Εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται μεθαύριο Πέμπτη, από την κήρυξη του πολέμου της Αγγλίας και της Γαλλίας εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας, η οποία την 1η Σεπτεμβρίου 1939 είχε, απρόκλητα, εισβάλει στην Πολωνία και στις πρώτες 48 ώρες οι μηχανοκίνητες δυνάμεις της είχαν ήδη εισχωρήσει ως και 60 χλμ. εντός της χώρας. Ο Χίτλερ δεν είχε απαντήσει στην αγγλογαλλική τελεσιγραφική απαίτηση να σταματήσει τις επιχειρήσεις και τα προβλήματα να επιλυθούν ειρηνικά. Οι πρωθυπουργοί Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που είχαν υπογράψει συνθήκες στρατιωτικής βοήθειας με την Πολωνία έσπευσαν να τιμήσουν τις υπογραφές τους. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος άρχιζε.

Ηταν αναπόφευκτος, θα μπορούσε να αποφευχθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος; Το ερώτημα, καθαρά ρητορικό, απασχολεί πολιτικούς και πανεπιστημιακούς ακόμη και κατά τη διάρκειά του. Η απάντηση είναι ομόφωνα θετική- ναι, ο πόλεμος του 1939-1945 θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Αλλά από εδώ και πέρα οι απόψεις και οι εκτιμήσεις διαφέρουν. Συμφωνούν όλοι ότι η ναζιστική Γερμανία ήταν εκείνη που οδήγησε την Ευρώπη στον πόλεμο, αλλά όσοι, δικαιολογημένα, εξετάζουν τα αίτια του πολέμου, αρχίζουν την έρευνα πολύ πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933, την επεκτείνουν και σε άλλες πρωτεύουσες, ενώ αρκετοί είναι που υποστηρίζουν ότι ο σπόρος του πολέμου βρίσκεται στους «στραγγαλιστικούς» όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών με την οποία έκλεισε ο Μέγας Πόλεμος (1914-1918) και τιμωρήθηκε η καϊζερική Γερμανία.

Οι όροι ήταν αυστηροί, καθώς η Γαλλία ήθελε να εκμηδενίσει κυριολεκτικά τη γείτονά της. Ετσι η Γερμανία έχασε όλες τις αποικίες της, επέστρεψε στη Γαλλία την Αλσατία και τη Λωρραίνη, μεγάλα τμήματά της δόθηκαν σε κράτη που δημιουργήθηκαν (Τσεχοσλοβακία) είτε νεκραναστήθηκαν (Πολωνία), αλλά και στο Βέλγιο, τα πλούσια ανθρακωρυχεία του Ρουρ θα δούλευαν μία δεκαετία για τη Γαλλία και το τεράστιο ποσό των 269 εκατ. χρυσών μάρκων έπρεπε να καταβληθεί ως αποζημίωση. Οπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αυτή η οικονομική αφαίμαξη είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα στη Γερμανία, μια κυβερνητική και πολιτική αστάθεια μοναδική στα ευρωπαϊκά χρονικά και ένα κλίμα ρεβανσισμού το οποίο έθρεψε ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς που σε μία δεκαετία έκαναν έξι πραξικοπήματα. Αυτό το κλίμα έφερε στην εξουσία τον Χίτλερ, καθώς σημαντική μερίδα των Γερμανών αναζητούσε «τάξη και πρωτίστως ησυχία ». Το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα που κατοχύρωνε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης «δεν μπορούσε να επιβιώσει- και δεν επιβίωσε- σε μια χώρα ηθικά και οικονομικά ρημαγμένη από τον πόλεμο» γράφει ο Σίντνεϊ Αστερ στο «Τhe Μaking of the Second World War».

01 Πολωνοί στρατιώτες επιχειρούν να στήσουν αμυντικά οδοφράγματα στο Ντάντσιχ (νυν Γκντανσκ), προκειμένου να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη γερμανική επίθεση (ΑΡ ΡΗΟΤΟ) 02 Τo γερμανικό Ιππικό 03 Ο εκ των συντελεστών της αντιφασιστικής νίκης Γουίνστον Τσόρτσιλ κατακεραυνώνει στα απομνημονεύματά του την υψηλή κοινωνία και την πολιτική ηγεσία της Βρετανίας κατά τον Μεσοπόλεμο για την ανοχή τους στο καθεστώς του Χίτλερ

Η μόνη χώρα που υποστήριζε τη «Γερμανία της Βαϊμάρης» ήταν η Σοβιετική Ενωση, ελπίζοντας ότι θα επικρατήσει «κάποιας,έστω,μορφής κομμουνιστικό καθεστώς (…) που θα ανοίξει την πρόσβαση σε άλλες κεντροευρωπαϊκές Δημοκρατίες». Καθώς η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγόρευε στη Γερμανία να επανεξοπλιστεί, ο Στάλιν προσφέρθηκε να επιτρέψει σε γερμανούς στρατιωτικούς να δοκιμάσουν στην πράξη θεωρίες στρατηγικής και χρήσης νέων όπλων. Μυστικά σε σοβιετικό έδαφος έγιναν γυμνάσια μεγάλων σχηματισμών τανκς, εκεί ο μετέπειτα στρατηγός Φον Μανστάιν δοκίμασε στην πράξη τη θεωρία του blitz krieg (κεραυνοβόλος πόλεμος), την οποία και εφάρμοσε όντας επικεφαλής της εισβολής στη Σοβιετική Ενωση το 1941.

Ποιοι όμως ανέχθηκαν τον Χίτλερ, πώς και γιατί; Η Αγγλία και η Γαλλία είναι η απάντηση στο «ποιοι». Εύκολη σχετικώς είναι η απάντηση και στο «πώς»: Οι συντηρητικές κυβερνήσεις της Αγγλίας και οι εναλλασσόμενες κυβερνήσεις της Γαλλίας δεν διατήρησαν τις συμμαχικές σχέσεις που είχαν αναπτύξει στον Μεγάλο Πόλεμο και η μία προσπαθούσε να αναπτύξει σφαίρες επιρροής σε βάρος της άλλης, πλειοδοτώντας σε χειρονομίες καλής θέλησης προς τη χιτλερική Γερμανία. Η απάντηση στο «γιατί» δεν είναι τόσο εύκολη. Είναι γεγονός ότι στη Γαλλία ο λαός δεν ήθελε πολιτικές οι οποίες θα ήταν δυνατόν να οδηγήσουν και πάλι σε πόλεμο. Πίστευε ότι η Γραμμή Μαζινό θα ήταν αδιαπέραστη από γερμανούς εισβολείς. Το γεγονός ότι για να μην παρεξηγηθούν οι Βέλγοι η Γραμμή δεν έφθανε ως τη Μάγχη, αφήνοντας ανοικτά τα γαλλοβελγικά σύνορα, δεν απασχολούσε κανέναν. Φυσικά οι χιτλερικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Γαλλία από το Βέλγιο, παρακάμπτοντας τη Γραμμή Μαζινό και όχι διασπώντας τη.

Η Αγγλία δεν συμμεριζόταν την εκδικητική τακτική της Γαλλίας έναντι της Γερμανίας και αυτό όχι μόνο λόγω της στενής συγγένειας του αγγλικού Θρόνου με τον Γερμανό Κάιζερ. Εφόσον ο Μεγάλος Πόλεμος της εξασφάλισε και νέες αποικίες και η μεταπολεμική Γερμανία δεν είχε Ναυτικό- ο στόλος της αυτοβυθίστηκε στο Σκάπα Φλόου για να μην παραδοθεί στην Αγγλία- ένιωθε ασφαλής. Η απειλή για την υψηλή κοινωνία που κυριαρχούσε πολιτικά αλλά και για τη συναισθηματική κοινή γνώμη ήταν η «μπολσεβίκικη Ρωσία». Η εκτέλεση της τσαρικής οικογένειας- και αυτή συγγενική του αγγλικού Θρόνου- είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Για απευθείας επέμβαση ούτε λόγος να γίνει, όμως αν κάποιοι «τρίτοι» είχαν τη διάθεση, οι πρωθυπουργοί Μπάλντουιν και Τσάμπερλεν θα τους υποστήριζαν. Ετσι ενισχύθηκε με κάθε τρόπο η Πολωνία και φάνηκαν ιδιαίτερα ενδοτικοί στις αξιώσεις και στα τετελεσμένα του Χίτλερ. Αρχεία άγγλων πολιτικών αποκαλύπτουν ότι «τα εθνικώς εννοούμενα συμφέροντα της αγγλικής κυριαρχούσης τάξεως (…) έβλεπαν ότι όφειλαν να ανεχθούν, αν δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν», τον Χίτλερ.

Με τον ωμό, χωρίς περιστροφές λόγο του, ο Τσόρτσιλ καταλογίζει «μεγάλες ευθύνες» στις κυβερνήσεις της Αγγλίας που ανέχθηκαν την άνοδο του Χίτλερ και έτσι αργότερα ο Τσάμπερλεν εφάρμοσε την περιβόητη «πολιτική κατευνασμού» με την αυταπάτη ότι εξασφάλιζε την ειρήνη.