Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της αξιολόγησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Γιατί κάποιοι τη βλέπουν ως πανάκεια και άλλοι ως μια ακόμη γραφειοκρατική περιπέτεια; Τι μπορεί να αποκομίσει η Ελλάδα, που βρίσκεται στα πρώτα στάδια αξιολόγησης των πανεπιστημίων, από την εμπειρία άλλων χωρών; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική αξιολόγηση; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που θα προσπαθήσω να απαντήσω με βάση την πείρα μου από το αγγλικό πανεπιστημιακό σύστημα.

Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για μια επιτυχημένη αξιολόγηση: να υπάρχει η κουλτούρα της αξιολόγησης σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και να είναι σαφές εκ των προτέρων το πώς θα εφαρμοστούν τα πορίσματά της. Η Ελλάδα δυστυχώς όχι μόνο δεν διαθέτει τέτοια κουλτούρα αλλά υπάρχει διάχυτη η καχυποψία για την αντικειμενικότητα κάθε αξιολόγησης. Τούτο οφείλεται και στο ότι παλαιότερα ικανότατοι και προοδευτικοί εκπαιδευτικοί δεινοπάθησαν από διορισμένους με πολιτικά κριτήρια επιθεωρητές, με αποτέλεσμα κάθε μορφή αξιολόγησης να απαξιωθεί. Επομένως μια κουλτούρα αξιολόγησης θα πάρει χρόνια να εδραιωθεί στην Ελλάδα και ως εκ τούτου όποια αξιολόγηση θα πρέπει να προχωρεί με μικρά αλλά πειστικά βήματα.

Το δεύτερο ακανθώδες σημείο αφορά το τι ακολουθεί την αξιολόγηση. Τι δηλαδή προβλέπεται για τις εκπαιδευτικές μονάδες που δεν αξιολογούνται θετικά ή κρίνονται προβληματικές για διάφορους λόγους. Στη Βρετανία σχολεία και πανεπιστημιακά τμήματα με χαμηλή απόδοση αναγκάστηκαν να κλείσουν, αλλού όμως προβλέπεται η ενίσχυσή τους, κάνοντας πολλούς να υποστηρίζουν ότι αξιολόγηση χωρίς ποινές δεν οδηγεί σε βελτίωση. Η τελευταία επιλογή προϋποθέτει τη βεβαιότητα ότι οι εκπαιδευτικές μονάδες μπορούν να βελτιωθούν και ότι υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί για αυτόν τον σκοπό. Ποια όμως ελληνικά πανεπιστήμια διαθέτουν μονάδες για τη διδακτική και τεχνική επιμόρφωση των μελών τους; Αν κάποιο τμήμα κριθεί προβληματικό πώς θα βελτιωθεί; Αν κάποιος πανεπιστημιακός θα ήθελε να βελτιώσει τις διδακτικές του δεξιότητες ή του ζητηθεί να επιμορφωθεί σε νέες διδακτικές τεχνολογίες πώς θα το κάνει; Πώς μπορεί να πετύχει οποιαδήποτε αξιολόγηση χωρίς αναπτυγμένο σύστημα διασφάλισης ποιότητας (quality assurance);

Πριν από μερικά χρόνια κάποια ελληνικά πανεπιστήμια αξιολογήθηκαν από τη Εuropean University Αssociation και μάλιστα ορισμένα από αυτά ανάρτησαν τις εκθέσεις αξιολόγησης, γραμμένες στα αγγλικά, στην ιστοσελίδα τους. Πολλές από τις επισημάνσεις των εκθέσεων αυτών ήταν πολύ σοβαρές και έδειχναν τις ουσιαστικές αδυναμίες του ελληνικού πανεπιστημιακού συστήματος. Ποια όμως από αυτές ελήφθη σοβαρά υπόψη, τι άλλαξε ως αποτέλεσμα αυτών των αξιολογήσεων, τι έκαναν το υπουργείο ή οι πανεπιστημιακές αρχές; Ανάρτησαν στην ιστοσελίδα τους κάποια απάντηση σε αυτές τις εκθέσεις; Επομένως το ζήτημα δεν είναι να γίνουν αξιολογήσεις αλλά πώς εφαρμόζονται.

Η αξιολόγηση δεν μπορεί να είναι μια συνολική διαδικασία αλλά πρέπει να επιμερίζεται στις διάφορες πτυχές του διδακτικού και ερευνητικού έργου. Αλλη αξιολόγηση για τα προπτυχιακά και τα μεταπτυχιακά προγράμματα, άλλη για την υποστήριξη των φοιτητών και τη φοιτητική μέριμνα, άλλη για την έρευνα και την ερευνητική στρατηγική κάθε τμήματος, άλλη για τις υποδομές και άλλη για τις διοικητικές υπηρεσίες και τη γραμματειακή υποστήριξη. Αξιολόγηση επίσης χωρίς να συγκρίνει και να ιεραρχεί όλα τα συναφή τμήματα της χώρας και τις υπηρεσίες που προσφέρουν ή τις υποδομές που διαθέτουν δεν νοείται. Σε αντίθετη περίπτωση μιλούμε για θεσμικό έλεγχο (institutional audit) και όχι για αξιολόγηση.

Για παράδειγμα, από το γραφείο μου στην Αγγλία και μέσω της πύλης Ζέφυρος μπορώ να έχω ηλεκτρονική πρόσβαση σε όλες τις βιβλιοθήκες των ελληνικών ΑΕΙ και ΤΕΙ. Μάλιστα αυτή η πύλη πρόσβασης δίνει τη δυνατότητα να αξιολογήσει κανείς τον πλούτο των βιβλιοθηκών και να διαπιστώσει ότι νεότερα ιδρύματα έχουν καλύτερες βιβλιοθήκες από παλαιότερα. Πράγμα που σημαίνει ότι η ένδεια ορισμένων βιβλιοθηκών δεν οφείλεται αποκλειστικά σε έλλειψη χρηματοδότησης αλλά και σε άλλους παράγοντες. Μια αξιολόγηση μέσω του Ζέφυρου αποδεικνύει επίσης ότι μερικά βυζαντινά και νεοελληνικά τμήματα του εξωτερικού έχουν πλουσιότερες βιβλιοθήκες, ακόμη και σε ελληνικά βιβλία, σε σύγκριση με κάποια εγχώρια. Διαπίστωση που οδηγεί στην απορία, την οποία οποιαδήποτε σοβαρή αξιολόγηση πρέπει να θέσει, πώς είναι δυνατό να γίνουν σοβαρές μεταπτυχιακές σπουδές σε αυτά τα πανεπιστήμια χωρίς αξιόλογες βιβλιοθήκες.

Από την άλλη πλευρά, ορισμένα ελληνικά πανεπιστήμια διαθέτουν τόσο μεγάλο αριθμό διδασκόντων σε κάποιες ειδικότητες που θα τον ζήλευαν και τα καλύτερα του κόσμου. Γιατί όμως δεν μπορούν να προσφέρουν διεθνή μεταπτυχιακά προγράμματα που να συναγωνίζονται ξένα πανεπιστήμια στην προσέλκυση φοιτητών από όλο τον κόσμο ενώ αντίστοιχα ξένα τμήματα με πολύ μικρότερο αριθμό διδασκόντων το καταφέρνουν;

Επανερχόμαστε όμως έτσι στο ζήτημα που τέθηκε από την αρχή. Δεν αρκεί να μιλάς ή έστω να προχωρείς σε μια υποτυπώδη αξιολόγηση αλλά το πώς βελτιώνεις την κατάσταση και με ποια μέσα. Για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει κάθε αξιολόγηση να εντοπίσει τις τυχόν αιτίες οι οποίες οδηγούν σε υποβαθμισμένες υπηρεσίες και να προσφέρει πρακτικές λύσεις τις οποίες υπουργείο και πανεπιστήμια θα είναι διατεθειμένα να υλοποιήσουν. Αξιολόγηση δίχως να είναι σαφές εκ των προτέρων το πώς θα γίνουν πράξη οι προτάσεις της δεν έχει νόημα να γίνει. Θα επανέλθω όμως στο ζήτημα στην επόμενη επιφυλλίδα.

Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.