Τι άφηνε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στους διαδόχους του όταν, μετά την εκλογική ήττα, τον Νοέμβριο του 1920, έφευγε από την Ελλάδα; Πρώτα απ΄ όλα ισχυρούς συμμαχικούς δεσμούς με απόρροια τη Συνθήκη των Σεβρών, που είχε υπογραφεί απ΄ όλους τους συμμάχους και, εκτός από τα κέρδη που εξασφάλιζε στην Ελλάδα, εξισορροπούσε τις διεθνείς αντιθέσεις στην εγγύς Ανατολή. Η Μεγάλη Βρετανία αποκόμιζε μεγάλα κέρδη, αλλά και η Γαλλία επετύγχανε το μέγιστο των επιδιώξεών της στην τέως Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο γαλλοβρετανικός ανταγωνισμός στην περιοχή είχε κατασιγάσει, γεγονός ευεργετικό για τα ελληνικά συμφέροντα. Την 1η Νοεμβρίου του 1920 καμία συμμαχική χώρα- μηδέ της Ιταλίας εξαιρουμένης, με την οποία άλλωστε η Ελλάδα είχε ρυθμίσει τις διαφορές της- δεν έθετε θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών ή αποχώρησης της Ελλάδος από τη Μικρά Ασία.

Κεντρικός πυλώνας της εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου ήταν οι ελεγχόμενοι συμμαχικοί δεσμοί, που είχαν, σε μεγάλο βαθμό, αποτυπωθεί και στη Συνθήκη των Σεβρών. Για οποιαδήποτε υπαναχώρηση, π.χ. της Γαλλίας από τις συμμαχικές της υποχρεώσεις, ο Βενιζέλος διέθετε το στρατηγικό αντίβαρο της Μεγάλης Βρετανίας, όπου, παρά τις επιφυλάξεις μερίδας της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η πολιτική του Λόιντ Τζορτζ είχε επιβληθεί. Η πολιτική αυτή ήταν πλήρως συνυφασμένη με τις ελληνικές επιδιώξεις στη Μικρά Ασία και ο βρετανός πρωθυπουργός δεν ήταν διατεθειμένος να αυτοκτονήσει πολιτικά αφήνοντας τον Βενιζέλο αβοήθητο.

Εξίσου ισχυρή όμως ήταν η θέση της χώρας και στο πολεμικό πεδίο. Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού, που είχαν διεξαχθεί στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη, είχαν συνταράξει συθέμελα το ανεγειρόμενο κεμαλικό οικοδόμημα. Επακόλουθο ήταν μεγάλες λιποταξίες τούρκων στρατιωτών, καθώς και ομαδικές μετακινήσεις χιλιάδων κατοίκων, που ζητούσαν καταφύγιο στις κατεχόμενες από τους Ελληνες γραμμές. «Νικηθήκαμε στο μέτωπο για μία ακόμη φορά και απ΄ όλες τις πλευρές» παραδέχθηκε αργότερα για τις επιχειρήσεις εκείνες ο ίδιος ο Κεμάλ.

Για το διάστημα από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο του 1920 ο βιογράφος του τούρκου ηγέτη, Αρμστρονγκ, γράφει: «Οι δυνάμεις (σ.σ. του Κεμάλ) δεν μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση στους Ελληνες, που βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. […] Νικημένοι και απωθημένοι κατά τέτοιον επονείδιστο τρόπο, οι Τούρκοι είχαν αποθαρρυνθεί πλήρως. Οι άνδρες άρχισαν να λιποτακτούν από τα τακτικά στρατεύματα. Στα χωριά υψωνόταν η γνωστή παλιά και κουρασμένη κραυγή για ειρήνη».

Η αποκαρδίωση και η ηττοπάθεια του λαού είχαν μεταδοθεί και στην ηγεσία. Ο ίδιος ο Κεμάλ, λίγο πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου, ζήτησε από τον Πρόδρομο Μποδοσάκη να μεσολαβήσει στον Βενιζέλο. Ο τούρκος ηγέτης προσέφερε ολόκληρη τη Θράκη και δεχόταν την αυτονόμηση της Σμύρνης υπό τουρκική επικυριαρχία ή την ανταλλαγή της με την Κωνσταντινούπολη. Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου ο Κεμάλ απέσυρε τις προτάσεις του.

Αναφερόμενος στην ίδια περίοδο ο Ισμέτ Ινονού είχε πει το 1972 στον Σπύρο Μαρκεζίνη: «Οι Τούρκοι εξηκολούθουν να πολεμούν ευθέως κατά των Γάλλων εις την Κιλικίαν, εμμέσως δε κατά των Αγγλων, τους οποίους διησθάνοντο πάντα όπισθεν των Ελλήνων […] ούτε με τους Μπολσεβίκους είχε τότε πραγματοποιηθεί οριστική συμφωνία. Εσωτερικώς το κύρος του Κεμάλ ήτο ασθενές και η ηγεσία του ζωηρώς ημφεσβητείτο».

Η πτώση του Βενιζέλου άλλαξε δραματικά τη διεθνή θέση της Ελλάδος. Οι αντίπαλοί του, αδιαφορώντας για τα τελεσίγραφα των συμμάχων, επανέφεραν τον Κωνσταντίνο, «τον πράκτορα της Γερμανίας στον θρόνο των Αθηνών» , όπως τον χαρακτήρισαν οι «Τimes» του Λονδίνου. Την επομένη ενός πολέμου με εκατομμύρια θύματα η επάνοδος του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ισοδυναμούσε, για τις συμμαχικές κυβερνήσεις και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, με επιστροφή στην εξουσία των συμμάχων της ηττημένης Γερμανίας.

Μέσα σε λίγες ημέρες οι διάδοχοι του Βενιζέλου είχαν καταστρέψει, στην πιο ευαίσθητη περιοχή του πλανήτη, τη γέφυρα εμπιστοσύνης που επί χρόνια και με πολλή μαεστρία είχε οικοδομήσει ο Βενιζέλος με τους συμμάχους. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία από συμμαχοτουρκικός γινόταν πλέον ελληνοτουρκικός, τον οποίο η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει μόνη της, χωρίς καμία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από τους συμμάχους. Σύμφωνα με τον Τσόρτσιλ: «Ενας μόνο δρόμος ήταν ανοιχτός για τον Κωνσταντίνο και τους υπουργούς του:Να επιτύχει ειρήνη με την Τουρκία με τους καλύτερους δυνατούς όρους».

Τα ιδρυτικά μέλη της Κοινωνίας των Εθνών συνεδριάζουν για τον χάρτη του Οργανισμού. Διακρίνονται ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών W. Wilson (όρθιος πέμπτος από αριστερά), ο πρωθυπουργός της Ιταλίας V. Εm. Οrlando (καθήμενος στο μέσον) και ο Ελευθέριος Βενιζέλος (καθήμενος, πρώτος από δεξιά), 22 Φεβρουαρίου 1919

Οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις όμως προτίμησαν να συνεχίσουν έναν πόλεμο στον οποίο, όπως γράφει ο Μαρκεζίνης, δεν πίστευαν και τον υποτιμούσαν. Αποσυνάγωγοι της διεθνούς σκηνής, έπρεπε να απολογούνται διαρκώς για το φιλογερμανικό τους παρελθόν και να διεξάγουν απελπισμένο αγώνα για να αναγνωρισθούν από τις συμμαχικές κυβερνήσεις, την ώρα που ο Κεμάλ κέρδιζε διεθνή αναγνώριση.

Χωρίς κανένα διεθνές έρεισμα, δεν επεχείρησαν τουλάχιστον να ισχυροποιηθούν στο εσωτερικό μέτωπο. Αντίθετα, διεύρυναν το χάσμα που χώριζε τους Ελληνες και πυροδότησαν νέα πάθη. Με εκκαθαρίσεις κατέστρεψαν τη συνοχή του στρατού και, αντί συμφιλιώσεως, μετέδωσαν στο μέτωπο πνεύμα διαιρέσεως και κομματικών αντεκδικήσεων. Αρνήθηκαν τις υπηρεσίες του Βενιζέλου στις συμμαχικές πρωτεύουσες και απέρριψαν συμμαχικές πρωτοβουλίες, που πιθανότατα θα εξασφάλιζαν την Ανατολική Θράκη. Δεν υιοθέτησαν έστω τις προτάσεις Βενιζέλου και Μεταξά για αμυντική θωράκιση της εδαφικής ζώνης της Συνθήκης των Σεβρών.

Ο Τσόρτσιλ σχολίασε την ουτοπική επιλογή της συνέχισης της εκστρατείας: «Οι στρατιωτικοί και πολιτικοί κύκλοι του παλατιού ήθελαν να δείξουν πόσο λίγο είχε να κάνει ο Βενιζέλος με τις επιτυχίες. […] Η ιδέα ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν ό,τι είχε κερδηθεί ήταν ανυπόφορη για την υπερηφάνειά τους και βλαπτική για τη δημοτικότητά τους».

Συμπέρασμα: Από το 1912 ως το 1920 ο Βενιζέλος έναν μόνο πόλεμο είχε σχεδιάσει: τον συμμαχικό. Οι διάδοχοί του, αφού απομόνωσαν την Ελλάδα από τις συμμαχικές δυνάμεις, εξαπέλυσαν έναν αδιέξοδο πόλεμο στα βάθη της Μικράς Ασίας. Αγνόησαν την υποθήκη του Μπίσμαρκ: σε έναν συνδυασμό πέντε παικτών, φρόνιμο είναι να είσαι πάντοτε με το μέρος των τριών. Ατυχώς για την Ελλάδα, στον πόλεμο αυτόν δεν είχαν ούτε έναν συμπαίκτη. Η καταστροφή ήταν αναπόφευκτη.

Ο κ. Νικόλας Εμμ. Παπαδάκης είναι γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά.