφάλειας και οικονομικής κατάρρευσης για να οικοδομήσει την ισχυρή και στέρεα οικονομία που έχει σήμερα. «Ο μέσος Γερμανός σκέφτεται:“Είναι άδικο οι Ελληνεςπου θα μπορούσαν να τα έχουν καταφέρει πολύ καλύτερα, να έχουν σπαταλήσει τους πόρους τους και να μας ζητούν σήμερα βοήθεια από αυτά που με τόσο κόπο κατακτήσαμε”» καταλήγει η κυρία Καζάκου.