Αναπαράγεται στην ελληνική πραγματικότητα, σαν βγαλμένο από τις σελίδες του παραμυθιού, το κυνήγι μέχρις εξοντώσεως του «κακού λύκου». Μόλις πριν από λίγες ημέρες άλλος ένας λύκος βρέθηκε νεκρός στην άσφαλτο της εθνικής οδού Αμυνταίου- Φλώρινας. Αυτή τη φορά έπεσε θύμα τροχαίου, ενώ όπως δείχνουν οι στατιστικές ο θάνατος των ζώων αυτών συνήθως αποδίδεται σε πυροβόλο όπλο, δηλητηριασμένα δολώματα ή παγάνες. Και όλα αυτά τη στιγμή που η θήρα του λύκου απαγορεύεται από το 1992 και το είδος θεωρείται αυστηρά προστατευόμενο.

Σύμφωνα με στοιχεία της περιβαλλοντικής οργάνωσης «Καλλιστώ», τουλάχιστον το 25% του συνολικού πληθυσμού του στη χώρα μας χάνεται κάθε χρόνο από… ανθρώπινο χέρι. Μάλιστα, σε κάποιες περιοχές η θνησιμότητα ανέρχεται ακόμη και στο 40% επί του συνόλου του τοπικού πληθυσμού του λύκου. Οι αρμόδιες αρχές συχνά ανέχονται περιστατικά εξόντωσής του εξαιτίας των συχνών ζημιών που προκαλεί το ζώο στους κτηνοτρόφους.

Οι αγέλες των λύκων- 120-130 υπολογίζονται στην Ελλάδα – είναι απομονωμένες και ευάλωτες. Σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση (Ηλιόπουλος, 1999, πρόγραμμα LΙFΕ «Λύκος», Αρκτούρος) στη χώρα μας ζουν περίπου 600 ζώα τα οποία κατανέμονται σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, από τη Θράκη ως τη Στερεά.

Η σταδιακή μείωση στη διαθεσιμότητα τροφής, η κατάτμηση των βιοτόπων τους από μεγάλα τεχνικά έργα και η σκόπιμη θανάτωσή τους αποτελούν τους σημαντικότερους κινδύνους για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση του είδους στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον βιολόγο κ. Γ. Ηλιόπουλο, από την περιβαλλοντική οργάνωση «Καλλιστώ», ο λύκος βασίζεται σήμερα για την επιβίωσή του τόσο στην κτηνοτροφία ελεύθερης βοσκής (η οποία φθίνει) όσο και στην κατανάλωση τροφής από σκουπιδότοπους αλλά και νεκρών ζώων. «Είναι λοιπόν καθοριστικής σημασίας η αποκατά σταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων όπως ο αγριόχοιρος, το ζαρκάδι και το αγριόγιδο, η οποία βέβαια απαιτεί την εφαρμογή βασικών αρχών κυνηγετικής διαχείρισης και τον έλεγχο της λαθροθηρίας» αναφέρει ο κ. Ηλιόπουλος.

Οπου δεν υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις, κενές από ανθρώπινες δραστηριότητες, οι ζημιές από τους λύκους είναι αναπόφευκτες. Στην Ελλάδα οι ζημιές (κυρίως σε αιγοπρόβατα) είναι από τις πιο μεγάλες στην Ευρώπη, σε σχέση με την έκταση της χώρας και τον αριθμό λύκων που υπάρχουν. Οπως όμως επισημαίνει ο κ. Ηλιόπουλος «η διατήρηση του λύκου δεν μπορεί να αποτελεί ευθύνη μόνο των κτηνοτρόφων- η συμμετοχή και η βοήθεια της πολιτείας αλλά και όσων επιθυμούν τη διατήρηση της άγριας πανίδας είναι καθοριστικές αλλά και αναγκαίες».

Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις στους πληθυσμούς των ελληνικών λύκων και από την κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων όπως είναι για παράδειγμα οι αυτοκινητόδρομοι ταχείας κυκλοφορίας, οι σιδηροδρομικές γραμμές και οι μεγάλες τεχνητές λίμνες. Ο λύκος είναι ευάλωτος σε φαινόμενα κατάτμησης των βιοτόπων του, κυρίως λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης των τοπικών πληθυσμών.

Την τελευταία δεκαετία ο πληθυσμός του λύκου, ευνοούμενος από τη νομική προστασία, τείνει να σταθεροποιηθεί και σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, ιδιαίτερα στη Στερεά Ελλάδα. Σε αντίθεση όμως με ό,τι συμβαίνει στη Στερεά, ο πληθυσμός του είδους έχει μειωθεί σε άλλες περιοχές και ιδιαίτερα σε ορεινές περιοχές (όπως σε κάποιες περιοχές της Βόρειας Πίνδου) όπου έχει αισθητά μειωθεί η κτηνοτροφία ενώ τα άγρια οπληφόρα ζώα είναι πολύ λίγα. Στις Αγραπιδιές της Φλώρινας λειτουργεί το επισκέψιμο «Καταφύγιο του Λύκου» της οργάνωσης «Αρκτούρος», το οποίο φιλοξενεί λύκους που είχαν αιχμαλωτιστεί από ιδιώτες και δεν θα επιστρέψουν ποτέ στο φυσικό τους περιβάλλον.