Για την οικονομική κατάσταση της χώρας δεν υπάρχει αμφιβολία για την ευθύνη των τελευταίων κυβερνήσεων. Ωστόσο δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ρίζα των σημερινών προβλημάτων ανάγεται σε επιλογές και πολιτικές που εφαρμόστηκαν και πριν από 25-30 χρόνια, από μια προηγούμενη γενιά. Η σημερινή γενιά των οικονομικά ενεργών πολιτών, ιδιαίτερα οι νεότεροι σε ηλικία, αντιμετωπίζει ένα εξαιρετικά δύσκολο οικονομικό περιβάλλον λόγω λανθασμένων πολιτικών αποφάσεων που ελήφθησαν πριν από δύο ή τρεις δεκαετίες και οδήγησαν στη γιγάντωση του δημόσιου χρέους.
Βεβαίως, τα δανειακά κεφάλαια για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα αποτελούν εργαλείο που συμβάλλει στην ανάπτυξη και στην ευημερία, χωρίς όμως να παραβλέπεται ο κίνδυνος του υπέρμετρου δανεισμού. Στον ιδιωτικό τομέα οι συνέπειες ενός μεγάλου χρέους είναι προφανείς. Επιχειρήσεις που έλαβαν λάθος αποφάσεις θα οδηγηθούν στη χρεοκοπία. Ο υπερδανεισμός ενός ιδιώτη τον οδηγεί σε οικονομική δυσπραγία και στην ανάγκη ρευστοποίησης περιουσιακών του στοιχείων. Ωστόσο στην περίπτωση του ιδιωτικού τομέα το χρέος χάνεται με τον οικονομικό, νομικό ή φυσικό θάνατο του υποχρέου, επιχείρησης ή ιδιώτη. Τα παιδιά δεν κληρονομούν το χρέος των γονέων τους.
Αντίθετα, στην περίπτωση του δημόσιου χρέους το βάρος μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Οι γενιές, στη διάρκεια των οποίων το δημόσιο χρέος διογκώνεται υπέρμετρα, παραβλέπουν την ηθική διάσταση των ενεργειών τους. Δηλαδή παραβλέπουν ότι μεταφέρουν την υποχρέωση αποπληρωμής των χρεών που δημιούργησαν στις επόμενες γενιές, υποθηκεύοντας το μέλλον τους. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η θέσπιση δημοσιονομικών κανόνων μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη μείωση ή εξάλειψη των ελλειμμάτων και να βοηθήσει στον έλεγχο της αύξησης του δημόσιου χρέους. Ο πιο γνωστός σήμερα δημοσιονομικός κανόνας είναι η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που ορίζει ότι το έλλειμμα και το χρέος των χωρών της ευρωζώνης δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 3% και το 60%, αντίστοιχα, του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Ελλάδας ο κανόνας αυτός δεν στάθηκε ικανός να αποτρέψει το σημερινό πρόβλημα, λόγω ουσιαστικά μη υιοθέτησής του από το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Η υιοθέτηση ενός δημοσιονομικού κανόνα στο Σύνταγμα όμως αντιμετωπίζει σε μεγάλο βαθμό το παραπάνω πρόβλημα. Η συνταγματική πρόβλεψη για τα δημοσιονομικά όρια στα οποία δύναται να κινείται κάθε κυβέρνηση αφαιρεί από την εκάστοτε Βουλή ή τον υπουργό των Οικονομικών τη δυνατότητα να ψηφίζουν και να εφαρμόζουν μια υπέρ το δέον επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, προστατεύοντας τις επόμενες γενιές από την υπέρμετρη διόγκωση του δημόσιου χρέους.
Παράδειγμα κράτους που έχει υιοθετήσει έναν συνταγματικά θεσπισμένο δημοσιονομικό κανόνα αποτελεί η Πολωνία. Το πολωνικό Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη σύναψη δανείων ή την παροχή κρατικών εγγυήσεων εάν το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η Πολωνία ήταν από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες με θετική αύξηση του ΑΕΠ το 2009 και μία από τις λίγες της Ανατολικής Ευρώπης που αντιμετώπισαν τη διεθνή κρίση επιτυχώς χωρίς την ανάγκη παρέμβασης του ΔΝΤ και της ΕΕ.
Η υιοθέτηση ενός συνταγματικού δημοσιονομικού κανόνα σήμερα σίγουρα δεν θα βοηθήσει στην άμεση μείωση του ελλείμματος ή του δημόσιου χρέος. Ωστόσο μπορεί να συμβάλει θετικά με δύο τρόπους:
Πρώτον, μπορεί να προστατεύσει τις επόμενες γενιές από ανεύθυνες πολιτικές και δυσάρεστες καταστάσεις ανάλογες με αυτές που βιώνουμε σήμερα.
Δεύτερον, η δημόσια συζήτηση για την πιθανή αναθεώρηση του Συντάγματος με σκοπό την ψήφιση κάποιου δημοσιονομικού κανόνα μπορεί να συμβάλει στην προσπάθεια ανάκτησης της χαμένης αξιοπιστίας της χώρας, που τελικά αποτελεί πρόβλημα μεγαλύτερο και από αυτό του δημόσιου χρέους.
Η πιθανότητα να αξιολογηθεί θετικά μια τέτοια εξέλιξη από τους δανειστές μας είναι σημαντική, ενδεχόμενο που μπορεί να βοηθήσει στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων που πληρώνει σήμερα το ελληνικό Δημόσιο, συμβάλλοντας έτσι έμμεσα στη μείωση του ελλείμματος.
Ο κ. Φωκίων Καραβίας είναι γενικός διευθυντής Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Εurobank ΕFG.