Με το ένα πόδι στην Κόλαση βρέθηκε την Τρίτη η Ελλάδα. Δεν ήταν αυτό ωστόσο που κινητοποίησε την κυρία Μέρκελ. Χρειάστηκε να τρομοκρατηθούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από το επερχόμενο ντόμινο για να αποφασίσουν επιτέλους να δώσουν τα 120 δισεκατομμύρια που ελπίζουμε ότι θα καθησυχάσουν τις αγορές.
ΔΕΝ είναι λίγα. Ιδίως αν αναλογιστούμε ότι είναι η πρώτη ίσως φορά στην παγκόσμια ιστορία που επιχειρείται η διάσωση μιας χώρας όχι από έναν διεθνή οργανισμό αλλά από ανεξάρτητα κράτη που αναλαμβάνουν τον δανεισμό της. Η εκδήλωση της περίφημης κοινοτικής αλληλεγγύης ούτε δεδομένη ούτε αυτονόητη πρέπει να θεωρείται. Και ας πιστεύουμε ότι είμαστε αδικημένοι.
ΤΟ αντιστάθμισμα βέβαια είναι ιδιαίτερα σκληρό. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν θα είναι τουλάχιστον αποτελεσματικό. Με την πλειονότητα των Ελλήνων να αισθάνονται ότι βρίσκονται ήδη στα όριά τους η αβεβαιότητα παραμένει. Και για την οικονομία αλλά και για την ικανότητα του πολιτικού μας συστήματος να αντέξει μια τέτοια κρίση.
ΤΟ παράδειγμα της Αργεντινής που οδηγήθηκε σε οικονομική στασιμότητα και κοινωνική έκρηξη δεν μπορεί να αγνοηθεί. Δεν είναι όμως το μόνο. Ξεχασμένη πια είναι η ιστορία της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας που έχτισε την κυριαρχία της και προστάτευσε τους πολίτες από τον φασισμό αποδεχόμενη μειώσεις μισθών την περίοδο του Μεσοπολέμου.
ΤΗΝ ίδια στιγμή βέβαια επέβαλε και μειώσεις στις τιμές, προστατεύοντας τόσο την ανταγωνιστικότητα όσο και την αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Ακριβώς δηλαδή ό,τι χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα. ΕΝΑ από τα πρώτα κοινωνικά συμβόλαια σε συνθήκες ομολογουμένως διαφορετικές, που έρχεται όμως να υπενθυμίσει ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων δεν υπηρετούνται πάντοτε από όσους φωνάζουν πιο δυνατά. Ιδίως όταν αυτοί από μόνοι τους αρνούνται να προτείνουν στοιχειωδώς ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις.
ΣΤΗΝ αγοραία εκδοχή υιοθετούν την προσέγγιση των πρωινάδικων στη λογική «φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Αίτημα σωστό και δίκαιο στον βαθμό βέβαια που δεν υπονοεί ότι μια κρίση τέτοιου μεγέθους μπορεί να αντιμετωπιστεί… δικαστικά. Η επίκληση λογής λογής συνωμοσιών, λιγότερο ή περισσότερο αληθοφανών, βοηθάει ταυτόχρονα στη συντήρηση του μύθου ότι δήθεν υπάρχει κάποια μαγική πολιτική λύση που δεν απαιτεί οικονομικές θυσίες.
ΟΙ πιο ειλικρινείς υποστηρίζουν απλώς ότι δεν είναι δουλειά της Αριστεράς να προτείνει λύσεις αλλά να υπονομεύει την κυρίαρχη οικονομική λογική του συστήματος- προφανώς εν όψει της επερχόμενης σοσιαλιστικής επανάστασης. Η πιο ανοικτή και καθαρή ομολογία παραίτησης.
ΠΟΥ εξηγεί βέβαια σε μεγάλο βαθμό το παράδοξο να μην ευνοούνται από την κρίση τα κόμματα της Αριστεράςπου στο κάτω κάτω βλέπουν την κριτική τους να δικαιώνεται- αλλά της Δεξιάς. Η Ιστορία, βλέπετε, ακόμα και όταν δεν ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της, αφήνει πάντοτε παράθυρα. Κάποιοι όμως προτιμούν συστηματικά το χρονοντούλαπο!