Ο χρόνος καταδιώκει τους ήρωες του Θείου Βάνια. Πότε τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και παίρνει στο διάβα του τα νιάτα, τις φιλοδοξίες, τα όνειρά τους. Πότε στέκεται ακίνητος και αφήνει τα πλοκάμια της πλήξης να τυλιχθούν γύρω από τις ανήσυχες ψυχές τους. Και πότε κινείται τόσο αργά, τόσο βασανιστικά ώστε κάθε δευτερόλεπτο φαντάζει αιώνας: «Ω Θεέ μου! Είμαι σαράντα επτά χρονών· ας υποθέσουμε ότι θα ζήσω μέχρι τα εξήντα, άρα μου μένουν άλλα δεκατρία χρόνια. Τόσος πολύς καιρός! Πώς θα τα περάσω αυτά τα δεκατρία χρόνια; Τι θα κάνω, πώς θα τα γεμίσω;» αναφωνεί ο Βάνιας και τα λόγια του θα μπορούσαν να εκφράζουν την αγωνία όλων των ηρώων του Τσέχοφ.

Το παρόν είναι δυσβάσταχτο, το παρελθόν επώδυνο, το μέλλον ζοφερό. Το λαμπερό μυαλό που σκούριασε προτού το καταλάβει, το ταλέντο που έμεινε ανεκμετάλλευτο, οι αγάπες που δεν ευοδώθηκαν, οι θυσίες που δεν ανταμείφθηκαν, αυτό το φορτίο σπαταλημένης ζωής μοιάζει να βαραίνει όλους το ίδιο, ανεξαρτήτως ηλικίας. Καθηλωμένοι στην εξοχική έπαυλη με τα είκοσι έξι τεράστια δωμάτια οι ήρωες πασχίζουν να ζήσουν έστω για λίγο, ακόμη κι αν πιστεύουν πως είναι πολύ αργά και ο αγώνας έχει κριθεί. Ο έρωτας, τουλάχιστον για όσους αντέχουν ακόμη, φαντάζει ιδεώδης σωτηρία. Αν είχαν αυτόν στη ζωή τους, όλα θα ήταν καλύτερα, το πάθος θα ξέπλενε την πλήξη και όλα θα ήταν πιο υποφερτά, θα είχαν κάποιο νόημα- έστω προσωρινά.

Ούτε αυτός είναι εφικτός όμως. Ο Βάνιας θέλει την όμορφη Ελένα που είναι παντρεμένη με τον ηλικιωμένο καθηγητή Σερεμπριάκοφ και η Σόνια, νεαρή ανιψιά του Βάνια, θέλει τον γιατρό Αστροφ που λαχταράει κι αυτός την όμορφη Ελένα. Οσο για την όμορφη Ελένα αυτή προτιμά, για τους δικούς της λόγους, να παραμείνει πιστή στον σύζυγό της. Κανένας τους δεν βρίσκει ανταπόκριση, κανένας δεν παίρνει αυτό που θέλει και η σύγχυση εκτονώνεται τελικά με δύο πυροβολισμούς. Ο Βάνιας σημαδεύει τον Σερεμπριάκοφ, το ίνδαλμα την νιότης του που αποδείχθηκε σκάρτο και παντρεύτηκε τη γυναίκα που τώρα ο πρώτος ποθεί.

Το έγκλημα θα ήταν μια κάποια λύση, σε άλλο έργο ίσως. Στον Τσέχοφ σκάει απλώς ως υπενθύμιση όσων δεν πρόκειται να γίνουν γιατί δεν υπάρχουν μαγικές σκανδάλεις. Μπαμ, μπαμ: ο δράστης αστοχεί, οι πυροβολισμοί όμως ξυπνούν τους εμπλεκομένους από την παραζάλη των ερωτικών εξομολογήσεων και τους επαναφέρουν στη χλωμή καθημερινότητα.

«Δώσ΄ το πίσω» λέει η Σόνια στον θείο της εννοώντας το περίστροφο. «Γιατί προσπαθείς να μας τρομάξεις; Δώσ΄ το πίσω, θείε Βάνια. Μπορεί να είμαι το ίδιο δυστυχισμένη με σένα αλλά δεν υποκύπτω στην απόγνωση. Θα κάνω υπομονή και θα συνεχίσω να κάνω υπομονή ωσότου η ζωή μου φτάσει στο φυσικό τέλος της… Να κάνεις κι εσύ υπομονή». Πάρτε το απόφαση, είναι σαν να μας λέει η Σόνια, αυτό είναι και δεν θα αλλάξει. Ούτε με την επιπολαιότητα της λαγνείας, ούτε με τον ιδρώτα της υπερβολικής εργασίας, ούτε με τουφέκια, ούτε καν με κανόνια. Η ζωή είναι πολύ μεγάλη για να είναι ευχάριστη. Τις περισσότερες φορές είναι ανυπόφορη, μοναχική, επώδυνη, γεμάτη απογοητεύσεις και χωρίς νόημα.

Μέσα σε όλη αυτή την καταχνιά ο Τσέχοφ πορεύεται με διακριτική ελαφρότητα. Τα χειρότερα, μας θυμίζει, εμπεριέχουν συνήθως και μια νότα γελοιότητας: το προσωπικό μας δράμα μπορεί στα μάτια των άλλων να φαντάζει λιγάκι αστείο. Αυτές οι φαινομενικά συγκρουόμενες διαθέσεις συνυπάρχουν αρμονικά στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Ακόμη και όταν έχουν ανταλλάξει τον πιο στενόχωρο διάλογο, οι ηθοποιοί σηκώνονται και χορεύουν ξαφνικά τσα τσα, επιδίδονται σε χαζοχαρούμενους αυτοσχεδιασμούς ή τραγουδούν λυπητερά γαλλικά τραγούδια, με το πρόσωπό τους να προβάλλεται μεγεθυμένο στο βάθος της σκηνής: η μελαγχολία και η φαιδρότητα αποτελούν συχνά όψεις του ίδιου νομίσματος.

Ακόμη και ο ίδιος ο Βάνιας στην παράσταση αυτή είναι φαιδρός. Σαχλαμαρίζει σαν δωδεκάχρονο, κυλιέται στα πατώματα κυνηγώντας το αντικείμενο του πόθου του και γενικώς κάνει τον ερωτοχτυπημένο κλόουν. Ο Χουβαρδάς αντιλαμβάνεται εδώ τον ήρωα ως μεσήλικα σε κρίση, με τις νευρώσεις του να έχουν χτυπήσει κόκκινο. Εξ ου τα καραγκιοζιλίκια, εξ ου ο συνεχής εκνευρισμός, οι εκδηλώσεις ζήλιας, η ανολοκλήρωτη απόπειρα αυτοκτονίας αλλά και η παταγωδώς αποτυχημένη απόπειρα εξόντωσης του αντίζηλου. Η προσέγγιση είναι θεωρητικά ενδιαφέρουσα- φαντάζομαι προέρχεται από την ανάγκη του σκηνοθέτη να πάει κόντρα στη διαδεδομένη σκιαγράφηση του ήρωα ως βασανισμένης ψυχής-, στην πράξη όμως δεν λειτουργεί επαρκώς. Ο Νίκος Χατζόπουλος με τις συνεχείς τιραμολίσιες γκριμάτσες του, την αμέτοχη φωνή του, θυμίζει λίγο τον τρελό του χωριού που αδυνατεί να κερδίσει την προσοχή μας ό,τι κόλπο κι αν κάνει- μια αχνή καρικατούρα που κινείται στην περιφέρεια του ενδιαφέροντός μας.

Ετσι, με έναν Βάνια αποδυναμωμένο, αποδομημένο, ταράζεται σημαντικά η ισορροπία των σχέσεων. Αυτό που βλέπουμε περισσότερο είναι το ερωτικό τρίγωνο Σόνια- Αστροφ- Ελένα, ενώ αυτό που θα έπρεπε να βλέπουμε είναι η αλυσίδα απόγνωσης που τους αγκαλιάζει όλους. Γενικότερα υπάρχει η αίσθηση της αποσπασματικότητας που δεν ευνοεί την ολοκληρωμένη θέαση του συνόλου. Παρ΄ όλο που όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουν- για την ακρίβεια στο σκηνικό του Χέρμπερτ Μουράουερ, μια αφαιρετική απόδοση βορειοευρωπαϊκού σανατόριου με μεγάλα παράθυρα και δερμάτινες καρέκλες στις οποίες οι ηθοποιοί κάθονται καθ΄ όλη τη διάρκεια της παράστασης ακόμη και όταν δεν συμμετέχουν- έχουμε την αίσθηση πως το έργο δουλεύτηκε κυρίως σε ντουέτα, σε επιμέρους σκηνές, που ενώθηκαν τελικά για να δημιουργήσουν ένα αναγκαίο κολάζ. Αυτόνομα, η κάθε σκηνή είναι άρτια, το όλον όμως πάσχει. Μένουμε έτσι με σπαράγματα, στιγμές ερμηνευτικής γοητείας και συγκίνησης.

Συμπαθέστατοι ο Γιάννης Βογιατζής και ο Μάνος Σταλάκης στους ρόλους των ηλικιωμένων ενοίκων του σανατόριου-εξοχικού. Ο Ακύλλας Καραζήσης φιλοδοξεί προφανώς να πλάσει έναν επαρχιακό γιατρό αλλιώτικο από τους άλλους, πιο σύγχρονο, πιο κουλ, παίζει όμως επιφανειακά και δεν πείθει ούτε στιγμή για τις οικολογικές ανησυχίες του ήρωά του. Η Αλκηστις Πουλοπούλου στον ρόλο της Σόνιας ξεχειλίζει από άγουρο, άγαρμπο, ακατέργαστο πάθος. Υπάρχει φλόγα, χρειάζεται όμως και πειθαρχία για να μην πάρουν φωτιά τα δάση. Η Μαρία Σκουλά, τέλος, στον ρόλο της Ελένας ενσαρκώνει τον άψογο συνδυασμό τεχνικής και αισθητικής: ξέρει να σαλπάρει σε βαθιά νερά χωρίς να χάνει ποτέ τον προσανατολισμό της.

salome@tovima.gr