Φουαγέ του θεάτρου Σφενδόνη, λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της νέας παράστασης στην οποία η Αννα Κοκκίνου παίζει και σκηνοθετεί. «Αν δεν ερχόσασταν ως τις επτά και είκοσι, θα έφευγα» λέει καθώς μου σερβίρει γαλλικό καφέ σε μια κούπα. «Ηρθα στην ώρα μου ακριβώς και την πατήσατε όμως» της απαντώ, για να μου ανταποδώσει: «Την πάτησα, αλήθεια. Και μην ανησυχείτε επειδή λέω τέτοια. Είμαι παιχνιδιάρα». Την προσοχή μου τραβά η εμπριμέ τιράντα που κρατά το παντελόνι της και η οποία ίσα που φαίνεται μέσα από τη μαύρη ζακέτα της. Επειτα το τσίγκινο κατοσταράκι, βγαλμένο θαρρείς από παλιό καπηλειό, από όπου πίνει νερό. Και με απορροφά απόλυτα η παρουσία της όταν ξεκινά η κουβέντα μας, καθ΄ όλη τη διάρκεια της οποίας με κοιτά κατάματα. Η Αννα Κοκκίνου, παρά την απόσταση που διατηρεί, είναι τόσο εκφραστική ως συνομιλήτρια όσο και επί σκηνής. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον λόγο είναι απολαυστικός, όπως και οι συχνές και μεγάλες παύσεις της. «Η δική μου εκδοχή για το θέμα είναι το πώς ένας άνθρωπος χάνει τα πάντα στη ζωή του και τότε καταλαβαίνει τι είναι η ζωή και τι είναι ο θάνατος. Φτάνει στη χειρότερη κατάσταση που μπορεί να βρεθεί κανείς και όμως στέκεται στα πόδια του. Γι΄ αυτό το έργο τελειώνει με μια ανάταση» μου λέει για τους «Καβαλάρηδες στη θάλασσα» του Ιρλανδού Τζον Μίλινγκτον Σινγκ.

Τη ρωτάω αν οι άσχημες στιγμές στη ζωή μας μπορεί να μας κάνουν να σκεφθούμε βαθύτερα ή να αναθεωρήσουμε τα πράγματα. «Ναι, βέβαια, άλλοι τα χάνουν όλα και καταβαραθρώνονται. Ο Αναξαγόρας, τον οποίο αναφέρει ο Πλούταρχος στα “Ηθικά” του, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του γιου του, δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ και είπε: “Μα ήξερα ότι γέννησα θνητούς”. Αυτό ταιριάζει κάπου με τη Μόιρα από τους “Καβαλάρηδες στη θάλασσα”». Παρατηρώ τα χαμομήλια στο βάζο της. Λίγο μαραζωμένα.«Μαραζωμένα τα χαμομηλάκια; Οχι. Είναι επειδή σκοτείνιασε και κοιμούνται, αύριο θα ανοίξουν ξανά. Αλλά σας τα έδειξα απλώς επειδή τα λατρεύω. Μου αρέσει να μαζεύω χαμομηλάκια και παπαρούνες όταν πηγαίνω βόλτες στους γύρω λόφους».

Στο έργο που ανεβάζει η ηρωίδα αναρωτιέται κάποια στιγμή: «Πώς θα ζήσω τώρα χωρίς τα παιδιά μου;». Πόσο ταιριάζει στην ίδια η επιλογή «χωρίς οικογένεια;». Λέει: «Θα ήθελα πάρα πολύ να έχω κάνει ένα παιδί. Απλώς, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω ότι είχα ανοιχτά θέματα με τον εαυτό μου και ίσως σωστά δεν το τόλμησα. Βέβαια ποτέ δεν ξέρεις. Θα μπορούσαν αυτά τα “ανοιχτά θέματα” να είχαν αλλάξει, αλλά τις περισσότερες φορές βλέπουμε το αντίθετο. Κάτι που υπάρχει μετατίθεται στο παιδί. Πάντως οπωσδήποτε θα ήθελα να είχα κάνει ένα παιδί αλλά δεν το αποφάσισα».

Και για την κρίση τι λέει; « Αισθάνομαι ότι είναι πολύ υγιές που έχει ξεσπάσει όλο αυτό το πράγμα και ότι θα έπρεπε να έχει συμβεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Πρόκειται για πράγματα τα οποία φέρει η χώρα από γεννήσεως του κράτους. Στην ουσία, δηλαδή, η νοοτροπία δεν έχει αλλάξει από τότε. Τώρα τουλάχιστον φαίνεται σαν αυτό να έχει φτάσει σε απόλυτο αδιέξοδο. Εύχομαι να είναι πράγματι απόλυτο το αδιέξοδο και να είναι μια κρίση σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία και στον πολιτισμό. Εξάλλου πιστεύω ότι το πρόβλημα στην οικονομία είναι συνυφασμένο με όλα τα υπόλοιπα. Εύχομαι και ελπίζω αυτό να σημαίνει και αλλαγή νοοτροπίας. Είναι βέβαιο πάντως ότι, αν σημαίνει αυτό, θα φανεί έπειτα από δύο, τρεις ή τέσσερις γενιές. Εύχομαι να συμβεί, να είναι απόλυτη η κρίση και να δουν όλοι το αδιέξοδο σε όλα τα επίπεδα. Και να λυθεί, φυσικά». Στον πολιτισμό υπάρχει κρίση; «Αυτό που με πονάει πάρα πολύ είναι που τελειώνουν τα παιδιά, οι νέοι ηθοποιοί, τις σχολές τους και δεν γνωρίζουν ποιο είναι το αντικείμενό τους. Δηλαδή, το θέμα “λόγος” είναι κάτι το οποίο όποιος το γνωρίζει το έχει μάθει εμπειρικά. Επικρατεί παντελής έλλειψη διαπαιδαγώγησης των ηθοποιών. Βέβαια, έχω συζητήσει το θέμα και με ανθρώπους από άλλα επαγγέλματα και μου έχουν πει ότι ισχύει το ίδιο. Δηλαδή, δεν είναι θέμα σχολών αλλά γενικότερα θέμα Παιδείας στη χώρα».

Η Αννα Κοκκίνου πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί την παράσταση «Καβαλάρηδες στη θάλασσα» που ανεβαίνει στο θέατρο Σφενδόνη. Παράλληλα σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο παίζεται ξανά το «Λα Πουπέ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.