4ος αιώνας: Με τον νόμο 355 ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος αναγνωρίζει ότι οι κατηγορίες κατά των Επισκόπων αντιμετωπίζονται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια.

369: Ο καθαιρεθείς από την Ιερά Σύνοδο Επίσκοπος Χρονόπιος καταδικάστηκε από κοσμικό ποινικό δικαστήριο και αποπειράθηκε να προσβάλει την απόφαση του κοσμικού δικαστηρίου αλλά δεν μπόρεσε.

Τέλη 4ου αιώνα: Ο Θεοδοσιανός Κώδικας ορίζει ότι όταν οι Επίσκοποι διαπράττουν ποινικά αδικήματα υπάγονται στον έλεγχο της κοσμικής ποινικής εξουσίας.

451: Συγκαλείται από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό και την Αυγούστα Πουλχερία 4η Οικουμενική Σύνοδος η οποία στον 9ο και 17ο Κανόνα της προβλέπει: «αν κάποιος κληρικός έχει μία υπόθεση εναντίον του δικού του ή και άλλου επισκόπου να εκδικάζεται στη Σύνοδο της επαρχίας. Και εάν κάποιος επίσκοπος ή κληρικός διαφωνεί εναντίον του Μητροπολίτη της ίδιας επαρχίας του να προσφεύγει(…) στον Θρόνο της Βασιλεύουσας και ενώπιον αυτού να εκδικάζεται». Πρόκειται για το έκκλητο. (Από τη μετάφραση του Πρόδρομου Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων.)

6ος αιώνας: Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας προβλέπει ότι τα παραπτώματα των κληρικών, εκκλησιαστικά, κοσμικά και πολιτικά, κρίνονται είτε στο επισκοπικό είτε κοσμικό δικαστήριο.

539: Νεαρές πγ Δ και ρκγ Δ του Ιουστινιανού προβλέπουν: Για τα αμιγώς εκκλησιαστικά παραπτώματα τις ποινές επιβάλλει το εκκλησιαστικό δικαστήριο. Αν όμως υπάρχει προσφυγή κατά κληρικού στο ποινικό δικαστήριο, αυτή δικάζεται και η ποινή αποστέλλεται στον Επίσκοπο για να απαγγείλει αυτός την καθαίρεση.

14ος αιώνας Παλαιολόγειοι χρόνοι: Ενισχύεται η λειτουργία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και υπάρχει δυνατότητα να διατυπώνονται ακόμη και αντιρρήσεις έναντι των αποφάσεων των κοσμικών δικαστηρίων.

15ος αιώνας: Ο Μωάμεθ ο Πορθητής αναγνωρίζει στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο τον ρόλο του γενικού κριτή των υποθέσεων του Ορθοδόξων Ρωμαίων.