O Μοχάμεντ ελ Εριάν, ο επικεφαλής Επενδύσεων της ΡΙΜCΟ, του μεγαλύτερου fund ομολόγων στον κόσμο, σχολιάζοντας χθες το «ελληνικό πρόβλημα» στο Βloomberg ανέφερε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα παιχνίδι νεύρων ανάμεσα στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπου η κάθε πλευρά ελπίζει ότι ο αντίπαλος θα κάνει πίσω πρώτος. «Δεν υπάρχει άμεση λύση» εξήγησε, προβλέποντας ότι «το ΔΝΤ θα παρέμβει, αλλά ο δρόμος θα είναι γεμάτος σκαμπανεβάσματα».
Η διευθύντρια Εξωτερικών Σχέσεων του ΔΝΤ, πάλι, κυρία Καρολάιν Ατκινσον επανέλαβε ότι η Ελλάδα δεν έχει ζητήσει οικονομική βοήθεια, αλλά ο οργανισμός είναι έτοιμος να συνδράμει, αν κάτι τέτοιο τού ζητηθεί, ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει να διακηρύσσει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι ελπίζει να μην καταστεί κάτι τέτοιο αναγκαίο.
Την ίδια στιγμή όμως το κόστος ασφάλισης για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έναντι αθέτησης πληρωμών ενισχύθηκε στις 295.700 ευρώ για κάθε 10 εκατ. ευρώ, το κόστος δανεισμού της χώρας διευρύνθηκε σημαντικά, ενώ η σύγχυση, οι αρνητικές φήμες και οι «απειλές» για το ΔΝΤ δεν ήταν καλά νέα και για τις ελληνικές μετοχές, που καταποντίστηκαν.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Βank Γιόζεφ Ακερμαν εκτίμησε πάλι ότι για την ευρωζώνη δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από τη διάσωση της Ελλάδας, διαφορετικά το κόστος θα είναι πολύ υψηλό. Σύμφωνα εξάλλου με τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, οι τράπεζες της ευρωζώνης έχουν έκθεση ύψους περίπου 83 δισ. δολάρια στο ελληνικό χρέος, 95 δισ. δολάρια στο ισπανικό και 53 δισ. δολάρια στο πορτογαλικό.
Μπορεί πάντως η χώρα μας να παραμένει «στην κόψη του ξυραφιού», οι ξένοι δανειστές και επενδυτές ωστόσο συνεχίζουν να παρατηρούν μάλλον ψυχρά την «ελληνική υπόθεση». Η πολιτική και πρωτίστως οικονομική υπερδύναμη της ευρωζώνης, λένε, είναι οι Γερμανοί, και αυτοί είναι σφιχτοί όταν πρόκειται για λεφτά. Η Ελλάδα «απολάμβανε» και θα συνεχίσει να «απολαμβάνει» πολιτική στήριξη, λεφτά όμως δεν θα πάρει τόσο εύκολα.
Ετσι, έστω και αν αποφύγουμε τελικά την αγκαλιά του ΔΝΤ, τα δεδομένα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε ούτε το σχετικά υψηλό κόστος δανεισμού ούτε μάλλον και την πιθανότητα οι αγορές να μας οδηγήσουν στη λήψη διαρθρωτικών αλλά και άλλων μέτρων, πιο επώδυνων, ειδικά για τον δημόσιο τομέα.