Η Ελληνοαυστραλή Νάντια Τας, ήδη διάσημη στο εξωτερικό, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη. Στην προκειμένη περίπτωση για τις τελευταίες λεπτομέρειες προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας της «Το ταξίδι», αλλά και γενικότερα κάθε φορά που θέλει να βρει τον δρόμο της και τον εαυτό της.
Ταξιδεύει συνεχώς σε Αυστραλία, Ευρώπη, Αμερική και Ασία, αλλά το χωριό Λόφοι στη Φλώρινα έρχεται και επανέρχεται στα λόγια και στη σκέψη της. Λόφοι της Φλώρινας το λίκνο της, αλλά Μελβούρνη, Νέα Υόρκη, Λος Αντζελες, το χειροπιαστό, πραγματοποιημένο όνειρό της. Γνωστότατη στις ξένες μεγαλουπόλεις, σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα – δικαιολογημένα, αφού η καταξιωμένη πλέον σκηνοθέτις Νάντιας Τας έφυγε από τη γενέτειρά της σε ηλικία δέκα ετών, με τους γονείς και αδέλφια της, για τη Μελβούρνη. Μέσα στη ζεστή αγκαλιά της προοδευτικής οικογένειάς της, ανατράφηκε με αγάπη και δυναμισμό, με αξίες και ελευθερία, με πάθος για την ανεύρεση της βαθύτερης αλήθειας.
Η Νάντια Τασσοπούλου, όπως είναι ολόκληρο το όνομά της, έχοντας αφομοιώσει τις εμπειρίες από τις θεατρικές παραστάσεις που οργάνωνε στο μακεδονίτικο σχολείο, αφιέρωσε μεγαλώνοντας περισσότερα από δέκα χρόνια σε κινηματογραφικές, θεατρικές και τηλεοπτικές σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου. Ακόμη και σήμερα, που στο ενεργητικό της έχει 15 κινηματογραφικές παραγωγές, αυστραλιανές και αμερικανικές, αλλά και τηλεοπτικές – μεταξύ των οποίων μια σειρά του BBC – και κρατά στα χέρια της δεκάδες τιμητικές διακρίσεις και βραβεία, παρακολουθεί στον ελεύθερο χρόνο της υψηλών προδιαγραφών σεμινάρια. Λάτρις της μάθησης, επικεντρωμένη στην ποιότητα της δουλειάς της, απολύτως αφοσιωμένη στο βαθύτερο νόημα της ύπαρξης, η Νάντια Τας ζωντανεύει στην οθόνη ανθρώπους καθημερινούς, μελετώντας και ξετυλίγοντας την εσωτερικότητά τους στο ταξίδι της ζωής τους και ανιχνεύοντας τη διαμόρφωσή τους μέσα από τις παντός είδους σχέσεις τους.
Αεικίνητη και ακούραστη, η δημιουργός της ταινίας «Μάλκολμ», που κέρδισε οκτώ βραβεία του Αυστραλιανού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου και ακόμη 15 διεθνή, καθώς και των «Stark», «Ρure Luck», «Rikky and Pete», «The Βig Steal» και «Amy», που γνώρισε επίσης μεγάλη εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία με 28 βραβεία (!) και προβλήθηκε και στην Ελλάδα, βρέθηκε για μερικές ημέρες στην Αθήνα. Σκοπός της να προλειάνει το έδαφος και να κάνει τις πρέπουσες επαφές για τη νέα ταινία της «Το ταξίδι», της οποίας τα περισσότερα γυρίσματα θα πραγματοποιηθούν εδώ. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Αυστραλίας, Ιρλανδίας και Ισπανίας, αλλά προς το παρόν δεν έχει χρηματοδοτηθεί από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Κυρία Τας, είστε ικανοποιημένη από τον τρόπο με τον οποίο προχωρούν οι επαφές και οι συνεργασίες σας;
«Πρώτα από όλα, να σας πω ότι μόλις επέστρεψα από την Ξάνθη, όπου έκανα ρεπεράζ, και είμαι πολύ χαρούμενη, επειδή ανακάλυψα μοναδικά σημεία στην πόλη και στα γύρω μέρη. Βέβαια, θα θέλαμε πολύ να είχαμε ήδη αρχίσει την ταινία, αλλά μας καθυστέρησαν πολύ η προηγούμενη διοίκηση του υπουργείου και το Κέντρο Κινηματογράφου. Φαίνεται όμως ότι τα προβλήματα λύνονται».
Προτού μας μιλήσετε για το «Ταξίδι», πείτε μας για την ταινία που γυρίζετε αυτόν τον καιρό στην Ιαπωνία.
«Δεν έχω ξεκινήσει ακόμη γυρίσματα, τώρα θα ξεκινήσω. Ο τίτλος της είναι “Kenzie” και όσοι παίζουν είναι Ιάπωνες εκτός από έναν Αμερικανό. Πρόκειται για την ιστορία ενός ανθρώπου, τον ενδέκατο αιώνα, που εκφράζεται μέσα από την ποίησή του και επικοινωνεί με αυτόν τον τρόπο. Οι δουλειές μου επικεντρώνονται στον άνθρωπο. Ερευνούν τη σχέση του με την κοινωνία, με το σπίτι του, με το σύστημα. Ο άνθρωπος μέσα στον κύκλο της ζωής».
Οι ταινίες δράσης δεν σας ενδιαφέρουν;
«Οχι. Στο Μεξικό και στο Βανκούβερ, επειδή η ταινία μου “Ρure Luck” άρεσε πολύ, μου πρότειναν ταινίες δράσης, αλλά αρνήθηκα».
Πώς βρεθήκατε εκεί;
«Συνήθως οι αμερικανικές ταινίες γυρίζονται στο Βανκούβερ, στο Μεξικό, στο Τορόντο, στη Μανιτόμπα, στο Μόντρεαλ, γιατί η Αμερική είναι ακριβή. Στη Νέα Υόρκη και στο Λος Αντζελες πηγαίνω για μοντάζ».
Στην Ελλάδα γιατί δεν είχατε γυρίσει ποτέ ως τώρα κάποια ταινία;
«Δεν μου είχε δοθεί η ευκαιρία να φτιάξω το έργο που ήθελα. Τώρα όμως θα γυρίσω “Το ταξίδι”, σε σενάριο της ηθοποιού Αλεξάνδρας Λαζαρίδου, η οποία με βρήκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάζεται. Επειτα από τόσα χρόνια που το συζητάμε, έχω πλέον πολύ καθαρή εικόνα στο μυαλό μου για το τι θέλω να κάνω και με ποιον τρόπο. Αφήστε που γίνεται και η αφορμή να γυρίσω μια ταινία στην πατρίδα μου».
Τι σας συγκίνησε στο σενάριο;
«Οτι μια γυναίκα που επιστρέφει από το Παρίσι στην Αθήνα την εποχή του ’40 βρίσκει έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από ό,τι φανταζόταν και, προκειμένου να αντεπεξέλθει, πρέπει μέσα της να αλλάξει. Ετσι, αναγκάζεται να ανακαλύψει καινούργια στοιχεία της, τα οποία της δίνουν τη δύναμη να αντισταθεί, να πει το “όχι”, εκεί που νόμιζε ότι αποκλείεται να το πει. Αυτό δεν είναι μόνο φυσικό ταξίδι. Είναι μια εσωτερική πορεία. Επιπλέον, η ταινία λέει πολλά για την Ελλάδα εκείνης της εποχής, ενώ, παράλληλα με την κεντρική ιστορία, διαδραματίζεται και μια δεύτερη, σημερινή, στην Ξάνθη. Είναι συναρπαστικό το σενάριο και βασίζεται σε γεγονότα από τη ζωή της, άγνωστης πιθανότατα στους περισσότερους, Μανταλένας Χατζοπούλου, μιας σταρ του αθηναϊκού βαριετέ στην Κατοχή».
Τα γυρίσματα, επομένως, θα γίνουν στην Αθήνα και στην Ξάνθη;
«Ναι, αλλά και στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη και φιλοδοξώ η ταινία να προβληθεί σε όλον τον κόσμο. Ηδη έχει εξασφαλιστεί η διανομή της στον Καναδά. Θα πρωταγωνιστήσουν η Ολυμπία Δουκάκη, η Αλεξάνδρα Λαζαρίδου, η Μελίνα Κανακαρίδη, ο Λουί Ομάρ και η Φιόνα Σο και, αν όλα πάνε καλά, θα ξεκινήσουμε τα γυρίσματα στις αρχές του φθινοπώρου».
Μιλήσατε για το «όχι» της πρωταγωνίστριάς σας. Εσείς έχετε πει πολλά σημαντικά «όχι» στη ζωή σας;
«Ναι, έχω πει. Ενα σημαντικό “όχι” το είπα σε μια πρόταση της Village Roadshow, που είναι η σημαντικότερη εταιρεία στο Χόλιγουντ και στην Αυστραλία. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να με πείσουν να σκηνοθετήσω την ταινία “Over the Ηill”. Ο οικονομικός πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος, αλλά άντεξα στην πίεση και δεν την ανέλαβα. Δεν ήθελα, διότι δεν θα με βελτίωνε ως άτομο. Είμαι ευχαριστημένη, επειδή είναι σαν να έδωσα εξετάσεις στον εαυτό μου. Πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να πεις το “όχι” που καθορίζει, σφραγίζει ή ανατρέπει το ταξίδι της ζωής».
Τι σφράγισε το δικό σας ταξίδι στη ζωή;
«Η μητέρα μου, με τη δύναμη που έχει, την ευαισθησία και την ικανότητά της. Αφοβος άνθρωπος και με βαθιά κατανόηση. Ακόμη κουβεντιάζω μαζί της για ό,τι κάνω».
Πού μπορεί να φτάσει ένα ταξίδι; Υπάρχουν όρια;
«Το ταξίδι κάθε ανθρώπου έχει διαφορετικά όρια, τα οποία τα θέτει καθένας μόνος του, αναλόγως με το τι αποφασίζει για τη ζωή του».
Πόσο καιρό σας παίρνει η προετοιμασία μιας ταινίας;
«Χρειάζεται πολύς χρόνος για την οργάνωσή της. Η προετοιμασία για αυτήν στην Ιαπωνία έχει φτάσει τα οκτώ χρόνια, αλλά συγχρόνως κάνω και άλλα πράγματα».
Γιατί παλεύετε και κουράζεστε τόσο;
«Γιατί δεν ξέρω πώς αλλιώς να ζήσω».
Διεθνώς είναι πολύ περισσότεροι οι άνδρες σκηνοθέτες. Γιατί; Είναι πολύ δύσκολο επάγγελμα;
«Αρκετά δύσκολο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μια γυναίκα δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες του. Το βασικό είναι ότι απαιτούνται πολλά χρήματα για μια ταινία. Το χρήμα, επειδή παντού το ορίζουν οι άνδρες, το εμπιστεύονται κατά προτίμηση σε άνδρες, οι οποίοι το διεκδικούν και πιο σωστά. Υπάρχουν σκηνοθέτες που περιμένουν ακόμη και 30 χρόνια για μια χρηματοδότηση. Εγώ, στην πρώτη ταινία μου, αντιμετώπισα μεγάλα εμπόδια μέχρι να την εξασφαλίσω. Δεν τους άφησα όμως? πείσμωσα. Πεισμώνω όταν θεωρώ ότι αυτό είναι σωστό για τη δουλειά μου…».
Είστε πολύ αυστηρή με τους ηθοποιούς σας;
«Δεν είμαι αυστηρή, δουλεύουμε ως ομάδα, ακούω τον καθένα, οι καλές σκέψεις και οι ιδέες έρχονται από παντού. Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει την ευκαιρία να μιλήσει στον σκηνοθέτη που πλάθει έναν κόσμο. Βέβαια, αν κάποιες ιδέες δεν ανήκουν στον κόσμο που δημιουργώ, δεν θα τις χρησιμοποιήσω. Αλλά δεν χρειάζεται να παρουσιάζομαι σαν αυτοκράτορας ή σαν Χίτλερ».
Εχετε σκηνοθετήσει και την τηλεταινία της Ντίσνεϊ «Childstar», βασισμένη στη ζωή της Σίρλεϊ Τεμπλ. Πώς νιώσατε μέσα σε αυτά τα ιστορικά στούντιο;
«Την πρώτη φορά που πήγα εκεί για να κάνω μοντάζ, συγκινήθηκα, γιατί θυμήθηκα τα έργα που βλέπαμε όταν ήμασταν παιδιά».
Παιδί φύγατε και από τη Φλώρινα για την Αυστραλία. Ηταν οικονομικοί οι λόγοι;
«Οχι, είχαμε πολλά κτήματα, αλλά ο πατέρας μου ήθελε τα παιδιά του να έχουν ευκαιρίες ευρύτερης εκπαίδευσης. Ημασταν τρία κορίτσια και ένα αγόρι και οι γονείς μας αναζητούσαν το καλύτερο για μας. Ο πατέρας μου πέθανε νωρίς, αλλά η μαμά μου ήταν συνέχεια μαζί μας. Τώρα, μισή χρονιά βρίσκεται στην Ελλάδα και μισή στην Αυστραλία».
Εχετε και εσείς παιδιά;
«Ναι. Δύο αγόρια, τον Γιάννη και τον Χρήστο, 20 και 17 χρόνων. Ο μικρότερος είναι κολυμβητής στην εθνική ομάδα και τώρα τελειώνει το σχολείο. Ο μεγάλος σπουδάζει οικονομικά και ΜΜΕ και η αγάπη του είναι η φωτογραφία. Εχει κάνει και έκθεση στην Αυστραλία, που μεταφέρθηκε και στο Σεν-Τροπέ. Αυτόν τον καιρό φωτογραφίζει στην Κούβα».
Θα συνεργαστείτε μαζί του στο μέλλον;
«Με τον γιο μου; Οχι! Οχι! Είμαι λίγο δύσκολη…».
Δεν βρίσκεστε πολύ μακριά από τα παιδιά σας;
«Μπορεί να μη βλεπόμαστε συχνά, αλλά μιλάμε πολύ στο τηλέφωνο, νιώθουμε κοντά και ζεστά, δεν υπάρχουν εμπόδια στη σχέση μας, ο δρόμος είναι ανοιχτός ανάμεσά μας… Και αυτό είναι κάτι που θέλω να κρατήσω».
Από τα παιδικά σας χρόνια στους Λόφους της Φλώρινας τι θυμάστε;
«Πολλές σκηνές γυρίζουν στο μυαλό μου… Το καλοκαίρι, το φως, τα χρώματα… Στο χωριό ήταν πολύ όμορφα… Εχουμε πατρικό σπίτι και όταν πηγαίνω εκεί, ακόμη και σήμερα, ανακαλύπτω στοιχεία για τον εαυτό μου? γεμίζω. Το παρελθόν με ακολουθεί. Οσο και αν ακούγεται περίεργο, όταν κάτι δεν πάει καλά ή θέλω να συγκεντρωθώ, το καλύτερο μέρος για να το πετύχω είναι το χωριό μου. Ερχομαι από τη Μελβούρνη ή τη Νέα Υόρκη, έστω και για δύο ημέρες. Στον τόπο όπου έζησαν οι γονείς μου, ο παππούς και η γιαγιά μου, ο πρώτος κύκλος στον οποίο βρέθηκα».
Εχετε κρατήσει φιλίες;
«Οχι, δεν έχω την άνεση… Μιλάω βέβαια με τους γείτονες, ρωτάω για την οικογένειά τους, αλλά δεν είναι όπως τότε, παλιά».
Σε άλλα μέρη της Ελλάδας έχετε ταξιδέψει;
«Ναι. Μου αρέσει πολύ η Θεσσαλονίκη, έχω πάει στα νησιά, η Νίσυρος είναι υπέροχη, υπάρχει μια άλλη ζωή εκεί…».
Ελληνικό κινηματογράφο παρακολουθείτε;
«Ναι, αλλά δεν μπορώ να σας πω “ο τάδε είναι πολύ καλός”».
Πώς σας φαίνονται οι ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου;
«Καλές. Αυτές τις ημέρες που βρίσκομαι στην Ελλάδα, πηγαίνω ανελλιπώς στο θέατρο. Χθες, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, είδα τις “Τρωάδες” του Ευριπίδη. Ηταν υπέροχο και η Λυδία Κονιόρδου, μεγάλο ταλέντο».
Μιλάτε καλά ελληνικά, παρ’ όλο που ζείτε τόσα χρόνια μακριά από την Ελλάδα. Εκτός της γλώσσας, φυλάτε και άλλα ελληνικά στοιχεία μέσα σας;
«Οχι, δεν μιλώ καλά ελληνικά και ντρέπομαι για αυτό. Μου είναι πιο εύκολο να διαβάζω. Αυτά που φυλάω μέσα μου είναι οι ιστορίες που άκουγα μικρή? έχουν καταγραφεί στο υποσυνείδητό μου και με καθοδηγούν. Σε κάθε δουλειά και σε κάθε απόφαση, από αυτές τις ιστορίες αντλώ».
Τι είδους ιστορίες εννοείτε;
«Να, όταν στην πλατεία του χωριού το καλοκαίρι παίζαμε με το σχολείο έργα του Ευριπίδη ή του Αριστοφάνη, μου άρεσαν πάρα πολύ, ειδικά οι εικόνες που έφτιαχναν τα λόγια του Αριστοφάνη. Επαιζα και εγώ και σκηνοθετούσα όπως και όσο μπορούσα, και τα αρχαία κείμενα έμειναν μέσα μου. Ακόμη και αφού έφυγα, με ακολουθούσαν».
Οσο μεγαλώνετε νοσταλγείτε περισσότερο;
«Νιώθω νοσταλγία όταν, κάπου κάπου, εκεί που δουλεύω, το μυαλό μου γυρίζει πίσω, σε σκηνές που έχουν δύναμη, πληροφορίες, καθαρότητα. Και είναι φανταστικό, γιατί όταν επιτρέπεις στον εαυτό σου να μαθαίνει από το παρελθόν, καθαρίζει ο δρόμος στον οποίο θα βαδίσεις, το τώρα ή το αύριο. Αυτό το ένιωσα πιο έντονα πριν από δέκα χρόνια. Τότε ήταν που αποφάσισα να κάνω ό,τι ήθελα. Είτε αυτό ήταν να πάω στο Παρίσι ή στη Μόσχα για να δω θέατρο είτε να πάω στους Λόφους για να ξεκουραστώ. Αφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να με οδηγήσει. Δούλευα τόσο σκληρά, που δεν μου επιτρεπόταν να απομονωθώ και να σκεφτώ, να κοιτάξω τα δικά μου θέματα? και έπρεπε να το κάνω».
Και ξεδιπλώσατε διεθνώς το ταλέντο σας.
«Οπως και άλλοι Ελληνες, που σήμερα έχουν απλωθεί παντού και, όπου και να πάω, ακούω ελληνικά. Σπουδάζουν έξω και πολλοί συνεχίζουν εκεί την καριέρα τους. Η Ελλάδα δεν περιορίζεται στα σύνορά της».
Δεν θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχαν σύνορα;
«Ναι, αλλά το παρελθόν μας υπάρχει μέσα στα σύνορά μας. Η αρχαία Ελλάδα πλαισιώνεται από αυτά, η σκέψη των αρχαίων προγόνων μας όμως είναι παντού, διάχυτη σε όλον τον πλανήτη».
Τι φταίει που όλοι αυτοί οι Ελληνες δεν προσφέρουν τις ικανότητές τους και την ενέργειά τους στη χώρα τους και παραμένουν στο εξωτερικό;
«Το υπάρχον σύστημα που δημιουργεί δυσκολίες. Και είναι κρίμα. Είναι κρίμα, γιατί εγώ, για παράδειγμα, που νιώθω ότι έχω κερδίσει στη ζωή μου επειδή γεννήθηκα στη Βόρεια Ελλάδα και έζησα με αυτή την κουλτούρα, θέλω να προσφέρω, να δώσω κάτι πίσω. Κοιτάξτε όμως πόσες δυσκολίες αντιμετωπίζω… Ωστόσο, αισιοδοξώ».
Δεν φοβάστε κάτι από όσα συμβαίνουν σήμερα; Τις τρομοκρατικές ενέργειες, λόγου χάρη;
«Τις φοβάμαι, επειδή διαρκώς ταξιδεύω αεροπορικώς σε ξένες χώρες. Υπάρχει σε όλον τον κόσμο φανατισμός, αλλά ο φόβος μου δεν θα με σταματήσει. Το μόνο που εύχομαι είναι να έχουμε πολιτικούς, όπως ο Ομπάμα, οι οποίοι να ξέρουν τι κάνουν, για να μην αγγίζουν οι τρομοκρατικές ενέργειες τη ζωή μας. Δεν μου αρέσει να ακούω ότι οι τρομοκράτες έχουν σακατέψει κόσμο, είναι κρίμα».
Τρομοκρατία δεν ασκούν και οι άλλες χώρες; Ο πόλεμος στο Ιράκ τι ήταν;
«Και αυτός ήταν τρομοκρατία. Κάναμε μεγάλο λάθος να εισβάλουμε. Ισως αν δεν είχαμε πάει εκεί, Αμερική και Αυστραλία και Ευρώπη, να μην είχαν αυξηθεί τόσο οι τρομοκράτες. Αλλά και πριν υπήρχε τρομοκρατία, πάντα υπήρχε, και την ευκαιρία την έδωσε το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους».
Υπάρχει και πολιτική υποκρισία;
«Η υποκρισία είναι πολύ μεγάλη, γι’ αυτό δεν τους παίρνω σοβαρά. Οταν μου πουλάνε ένα ψέμα, πηγαίνω για καφέ, γιατί δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθώ μαζί τους. Πολλά δηλητηριασμένα μυαλά αποφασίζουν για τον κόσμο και δεν ξέρω πού υπάρχει σωτηρία. Οταν με ρωτάνε οι γιοι μου για αυτά τα θέματα, είναι δύσκολο να τους απαντήσω. Ολοι έχουμε ευθύνη, αλλά δεν είναι η ίδια για όλους. Εγώ τη νιώθω και όχι μόνο για τα δικά μου παιδιά. Πηγαίνω για masterclass, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και αλλού, και έχω την ευκαιρία να γνωρίζω νέους. Εχουν τα ίδια ερωτήματα, τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες αγωνίες και ανάγκες».
Η τέχνη μάς βοηθά να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει στην πραγματικότητα;
«Η τέχνη ενημερώνει. Κρατάει έναν καθρέφτη για να κοιτάξει ο κόσμος τον εαυτό του μέσα σε αυτόν, αλλά και γύρω του. Η τέχνη είναι το πρώτο βήμα για να δούμε καθαρότερα και να δεχθούμε ποιοι είμαστε, τι έχουμε πετύχει και προς τα πού πηγαίνουμε».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 489, σελ. 24-28, 28/02/2010.