Στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα όλα έδειχναν να πηγαίνουν κατ΄ ευχήν. Οι πληγές από το σκάσιμο της φούσκας του Ιnternet είχαν ήδη επουλωθεί και η παγκόσμια οικονομία φούσκωνε τη φούσκα του (τότε) μέλλοντός της: τη φούσκα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που σκάζοντας στα χέρια των πολιτικών μετατράπηκε, όπως διαπιστώνουμε, σε φούσκα του δημόσιου χρέους. Θα παρατηρούσε βεβαίως κανείς ότι όλες οι επιχειρηματικές φούσκες στα χέρια των πολιτικών σκάνε, αλλά ακρωτηριασμούς δεν προκαλούν. Η εξήγηση του φαινομένου- και της φούσκας του χρέους, για την επικινδυνότητα της οποίας προειδοποίησε μάλιστα προ ημερών το ΔΝΤ- έχει να κάνει βεβαίως με το ότι οι πολιτικοί… απλοί μεσάζοντες είναι. Την τελευταία στιγμή μεταθέτουν το εκρηκτικό πρόβλημα στους ψηφοφόρους, οι οποίοι αναλαμβάνουν να πληρώσουν τις επιχειρηματικές, τραπεζικές και συστημικές σε τελευταία ανάλυση αποτυχίες.

Τις χρονιές της ευημερίας ήταν από σαφής ως κραυγαλέα η μετατόπιση του εκκρεμούς της οικονομικής εξουσίας προς την πλευρά του κεφαλαίου. Οι ανισότητες στην κατανομή του πλούτου είχαν αρχίσει να απειλούν τη μεσαία τάξη και σε συνθήκες ευνοϊκές για τον κόσμο της εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με έρευνα της Μorgan Stanley το 2006 στον όμιλο των επτά μεγάλων βιομηχανικών κρατών του πλανήτη (G7) το μερίδιο των εργαζομένων στο συνολικό εθνικό εισόδημα (του ομίλου) συρρικνώθηκε (κατά μέσον όρο) στο 54%. Πρόκειται για το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό. Είναι προφανές ότι η αναπτυξιακή δυναμική των οικονομιών της Δύσης ήταν το κεφάλαιο και όχι η εργασία. Για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες η εργασία είναι ακόμη φθηνή και ως εκ τούτου παραμένει συγκριτικό αναπτυξιακό πλεονέκτημα.

Στη Δύση η κρίση της εργασίας, ή της απασχόλησης τέλος πάντων, ήταν ορατή προτού σκάσει η φούσκα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ειδικότερα στη Δυτική Ευρώπη πολλοί αναλυτές αναζητούσαν το μοντέλο που θα περιόριζε την προκλητική για τις συγκεκριμένες κοινωνίες μεταφορά πλούτου από τη μεσαία στην υψηλή εισοδηματική τάξη και θα εμπόδιζε την προλεταριοποίηση της (ακόμη πολυπληθέστερης) μεσαίας τάξης. Στις πολιτικώς και ιδεολογικώς κρατούσες αρχές της «νέας οικονομικής ορθοδοξίας» πολλοί θεωρητικοί βάλθηκαν να αντιπαρατάξουν έναν νεοκεϊνσιανισμό που έμοιαζε παράταιρος και εν πάση περιπτώσει άκαιρος στο γενικότερο κλίμα οικονομικού και κοινωνικού ατομικισμού που επικρατούσε. Ωσπου κάποιοι ανακάλυψαν τη χρυσή τομή στη «flexicurity»!

Πρόκειται για τον συνδυασμό μιας ευέλικτης αγοράς εργασίας (flexibility) και ενός συστήματος προστασίας της εργασίας (security), όπως αυτός εφαρμοζόταν- και εξακολουθεί να εφαρμόζεται βεβαίως – στις σκανδιναβικές χώρες, και δη στη Δανία. Διότι το σύστημα αυτό εφάρμοσε πρώτος στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Δανίας (από το 1993 ως το 2001) Πάουλ Νίρουπ Ράσμουσεν. Το εντυπωσιακό με τη flexicurity ήταν η κοινή αποδοχή που είχε εξασφαλίσει ως πρότυπο εργασιακού μοντέλου! Οι εργοδότες, ας πούμε, θεώρησαν ότι χάρη στην ευελιξία που το διακρίνει, το δανέζικο μοντέλο επιτρέπει την καλύτερη εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού από τις επιχειρήσεις και ταυτόχρονα παρέχει στους εργαζομένους την καλύτερη δυνατή προστασία «όχι χάρη στους εργατικούς νόμους αλλά χάρη στην εκπαίδευση και στην επιμόρφωση των εργαζομένων», όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο επικεφαλής της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ένωσης εργοδοτών, ΒusinessΕurope, Ερνέστ-Αντουάν Σελιέρ.

Ο γενικός γραμματέας της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Εργατικών Συνδικάτων (ΕΤUC) Τζον Μονκς έχει άλλη άποψη: «Η Δανία, την οποία θεωρεί πρότυπο και ο κ.Σελιέρ, διαθέτει ένα πλαίσιο αυστηρών νομικών κανόνων που προστατεύουν τον εργαζόμενο, διαθέτει ισχυρά εργατικά συνδικάτα,ενώ στη χώρα ισχύει ευρέως ο θεσμός των συλλογικών συμβάσεων εργασίας» . Η αλήθεια ίσως βρίσκεται κάπου στη μέση. Η flexicurity όντως επιτρέπει στις επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργαζομένους με συνοπτικές διαδικασίες προκειμένου να καλύπτουν τις εκάστοτε ανάγκες παραγωγής τους. Ωστόσο οι εργαζόμενοι που απολύονται παίρνουν γενναιόδωρα επιδόματα ανεργίας επί μακρό χρονικό διάστημα, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια. Και επιπλέον, την ευθύνη για την εξεύρεση νέας εργασίας έχει η ίδια η κυβέρνηση- σε ποια θέση και με ποιο αντικείμενο είναι βεβαίως ένα ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, το επίκαιρο ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η flexicurity είναι εφαρμοστέα σε συνθήκες εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών των κυβερνήσεων. Για περιπτώσεις κρατών υπό επιτροπεία, βεβαίως, δεν γεννάται θέμα εφαρμογής της.