Αν το δει κανείς ψύχραιμα, ήταν απλώς θέμα χρόνου. Εφόσον μια ομάδα αγροτών αποκλείει κατ΄ έτος τους αυτοκινητοδρόμους διαταράσσοντας τις εθνικές και διασυνοριακές μεταφορές, για ποιον λόγο δεν θα αποφάσιζαν μερικές δεκάδες να κάνουν το ίδιο σε κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας; Θα τους απέτρεπε η σκέψη ότι με τον τρόπο αυτόν ταλαιπωρούν εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους; Μα ακριβώς στην αποδιοργάνωση της ζωής των τρίτων αποβλέπουν αυτού του είδους οι «κινητοποιήσεις», έτσι προσδοκούν να ασκήσουν πίεση για να επιτευχθεί ο εκάστοτε στόχος.
Το ότι η μορφή «αγώνα» είναι, για να θυμηθούμε τη λέξη του συρμού, «ασύμμετρη» σε σχέση με τη διένεξη δεν πρέπει να εκπλήσσει. Ο ατομισμός είναι το μήνυμα του κοινωνικού συστήματος και στην Ελλάδα έχει ριζώσει πολύ καιρό. Οι αποκλείοντες και οι καταληψίες κοιτάζουν, μάλλον αναμενόμενα, το δικό τους συμφέρον. Δεν ενδιαφέρονται καν αν η παρανομία, στην οποία καταφεύγουν, υποστηρίζεται τουλάχιστον από μαζική συμμετοχή. (Το τελευταίο δεν ενδιαφέρει άλλωστε ούτε τους οργανωτές των διαδηλώσεων: το πλήθος υποκαταστάθηκε πρώτα από την ντουντούκα, ήδη πλέον από μεγάφωνα και μαγνητόφωνα. Δονείται το Σύνταγμα κι ας μην υπάρχει ψυχή.) Βασίζονται μόνο στην εκτίμηση ότι η κατάληψη δρόμων και κτιρίων θα μείνει ατιμώρητη και στην ελπίδα ότι το πολιτικό σύστημα θα προτιμήσει την υποχώρηση από την παρατεταμένη αναστάτωση.
Ανάλογο ατομισμό, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, μαρτυρούν συχνά τα ίδια τα αιτήματα. Οι αγρότες θέλουν από 15.000 ευρώ και να προσμετρείται ο ίδιος κλήρος και στον Κίτσο και στον Μήτσο. Οι συμβασιούχοι, συνήθως προσληφθέντες χάρη σε πολιτικές γνωριμίες, ζητούν να εξομοιωθούν με μονίμους χωρίς διαγωνισμό ή με προνομιακή μοριοδότηση. Οι εργαζόμενοι σε χρεοκοπημένες κρατικές επιχειρήσεις αξιώνουν να εξακολουθήσουν να πληρώνονται ή να συνταξιοδοτηθούν από νωρίς και γενναία. Εκείνοι που ζήτησαν θέση στην αποκομιδή απορριμμάτων να μεταφερθούν σε γραφεία. Μακρύς ο κατάλογος.
Κανένας δεν παραγνωρίζει ότι πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας και της ανατροπής της ζωής τους. Κυρίως δεν το παραγνωρίζουμε όσοι εργαζόμαστε στον ιδιωτικό τομέα, όπου η σταθερότητα της ίδιας θέσης εργασίας σε όλον τον επαγγελματικό βίο έχει γίνει όνειρο άπιαστο, όπου οι δουλειές χάνονται και οι επιχειρήσεις κλείνουν «όχι με πάταγο, αλλά με λυγμό». Εν προκειμένω όμως το αίτημα δεν είναι η ικανοποιητική στήριξη στην ανεργία, που εύλογα αξιώνεται σε ένα κοινωνικό κράτος, αλλά η διατήρηση των παροχών σαν όλα να πήγαιναν καλά, αν όχι η αποχώρηση με όρους καλύτερους από την απασχόληση. Οσο για τη μέθοδο «πάλης» δεν αποκλείεται να καθρεφτίζει, έστω σε μικρό βαθμό, την ίδια νοοτροπία με τις συνθήκες πρόσληψης: είσοδος από το παράθυρο, κατοχύρωση διά καταλήψεως. Μετά ταύτα, όλοι από κοινού απορούμε πώς σωρεύτηκε το χρέος και διαμαρτυρόμαστε για το αναξιοκρατικό και σπάταλο κράτος μας.