Η ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ως την τελευταία στιγμή για τη μετάδοση των αγώνων της Formula 1 από την ελληνική τηλεόραση είναι μια απλή παρωνυχίδα μπροστά στις αλλαγές που σημειώνονται τον τελευταίο καιρό στο μεγαλύτερο αθλητικό και τηλεοπτικό θέαμα στον κόσμο. Σήμερα ξεκινούν στο Μπαχρέιν οι αγώνες της εφετινής σεζόν, με τον ενθουσιασμό των εκατομμυρίων φίλων του αθλήματος για την επανεμφάνιση του Μίχαελ Σουμάχερ στο τιμόνι μιας Μercedes, για την αναγέννηση της ομάδας της Lotus και την είσοδο του Ρίτσαρντ Μπράνσον στον αγωνιστικό χώρο. Πέρα όμως από το καθαρά αγωνιστικό ενδιαφέρον,
η Formula 1 είναι κυρίως χρήμα. Και μάλιστα πολύ. Υπολογίζεται ότι το ποσό που διακινήθηκε πέρυσι γύρω από (και με αφορμή) το πρωτάθλημα έφτασε τα 4,6 δισ. δολάρια. Το υπέρογκο αυτό ποσό μεταφράζεται σε έξοδα ανάπτυξης και συντήρησης των ομάδων, σε έσοδα από τις εισπράξεις των εισιτηρίων και (κυρίως) σε διαφημιστικές και χορηγικές δαπάνες. Ενας πραγματικός χορός δισεκατομμυρίων με… μόνιμο χορογράφο του μπαλέτου τον Μπέρνι Εκλστοουν, τον γηραιό «ιδιοκτήτη» της F1, ο οποίος, παρά τα όσα κατά καιρούς του καταμαρτυρούν και παρά τα προβλήματα των τελευταίων ετών, δηλώνει ότι «το άθλημα βρίσκεται σήμερα σε καλύτερη φόρμα από ποτέ άλλοτε». Εχει άραγε δίκιο;

Εάν κρίνουμε από το ενδιαφέρον των διαφημιζομένων για τη F1, αλλά και από την πρεμούρα ολόκληρων κυβερνήσεων να φιλοξενήσουν στη χώρα τους αγώνες του παγκοσμίου πρωταθλήματος, τότε πράγματι δεν υπάρχει πρόβλημα. Με ένα κοινό, πρωτίστως τηλεοπτικό, που ανέρχεται σε 600 εκατομμύρια σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γης, οι διαφημιζόμενοι δεν μπορούν ποτέ να κλείσουν τα μάτια, όση κρίση και να γνωρίζει ο θεσμός. Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί ο νοτιοκορεατικός γίγαντας της ηλεκτρονικής LG, που συνήψε πρόσφατα συμφωνία ύψους αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων για να βάλει το λογότυπό του παντού όπου πέφτει το μάτι τού τηλεθεατή.

Δεν είναι όμως μόνο το- εύκολα κατανοητό- ενδιαφέρον των μεγάλων εταιρειών για τη F1 που κάνει τον Εκλστοουν να τρίβει τα χέρια του. Η ζήτηση από την πλευρά των χωρών που θέλουν να φιλοξενήσουν στο έδαφός τους έναν αγώνα Γκραν Πρι είναι μεγάλη. Και κυρίως χωρών από τις νέες οικονομίες που βλέπουν τη F1 σαν μια ευκαιρία για προβολή. Ας θυμηθούμε ότι η Τουρκία έκανε ό,τι μπορούσε για να πετύχει να φέρει στην Κωνσταντινούπολη έναν αγώνα F1, την ώρα που εμείς στην Ελλάδα διατυπώνουμε επιφυλάξεις για τις επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον η κατασκευή μιας πίστας.

Καλύτερο παράδειγμα από αυτό της Σιγκαπούρης δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση της μικρής σε μέγεθος αλλά ισχυρής οικονομικά ασιατικής χώρας διεκδίκησε με πείσμα την τέλεση ενός αγώνα μέσα στους δρόμους της πόλης και μάλιστα νύχτα, ώστε το θέαμα να είναι πιο εντυπωσιακό. Αν και γνώριζε ότι η δαπάνη θα ήταν μεγαλύτερη από τα έσοδα, η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης επέμεινε, ελπίζοντας ότι ο αγώνας θα τη βάλει στον παγκόσμιο χάρτη των τηλεοπτικών μεταδόσεων, από τον οποίο μόνο οφέλη μπορεί να αποκομίσει κάποιος εάν τον διαχειριστεί έξυπνα. Και μάλλον κερδίζει το στοίχημα, υπολογίζοντας την αύξηση των αφίξεων τουριστών τον τελευταίο χρόνο, που εν μέρει οφείλεται στην προβολή της χώρας από τον αγώνα.

Ανάλογες είναι και οι φιλοδοξίες του Αμπου Ντάμπι, που μπαίνει εφέτος και αυτό στον χορό των αγώνων, με μια εντυπωσιακή καινούργια πίστα αξίας ενός δισ. δολαρίων και νέες υποδομές γύρω από αυτήν, προϋπολογισμού σχεδόν 40 δισ. «Εντάξει», θα πείτε, «οι Εμιρατινοί έχουν λεφτά να φάνε και οι καμήλες, δεν θα επενδύσουν στη Φόρμουλα 1;». Υπολογίζουν όμως ότι το ενδιαφέρον για τον αγώνα, αλλά και έπειτα από αυτόν, θα φέρει τουρισμό, προβολή και ενδεχομένως κέρδη, γιατί ως γνωστόν η πρωτεύουσα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων κάνει ό,τι μπορεί για να τραβήξει πάνω της τους προβολείς της δημοσιότητας, με νέα μουσεία σε συνεργασία με μεγάλα της Δύσης (βλέπε Λούβρο και Γκούγκενχαϊμ), εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία και άλλες… ατραξιόν. Δίπλα από τη νέα πίστα κατασκευάζεται με το σήμα της Ferrari το μεγαλύτερο κλειστό λούνα παρκ στον κόσμο, που θα διαθέτει και το ταχύτερο τρενάκι, με ταχύτητες ως και 200 χιλιόμετρα την ώρα. Είναι βέβαιο ότι η συνύπαρξή του δίπλα σε μια αυθεντική πίστα αγώνων F1 θα αποτελέσει μαγνήτη για τους επισκέπτες, όχι μόνο την εβδομάδα που θα είναι εκεί οι ομάδες, αλλά ολόκληρο τον χρόνο.

Η πολιτική τής επέκτασης της F1 προς τις νέες αγορές έχει και τη σφραγίδα του Εκλστοουν, ο οποίος πιστεύει ότι η παραδοσιακή αγορά της Ευρώπης έχει πλέον κορεστεί. Για αυτό και από τους 19 αγώνες του εφετινού πρωταθλήματος μόνον οι οκτώ θα διεξαχθούν στη γηραιά ήπειρο. Η επέκταση μακριά από την Ευρώπη αυξάνει φυσικά το κόστος, αλλά δημιουργεί κάθε φορά καινούργιο ενδιαφέρον. Συνδυάζεται όμως με την πρόσφατη απόφαση της FΙΑ (Διεθνούς Ομοσπονδίας Αυτοκινήτου) για την επιβολή ενός πλαφόν στις συνολικές δαπάνες, που ευνοεί την ανάπτυξη μικρότερων ομάδων που θα μπορούν να σταθούν δίπλα σε θηρία όπως η Ferrari και η ΜcLaren. Μια πιο μικρή και ευέλικτη F1, με περισσότερες μικρές ομάδες, αποτελεί ίσως τη λύση στον γιγαντισμό των τελευταίων ετών και στα προβλήματα που δημιούργησε. Προβλήματα αξιοπιστίας, δεοντολογίας και αθέμιτου ανταγωνισμού, που απασχολούν συχνά τον Τύπο, αλλά δεν στερούν από όλους εμάς τους απλούς θεατές τη χαρά της παρακολούθησης ενός από τα πλέον συναρπαστικά θεάματα που προσφέρει ο χώρος του μηχανοκίνητου αθλητισμού.

ΗΛΙΚΙΑ: 79 ετών.

ΣΠΟΥΔΕΣ: Παράτησε το σχολείο στα 16 για να ασχοληθεί με το αγαπημένο του χόμπι, τις μοτοσικλέτες, και να μπει με αυτό τον τρόπο στον χώρο της αυτοκίνησης, από τον οποίο ουδέποτε έφυγε.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ: Διαζευγμένος, με δύο κόρες

ΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΓΙ΄ ΑΥΤΟΝ: Εχει ύψος 1,59 μ., αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να παντρευτεί ένα πρώην μοντέλο του Αρμάνι, που έχει ύψος 1,88 μ., την πασίγνωστη στους κοσμικούς κύκλους Σλάβικα Εκλστοουν, μικρότερή του κατά 28 χρόνια. Το ζευγάρι χώρισε πέρυσι ύστερα από 25 χρόνια γάμου και με όρους που αύξησαν τον τραπεζικό λογαριασμό της κροατικής καταγωγής Σλάβικα κατά αρκετά μηδενικά.

ΑΠΟ ΠΟΥ ΒΓΑΖΕΙ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥ: Ωραία ερώτηση. Το «Forbes» τον κατέταξε πέρυσι στην 151η θέση του καταλόγου του, με περιουσία 3,7 δισ. δολαρίων. Η κύρια πηγή των χρημάτων του είναι οι εισπράξεις που του αναλογούν από τα δικαιώματα της τηλεοπτικής μετάδοσης των αγώνων. Αυτό γίνεται μέσω ενός πολυσχιδούς ιδιοκτησιακού καθεστώτος με άξονα την εταιρεία επενδύσεων CVC Capital Ρertners.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΤΟΥ ΟΜΑΔΑ: Η Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, της οποίας είναι ιδιοκτήτης μαζί με τον Φλάβιο Μπριατόρε (πρώην επικεφαλής της ομάδας της Renault) και τον «βασιλιά του χάλυβα» Λάκσμι Μιτάλ. Σημείωση: το 2004 πούλησε στον Μιτάλ το σπίτι (τρόπος του λέγειν..) του στο Κένσιγκτον του Λονδίνου αντί 60 εκατ. ευρώ, στη μεγαλύτερη ως τότε συναλλαγή στον τομέα των ακινήτων στη Βρετανία.