«Πολύπλοκο κείμενο που κρύβει πολλές παγίδες και μάλλον θα δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι αποσκοπεί να λύσει» χαρακτήρισε το σχέδιο νόμου για το φορολογικόο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Γ.Κασιμάτης σημειώνοντας παράλληλα ότι «είναι διάχυτη η αίσθηση ότι πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου αμιγώς εισπρακτικού χαρακτήρα, το οποίο όχι απλώς δεν προσθέτει στην αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας και αγοράς αλλά αντίθετα πλήττει και τα λίγα στοιχεία ανάπτυξης που είχαν μείνει ενεργά μετά από ένα εξάμηνο κυβερνητικής απραξίας στο πεδίο της ανάπτυξης».

Ο πρόεδρος της ΚΕΕ εκτίμησε ότι η εξαντλητική ανάλυση των διατάξεων του σχεδίου νόμου έχει αναδείξει πολλά σημεία τα οποία αποδεικνύουν είτε άγνοια της οικονομικής πραγματικότητας είτε προχειρότητα στο κυβερνητικό σχεδιασμό περί φορολογίας, «ο οποίος έχει καταληφθεί από άγχος συλλογής εσόδων αδιαφορώντας εάν τελικά θα υπάρξει πράγματι η δυνατότητα συλλογής αυτών των προϋπολογιζομένων εσόδων».

Ο Γ.Κασιμάτης επισήμανε ότι το σχέδιο νόμου προβλέπει τη φορολογία των διανεμομένων κερδών (μερισμάτων) τα οποία θα αθροίζονται με τα λοιπά εισοδήματα και φορολογούνται με την νέα φορολογική κλίμακα, χωρίς να προβλέπεται η αφαίρεση του παρακρατουμένου στην πηγή φόρου, «δηλαδή θα υπάρξει υπερ-φορολόγηση, έως και διπλή φορολόγηση, νομίμων και δηλωμένων κερδών».

Επίσης ανέφερε ότι επιβάλλεται φόρος υπεραξίας 15% στα βραχυπρόθεσμα κέρδη από μετοχές, «καταδικάζοντας έτσι τις ελπίδες κάθε επιχείρησης που ήλπιζε να αντλήσει επενδυτικό κεφάλαιο από τις αγορές χρήματος, και αποθαρρύνοντας κάθε επενδυτική διάθεση και τη συνακόλουθη αναπτυξιακή δυναμική».

Ως προς το εισόδημα, σημείωσε ότι η «πολυκύμαντη μέχρι σήμερα» πορεία του συνδυασμού του μέτρου του αφορολογήτου ορίου και της συλλογής αποδείξεων αποτυπώνεται σε ένα σύνθετο ρυθμιστικό πλαίσιο, η εφαρμογή του οποίου σίγουρα θα δημιουργήσει προβλήματα, ενώ η μείωση των δαπανών που εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα, αποτελεί «ένα ακόμη πλήγμα» στην οικονομική δραστηριότητα και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

Ειδικά για την ακίνητη περιουσία, ο Γ.Κασιμάτης αναφέρει ότι, όπως έχει επισημανθεί και από φορείς της αγοράς ακινήτων, ο υψηλότατος Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας που καθιερώνεταισε συνδυασμό με την περικοπή του αφορολογήτου ορίου για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, και τη μείωση των εκπτώσεων των φόρων τόσο ως προς τα ποσά των στεγαστικών δανείων όσο και ως προς τους τόκους των δανείων αυτών, εκτιμάται ότι θα αποτελειώσουν την ήδη χειμαζόμενη οικοδομική δραστηριότητα και τα μέτρα της μείωσης του φόρου μεταβίβασης παλαιών ακινήτων και η κατάργηση του τέλους των σχετικών συναλλαγών και του φόρου υπεραξίας των ακινήτων αυτών, «μόνο ως ασπιρίνες μπορούν να θεωρηθούν, η αποτελεσματικότητα των οποίων εκτιμάται ως μηδαμινή».

«Η άκριτη και χωρίς προπαρασκευή επιβολή χρήσης βιβλίων και στοιχείων σε πολλές κατηγορίες επαγγελματιών και η συνακόλουθη επέκταση του καθεστώτος του ΦΠΑ σε αυτούς, θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων αυτών, μια αύξηση που παρά τις όποιες προσπάθειες του επιχειρηματικού κόσμου, δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί στο σύνολο της και θα επιβαρύνει την τελική τιμή των προϊόντων και υπηρεσιών, πλήττοντας έτσι τον καταναλωτή. Διερωτάται δε κανείς τι απέγινε η κυβερνητική δέσμευση περί κατάργησης του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας» ανέφερε ο Γ.Κασιμάτης.

Ο πρόεδρος της ΚΕΕ ανέφερε επίσης ότι το αίσθημα «κοινωνικής ευαισθησίας και δικαιοσύνης που διακρίνει τα μέτρα της κυβέρνησης «κορυφώνεται» με την κλιμακωτή αύξηση της φορολογίας επί αποζημιώσεων των εργαζομένων που απολύονται καθώς με δεδομένη την πρόβλεψη των αρμοδίων κυβερνητικών παραγόντων για αύξηση της ανεργίας σε μεγέθη άνω του 1.000.000 ατόμων, προφανώς η εισπρακτική λογική που έχει επικρατήσει, ώθησε τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο από την αποζημίωση των απολυομένων που θα έχουν να αντιμετωπίσουν τη μάστιγα της ανεργίας».