Καθησυχαστικός εμφανίζεται ο διευθυντής ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου κ. Γερ. Παπαδόπουλος όσον αφορά την πιθανότητα ο καταστρεπτικός σεισμός της Τουρκίας να επηρεάσει τον ελλαδικό χώρο.

«Σε αντίθεση με το 1999, το μέγεθος του χθεσινού σεισμού ήταν αρκετά μικρό για να προκαλέσει κάποιο “ντόμινο” μεταξύ ρηγμάτων Ελλάδας- Τουρκίας και το επίκεντρό του αρκετά μακριά, στο ρήγμα της Ανατολικής Ανατολίας. Ο σεισμός στην Τουρκία, τον Αύγουστο του 1999, που προκάλεσε τον σεισμό της Πάρνηθας ήταν πολύ μεγαλύτερος (7,5 ρίχτερ) και το επίκεντρό του ήταν πολύ πιο κοντά στην Ελλάδα », είπε μιλώντας στο «Βήμα».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι εκτιμήσεις των σεισμολόγων στο εξωτερικό, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτε το ανησυχητικό ή ασυνήθιστο στην αυξημένη σεισμική δραστηριότητα που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες σε ολόκληρη τη Γη.

Παρ΄ ότι μια πολύ ισχυρή σεισμική δόνηση μπορεί να «πυροδοτήσει» ρήγματα σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη, οι επιστήμονες λένε ότι οι φονικοί σεισμοί σε Αϊτή, Χιλή και Τουρκία αποτελούν πιθανότατα σύμπτωση και δεν συνδέονται μεταξύ τους.

«Αυτά τα φαινόμενα σημειώθηκαν πολύ μακριά το ένα από το άλλο για να υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ τους», λέει ο Ρίτσαρντ Λάκετ, σεισμολόγος στη Βρετανική Γεωλογική Υπηρεσία, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν έχει σημειωθεί αύξηση της παγκόσμιας σεισμικής δραστηριότητας. «Εάν υπήρχε αύξηση στον αριθμό των σεισμών που είναι μεγαλύτεροι των 6 ρίχτερ κατά την τελευταία δεκαετία θα το γνωρίζαμε, διότι θα το διαπιστώναμε στατιστικά» τόνισε. Στον αντίποδα υπάρχουν και κάποιοι σεισμολόγοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι ισχυροί σεισμοί που σημειώνονται σε μια περιοχή ενδέχεται να επηρεάσουν τη σεισμική δραστηριότητα άλλων ρηγμάτων, ακόμη και σε μεγάλες αποστάσεις.

Επιστήμονες όπως ο Τακαάκι Τάιρα, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, πιστεύουν ότι οι μεγάλοι σεισμοί μπορεί να επηρεάζουν τα ρήγματα ολόκληρου του πλανήτη, οδηγώντας σε προσωρινή αύξηση της παγκόσμιας σεισμικής δραστηριότητας.

Ολοι ωστόσο τονίζουν ότι χρειάζεται περαιτέρω συγκέντρωση επιστημονικών δεδομένων και μελέτη πάνω στο φαινόμενο, προκειμένου να διαπιστωθεί η σύνδεση ή μη σεισμών που πλήττουν τον πλανήτη με μικρή σχετικώς χρονική διαφορά ο ένας από τον άλλον.