Η ιέρεια των φάδος, η διάδοχος της θρυλικής Αμάλια Ροντρίγκες, ξεκίνησε την καριέρα της επάνω στις πουέντ και αργότερα στον στύλο του στριπτίζ. Τη συναντήσαμε στο Παρίσι, λίγες ημέρες προτού εμφανιστεί στην Αθήνα, και μας «τραγούδησε» τις περιπέτειες της πορείας της.
Κυριακή λίγο μετά τις 12.00 το μεσημέρι, με φόντο το ιστορικό cafe «Hugo» στον αριθμό 22 της Πλας ντε Βοσγκ στο Παρίσι. Οι θαμώνες παρακολουθούν μια μικροκαμωμένη, λεπτεπίλεπτη γυναίκα να κάνει εντυπωσιακή είσοδο στον χώρο με τους φθαρμένους από τον χρόνο τοίχους και τις παλιές, κόκκινες, βελούδινες πολυθρόνες. Φοράει ένα κατακίτρινο κοντό παλτό πάνω από το σκουρόχρωμο κολάν της, ίσιες μπότες από ακριβό δέρμα φιδιού, μαύρα κοκάλινα γυαλιά μυωπίας και ένα ασορτί καπελάκι με… αφτιά κουνελιού! Κάποιοι από τους πελάτες που απολαμβάνουν τον εσπρέσο τους αναγνωρίζουν «την ιέρεια των φάδος», τη Μίσια.

Με πλησιάζει και μου δίνει το χέρι της. «Νομίζω ότι έφτασα στην ώρα μου» λέει χαμογελώντας. «Ξέρετε, δεν έχω κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Μόλις τέσσερις ώρες πριν προσγειώθηκα στο Παρίσι προερχόμενη από το Μόντρεαλ. Ημουν εκεί για μια σειρά παραστάσεων και νιώθω εξουθενωμένη. Τα τελευταία χρόνια λόγω των επαγγελματικών μου υποχρεώσεων περνάω περισσότερο χρόνο μέσα στα αεροπλάνα πάρα στο σπίτι μου». Κοιτάζει γύρω της. Χαιρετάει μια παρέα νεαρών που κάθονται στο βάθος του καλλιτεχνικού στεκιού της περιοχής. Παραγγέλνει πράσινο τσάι και αρχίζει να μιλάει με ενθουσιασμό για τη νέα της επίσκεψη στην Ελλάδα. Είναι η τρίτη φορά που έρχεται στη χώρα μας. «Εχω τραγουδήσει στο Ηρώδειο, το ωραιότερο κατά την άποψή μου θέατρο στον κόσμο. Σε αυτόν τον υπέροχο χώρο έχεις την αίσθηση ότι επικοινωνείς με τους θεούς. Εκπέμπει μαγεία και μεγαλοπρέπεια». Στις 8 Μαρτίου θα παρουσιάσει στο Μέγαρο Μουσικής τη νέα της παραγωγή, η οποία φέρει τον τίτλο «Ruas», που σημαίνει «Δρόμοι». «Οι δρόμοι της ζωής, οι δρόμοι της καρδιάς, οι δρόμοι της Σαουντάντε, των βραζιλιάνικων μπλουζ, οι δρόμοι της αγάπης και της απουσίας, οι δρόμοι όλων των δρόμων. Αυτό είναι το φάδο. Μας ταξιδεύει στο όνειρο μέσα από τη μουσική, την ποίηση, τη νοσταλγία. Τα φάδος είναι όλα όσα λέω και όλα όσα δεν μπορώ να πω»…

Τα φάδος είναι η μουσική παράδοση της χώρας της, της Πορτογαλίας, τα μελαγχολικά τραγούδια που ερμήνευσε η Αμάλια Ροντρίγκες, της οποίας η Μίσια έχει χαρακτηριστεί «διάδοχος», και άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες. Η Μίσια αναπολεί τη γιαγιά της που της διηγούνταν την ιστορία τους. Της μιλούσε για τη Μαρία Σεβέρα, την πρώτη τραγουδίστρια του φάδο, που γέμιζε μελωδίες την Αλφάμα, τη φτωχή και υποβαθμισμένη γειτονιά της Λισαβόνας. «Εμοιαζε με ένα θυελλώδες ερωτικό τραγούδι και πολεμήθηκε ως επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη της εποχής. Τα φάδος όμως άντεξαν τον σκληρό πόλεμο των ανθρώπων με τα σκουριασμένα μυαλά. Ηταν το απόσταγμα της καλλιτεχνικής έκφρασης μιας υπό διαμόρφωση κοινωνίας που άρχιζε να πληρώνει τη μεγαλομανία της αποικιοκρατίας. Είναι τραγούδια που κρύβουν μέσα τους μια τεράστια λογοτεχνική παράδοση» μου εξηγεί.

Η επίσημη εμφάνιση του φάδο έγινε το 1910, τη χρονιά δηλαδή που πραγματοποιήθηκε η πρώτη ηχογράφηση στη Λισαβόνα. Αρκετά χρόνια μετά η Αμάλια Ροντρίγκες άρχισε την καριέρα της στα ίδια σοκάκια της Αλφάμα, συνθέτοντας τη μέχρι τότε παράδοση αυτής της τόσο πολυσυζητημένης αστικής μουσικής έκφρασης. Η Μίσια, η Ντούλτσε Πόντε, η Κριστίνα Μπράνκο κ.ά. συνεχίζουν σήμερα τον δρόμο που άνοιξε η Ροντρίγκες, προσπαθώντας να κάνουν γνωστά τα φάδος σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην αρχή τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι δισκογραφικές πίστευαν ότι τα τραγούδια αυτά δεν ήταν εμπορικά και τους έκλειναν την πόρτα. Σήμερα όμως η απήχησή τους είναι μεγάλη. «Αισθάνομαι περήφανη για το ότι ακολούθησα τις συμβουλές της σκληροτράχηλης ισπανίδας γιαγιάς μου. Μου έλεγε ενώ την παρακολουθούσα να ισορροπεί επάνω στις πουέντ της: “Μικρή μου, δεν πρέπει ποτέ να χάνεις το θάρρος σου. Η ζωή είναι μια συνεχής, αδιάκοπη μάχη. Μόνο αν υποστηρίζεις με δύναμη και πείσμα όσα πιστεύεις θα φτάσεις στην κορυφή”».

Γεννημένη στο Πόρτο της Πορτογαλίας από μια οικογένεια με καλλιτεχνικές ρίζες, η Μίσια μετακόμισε στη Βαρκελώνη στην εφηβεία της. «Η γιαγιά και η μητέρα μου ήταν δύο δυναμικές γυναίκες οι οποίες ένιωθαν να πνίγονται μέσα στους κανόνες που επέβαλλαν οι ηθικές αρχές της πορτογαλικής μεσοαστικής κοινωνίας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις επισκέψεις μου στα σπίτια συγγενών. Πήγαινα ντυμένη με μακριές σπανιόλικες φούστες και μαντίλια που μου έβαζε η γιαγιά μου. Την επομένη έλεγαν στη μητέρα μου: “Μα πώς το έντυσες έτσι το παιδί; Εμοιαζε με Τσιγγάνα”. Αλλες φορές έφτανα στο σπίτι της μητέρας και της γιαγιάς μου ντυμένη με αυστηρό κολεγιακό στυλ. “Το κορίτσι μας το έντυσαν λες και είναι τρόφιμη σε ορφανοτροφείο” έλεγαν εκείνες. Αργότερα όταν ξεκίνησα την καριέρα μου άρχισα να… βγάζω τα ρούχα μου. Ξέρετε, προτού γίνω τραγουδίστρια των φάδος υπήρξα χορεύτρια του κλασικού μπαλέτου και μετά στριπτιζέζ».

Με παρακολουθεί που ξαφνιάζομαι. «Σοκαριστήκατε;» με ρωτάει. «Καθόλου. Απλώς προσπαθώ να σας φανταστώ σαν την Ντίτα φον Τιζ της εποχής» της απατάω. «Δεν νομίζω ότι είχαμε πολλά κοινά. Εκείνη κάνει ένα φαντασμαγορικό σόου. Τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εγινα στριπτιζέζ επειδή μου το ζήτησαν και επειδή ήθελα να ζήσω μία ακόμη εμπειρία. Δεν το θεώρησα ποτέ ντροπή. Ηταν καλλιτεχνικό στριπτίζ και το απολάμβανα και εγώ». Η Μίσια κατοικεί στο Παρίσι τα τελευταία πέντε χρόνια. Κάποτε όμως θέλει να γυρίσει στην πατρίδα της και να μείνει μόνιμα εκεί. «Μου αρέσει το Παρίσι. Είναι στενά συνδεδεμένο με το φως, την κουλτούρα, τα γράμματα, τις τέχνες, τη μόδα. Εχω αρχίσει όμως να κουράζομαι, έρχονται στιγμές που αισθάνομαι μια έντονη νοσταλγία για την πατρίδα μου» σημειώνει. Ερωτευμένη δεν είναι. «Πιστεύω περισσότερο στη φιλία. Οι φίλοι μου είναι η οικογένειά μου. Οι δικοί μου άνθρωποι έχουν φύγει. Προτιμώ την αγάπη και τη φιλία από τον έρωτα». Οσο για τη σχέση της με το χρήμα; «Πολύ κακή, άθλια θα έλεγα. Ευτυχώς που έχω καλούς μάνατζερ». Λίγο πριν από το τέλος της κουβέντας μας μου αποκαλύπτει το πραγματικό της όνομα: Σουζάνα. «Το Μίσια το ανακάλυψα μέσα από βιογραφίες διάσημων γυναικών του 20ού αιώνα. Είναι σύντομο, χαριτωμένο και – το κυριότερο – σου μένει».

Η συναυλία «Misia. Η ιέρεια των fados» θα δοθεί τη Δευτέρα 8 Μαρτίου, στις 9 μ.μ., στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη). Πληροφορίες στο τηλ. 210 7282 333 και στο www.megaron.gr

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 489, σελ. 58-61, 28/02/2010.