Η συζήτηση περιστρέφεται ως σήμερα γύρω από την έξοδο από την κρίση. Θα ήταν ακόμη πιο σωστό να μιλάμε για τη «διαχείριση της κρίσης». Διότι η κρίση δεν έχει τελειώσει ακόμη, απλώς έχει σημειωθεί μια μεταβολή – όπως ήταν αναμενόμενο- με τη διαδοχική εμφάνιση των ολοένα πιο δυνατών «τεράτων». Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τον γεωοικονομικό χάρτη της Ευρώπης για να το αντιληφθεί.

Τα πολιτικά σύνορα εξακολουθούν να υπάρχουν στην Ευρώπη, όμως με τη νομισματική ενοποίηση τα οικονομικά σύνορα έχουν πλέον καταργηθεί. Ετσι δεν υπάρχουν πια «σύνορα» μεταξύ του ισολογισμού μιας τράπεζας που εδρεύει σε ένα κράτος και του ισολογισμού μιας συνεργαζόμενης τράπεζας που εδρεύει σε άλλη χώρα της ευρωζώνης. Μπορεί όμως να μην υπάρχουν σύνορα αλλά υπάρχουν συναλλαγές μεταξύ των κρατών και των τραπεζών, που «ανταλλάσσουν» χρέη, ελλείμματα και πτωχεύσεις. Η χρηματοπιστωτική έκθεση του «σκληρού πυρήνα» της Ευρώπης προς την Ελλάδα είναι περιορισμένη, αλλά για το σύνολο των χωρών που περιβάλλουν αυτόν τον πυρήνα το «ρίσκο» αυτό ανέρχεται σε μερικά τρισεκατομμύρια ευρώ λόγω της ύπαρξης των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Πρόκειται για τον δηλητηριώδη καρπό της «εποχής του χρυσού». Του χρυσού που δεν ήταν πραγματικός αλλά εικονικός. Του κατασκευασμένου χρυσού από τον οποίο επωφελήθηκαν πολλοί μέσω της κυκλοφορίας «διαβολικών» τίτλων και χρηματοοικονομικών συμφωνιών. Σήμερα λοιπόν, που φτάνουν στη λήξη τους αυτές οι συμφωνίες, δεν μπορούμε να περιορίσουμε την κρίση στην «περιφέρεια» καθώς αυτή διογκώθηκε τα προηγούμενα χρόνια από την υπεραφθονία χρήματος που διοχέτευε το «κέντρο». Αντίθετα, αυτή η κρίση επιστρέφει σαν μπούμερανγκ στο κέντρο με τη μορφή αλυσιδωτών «σοκ» και με τις ζημιές που εγγράφουν στο ενεργητικό τους οι τράπεζες.

Βέβαια τα λάθη τού χθες και οι υποχρεώσεις τού σήμερα δεν είναι ίδια για όλα τα κράτη και όλες τις τράπεζες. Ασφαλώς τα κράτη που περνούν κρίση δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις τους, όμως η ευθύνη ανήκει πλέον σε όλους. Εχοντας ήδη καταργήσει τα οικονομικά σύνορα, δεν μπορούμε πλέον να εμμένουμε στα πολιτικά σύνορα. Η εξάπλωση της κρίσης είναι συστημική και η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Το πολιτικό υπεροικοδόμημα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με το οικονομικό οικοδόμημα.

Στον χρηματοοικονομικό τομέα η βασική ιδέα είναι η έκδοση ευρωομολόγων. Μια σκέψη που δεν είναι οικονομική αλλά κατά βάση πολιτική, όπως είχε προτείνει, ήδη από το 1790, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια εναλλακτική πρόταση είναι ο συντονισμός των εκδόσεων εθνικών ομολόγων σε ευρώ με σκοπό να μειωθεί το κόστος δανεισμού των κρατών και να περιοριστεί η κερδοσκοπία, η οποία τροφοδοτείται πολλές φορές από τους ίδιους τους Ευρωπαίους. Τον Σεπτέμβριο του 2008 η Ιταλία είχε υποστηρίξει την ιδέα, η οποία στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου διάσωσης των τραπεζών. Μήπως έχει έρθει η ώρα να ξανασκεφθούμε κάτι παρόμοιο; Θα μπορούσαμε ακόμη να εξετάσουμε την παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όχι όμως ως ενός θεσμού που επιβάλλεται σε μια «πολιτική έρημο». Η Ευρώπη θα πρέπει να παραμείνει ισχυρή και να χρησιμοποιήσει τα χρήματα του Ταμείου- τα οποία άλλωστε είναι και δικά μας χρήματα- και την τεχνογνωσία του σαν να κατέφευγε σε μια τράπεζα.

Το πιο σημαντικό είναι να επανεξετάσουμε το μοντέλο της ανάπτυξής μας. Σήμερα το οικονομικό μοντέλο βασίζεται κυρίως στην αγορά. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε στο ξεκίνημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η Ευρώπη είχε, πολύ ορθά, στηριχθεί σε τρεις θεμελιώδεις συνθήκες, τη Συνθήκη της Ρώμης, τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα και τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. Η πολιτική φιλοσοφία τη δεκαετία του 1950 συνοψιζόταν στο δόγμα «κοινή αγορά όπου είναι δυνατόν και ευρωπαϊκή κυβέρνηση όπου είναι απαραίτητο».

Σήμερα πρέπει να αντικαταστήσουμε την αγορά του αυτοκινήτου που υπήρξε από τη δεκαετία του ΄50 κινητήριος μοχλός της ευρωπαϊκής ανάπτυξης με κάτι διαφορετικό. Η ιδιωτική κατανάλωση δεν αρκεί για να στηρίξει την ανάπτυξη. Είναι απαραίτητες οι δημόσιες δαπάνες και οι επενδύσεις για την ενέργεια, το περιβάλλον και τα έργα υποδομών.

Είναι περιττό να αυταπατώμεθα ότι αρκεί να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η Συνθήκη της Λισαβόνας. Οι απαιτούμενες επενδύσεις δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο μέσω της αγοράς. Και δεν είναι απαραίτητο να αντλήσουμε αυτά τα ποσά από τα δημόσια ταμεία. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και ιδιωτικά κεφάλαια.

Ωστόσο είναι αναγκαίος ένας «δημόσιος κανόνας» για όλη την Ευρώπη. Η κρίση κατέδειξε ότι το οικονομικό μοντέλο δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στις εξαγωγές, αλλά θα πρέπει να εξισορροπείται από την εσωτερική ζήτηση του δημόσιου τομέα. Το μεγαλύτερο έλλειμμα που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη είναι το έλλειμμα ιδανικών και βούλησης. Ο Μαρσέλ Προυστ γράφει στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» ότι «μόνο πραγματικό ταξίδι δεν είναι να ταξιδεύεις προς άλλους τόπους αλλά να έχεις άλλα μάτια». Δεν μπορούμε να χάσουμε λοιπόν άλλον χρόνο.

Ο κ. Τζούλιο Τρεμόντι είναι υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Ιταλίας.