Τα βέλη των κομματικών τους συντρόφων δέχονται δύο βουλευτές και πρώην υπουργοί των Βρετανών Εργατικών, έπειτα από κασέτες που είδαν το φως της δημοσιότητας στις οποίες εμφανίζονται πρόθυμοι να επηρεάσουν την κυβερνητική πολιτική έναντι αμοιβής.

«Γελοίο» χαρακτήρισε τη Δευτέρα ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Αλιστερ Ντάρλινγκ αυτό που συμβαίνει, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Ντέιβιντ Μίλιμπαντ δήλωσε «αηδιασμένος» από τη φερόμενη συμπεριφορά των πρώην υπουργών.

Το σκάνδαλο διαφθοράς έχει ξεσπάσει από την Κυριακή, όταν δημοσιεύτηκαν στο βρετανικό Τύπο στοιχεία από μαγνητοσκοπημένες συνομιλίες, με κρυφή κάμερα, στις οποίες ο πρώην υπουργός Μεταφορών και βουλευτής των Εργατικών Στίβεν Μπάιερς προσφέρει τις «υπηρεσίες» του -να επηρεάσει την πολιτική του Λονδίνου αλλά και να παρέχει πληροφορίες- προς όφελος (ανύπαρκτης) αμερικανικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών.

Η αμοιβή που ζητούσε ο βουλευτής που θα «λειτουργούσε σαν ταξί για κούρσα» έφτανε, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, τις 5.000 λίρες την ημέρα. Παρόμοιες προσφορές υποστηρίζεται ότι αποδέχτηκαν και οι Πατρίσια Χιούιτ (έναντι 3.000 λιρών), πρώην υπουργός Υγείας, και ο Τζεφ Χουν. Οι εν λόγω βουλευτές αρνούνται τις κατηγορίες, όπως αναφέρει το Reuters.

Οι συνομιλίες είχαν μαγνητοσκοπηθεί με κρυφή κάμερα από τους δημοσιογράφους που εμφανίστηκαν στους πρώην υπουργούς παριστάνοντας στελέχη της ανύπαρκτης εταιρείας «Anderson Perry» με έδρα τις ΗΠΑ.

Ο Στ. Μπάιερς στράφηκε στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου, ζητώντας να εξεταστούν οι κατηγορίες εναντίον του. «Είμαι σίγουρος ότι η έρευνα θα επιβεβαιώσει ότι η συμπεριφορά μου δεν αντιβαίνει στον κώδικα δεοντολογίας των βουλευτών» δήλωσε, ενώ είχε ξεκαθαρίσει πριν τα δημοσιεύματα πως δεν πρόκειται να είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές.

To σκάνδαλο έρχεται σχεδόν ένα χρόνο μετά την αγανάκτηση που είχαν δημιουργήσει αποκαλύψεις για τα έξοδα των Βρετανών βουλευτών από όλα τα κόμματα και πριν την αμφίρροπη εκλογική μάχη για το Κοινοβούλιο πριν το καλοκαίρι.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον, επικεφαλής των Συντηρητικών οι οποίοι είχαν αντιμετωπίσει παρόμοια σκάνδαλα «επερωτήσεων προς ενοικίαση» τη δεκαετία του 1990, δήλωσε ότι η υπόθεση αγγίζει «την καρδιά της αξιοπιστίας της κυβέρνησης» ζητώντας να εξεταστούν οι καταγγελίες.