Την ώρα που η Ανγκελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί καλούνται να λάβουν σημαντικές αποφάσεις προκειμένου να στηρίξουν την Ελλάδα αλλά και ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικονομικό μοντέλο που έχει στο επίκεντρό του το κοινό νόμισμα, βρίσκονται αντιμέτωποι με εξίσου σοβαρά πολιτικά προβλήματα στο εσωτερικό των χωρών τους. Πηγή αυτών των προβλημάτων για τη γερμανίδα καγκελάριο είναι ο κυβερνητικός της εταίρος, το κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών του Γκίντο Βεστερβέλε. Στην περίπτωση του γάλλου προέδρου το πρόβλημα είναι ο επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Ντομινίκ Στρος Καν.

Πέντε μήνες μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι ο «κιτρινόμαυρος» συνασπισμός της Μέρκελ με τον Βεστερβέλε δεν ήταν η καλύτερη επιλογή για την αναθέρμανση της οικονομίας. Η συνεργασία τους δημιούργησε υψηλές φιλοδοξίες οι οποίες όμως εξανεμίστηκαν πολύ γρήγορα. Ο συνασπισμός εμφανίζεται διχασμένος σε μια σειρά από ζητήματα: από τη μείωση της φορολογίας ως την κοινωνική πολιτική και ασφαλώς την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη.

Ως υπέρμαχος του πιο ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού ο Βεστερβέλε έχει κάνει σημαία του την περικοπή των φόρων και την όσο το δυνατόν μικρότερη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Βέβαια και η γερμανίδα καγκελάριος, καθώς προέρχεται από ένα κράτος (πρώην Ανατολική Γερμανία) με κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, ούτε που θέλει να ακούει για κρατικό παρεμβατισμό. Ομως από τις επιφυλάξεις έναντι του κρατισμού της κυρίας Μέρκελ ως την ολομέτωπη επίθεση στο κοινωνικό κράτος από τον Βεστερβέλε (τις προηγούμενες μέρες έκανε λόγο για «ζητιάνους της κοινωνικής πρόνοιας» ) υπάρχει τεράστιο χάσμα.

Οι δυσκολίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο να συμβιβάσει τα σχεδόν ασυμβίβαστα οξύνονται ακόμη περισσότερο από τον τρίτο εταίρο του συνασπισμού, τη Χριστιανοκοινωνική Ενωση της Βαυαρίας (CSU). Η ηγέτις της Γερμανίας αισθάνεται «συμπιεσμένη» εκατέρωθεν, καθώς όπως λέγεται το CSU υπερασπίζεται ένα ισχυρό κράτος που θα προστατεύει τον πολίτη και έχει βαθιές φιλοσοφικές διαφορές με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες.

Για εντελώς διαφορετικούς λόγους βρίσκεται ανάμεσα σε συμπληγάδες και ο πρόεδρος της Γαλλίας. Στην προκειμένη περίπτωση τα «κονταροχτυπήματα» μεταξύ Σαρκοζί, Στρος Καν και του προέδρου της ΕΚΤ Ζαν Κλοντ Τρισέ έχουν ακόμη πιο άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική πραγματικότητα διότι καθένας από τους τρεις υπερασπίζεται τη δική του συνταγή για την έξοδο από την κρίση, την ελληνική και εν γένει την ευρωπαϊκή. Το μοναδικό σημείο σύγκλισης μεταξύ του Σαρκοζί και του Τρισέ δεν είναι άλλο παρά ο «κοινός εχθρός», το ΔΝΤ. Και αν ο πρόεδρος της ΕΚΤ θέλει να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της ευρωζώνης παίζοντας το χαρτί της αλληλεγγύης προς τους αδύναμους κρίκους του ευρωπαϊκού Νότου, ο γάλλος ηγέτης έχει έναν ακόμη λόγο για να πλειοδοτεί σε φιλία και στήριξη προς την Ελλάδα. Μπορεί ο ίδιος να κατηγορήθηκε ότι αρπάζει στελέχη του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος προσφέροντάς τους υψηλά (αμειβόμενα) αξιώματα, όμως η επιλογή του Στρος Καν για το ΔΝΤ δεν αντανακλά τα αισθήματα πολιτικής γενναιοδωρίας του Σαρκοζί.

Ο «εξοστρακισμός» του Στρος Καν στην Ουάσιγκτον αποσκοπούσε στην απομάκρυνσή του από την κεντρική πολιτική σκηνή της Γαλλίας καθώς ο ίδιος συγκαταλέγεται μεταξύ των δυνητικών (και με υψηλή δημοτικότητα) αντιπάλων του Σαρκοζί στη διεκδίκηση της προεδρίας στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση του 2012. Μόνο που η θητεία του Στρος Καν στο ΔΝΤ αξιολογείται θετικά ως τώρα και έχει συμβάλει υπέρ της ενίσχυσης του προφίλ του, αντίθετα δηλαδή με τις κρυφές προσδοκίες του Σαρκοζί. Συνεπώς κάθε επιπλέον «επιτυχία» του ΔΝΤ (όπως η τυχόν «διάσωση» της Ελλάδας) ισοδυναμεί με μια μικρή προσωπική «νίκη» του Στρος Καν έναντι του γάλλου προέδρου. Και όλα αυτά βέβαια στις πλάτες του «μαύρου πρόβατου» της ευρωζώνης.