Σύμφωνα με τα εμπιστευτικά έγγραφα της βρετανικής κυβέρνησης για το 1978, που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σπύρος Κυπριανού, χωρίς να εγκαταλείψει επίσημα τη Συμφωνία Μακαρίου- Ντενκτάς για λύση διζωνικής-δικοινωτικής ομοσπονδίας, κατηύθυνε την κύρια προσπάθειά του για λύση του Κυπριακού προς τη διεθνοποίηση.

Σε συνομιλίες του στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1978 και σχολιάζοντας την άποψη του Βρετανού πρωθυπουργού Τζέϊμς Κάλλαχαν ότι «αν η κυπριακή κυβέρνηση μπορούσε να προσφέρει το είδος της διευθέτησης που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος φαινόταν έτοιμος να αποδεχθεί, θα ήταν πιθανώς δυνατή η επίτευξη λύσης στο Κυπριακό», ο Σπ.Κυπριανού είπε ότι ο Μακάριος του είχε εκμυστηρευθεί, τέσσερις ημέρες πριν από το θάνατό του, ότι έκανε δεύτερες σκέψεις για τη συμφωνία του 1977 που είχε υπογράψει με το Ντενκτάς.

Στα εμπιστευτικά έγγραφα από τα αρχεία του Φόρεϊν Οφις αναφέρεται ακόμη ότι στην ίδια συνάντηση με τον Κάλαχαν ο Κύπριος πρόεδρος αναφέρθηκε στις προτάσεις που υπέβαλε κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και αφορούσαν σε αποστρατικοποίηση της Κύπρου, αποστολή στη νήσο αντιπροσωπείας του Συμβουλίου Ασφαλείας υπό την ηγεσία της Γαλλίας και πραγματοποίηση Διεθνούς Διάσκεψης για το Κυπριακό όπως είχε προτείνει η Σοβιετική Ενωση.

Ο Κάλαχαν τάχθηκε εναντίον της διεθνοποίησης, αλλά τόνισε ότι αυτό είναι θέμα που πρέπει να το κρίνει η Κύπρος και η χώρα του δεν θα παρέμβαλε περιττές δυσκολίες.

Ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ απέρριψε την πρόταση Κυπριανού, αντιπροτείνοντας τετραμερή διάσκεψη με τη συμμετοχή της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής πλευράς.

Η Βρετανία ήταν υπέρ των απευθείας συνομιλιών, παρά το γεγονός ότι και αυτή δεν θεωρούσε υποβοηθητικές τις προτάσεις Ετζεβίτ.

Σύμφωνα με τα έγγραφα, ο Τζέημς Κάλαχαν πίστευε ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός ήθελε λύση, σε αντίθεση με τον Τούρκο πρόεδρο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.

Αναφέρεται ακόμη ότι ο τότε συνομιλητής Τάσσος Παπαδόπουλος υποστήριζε τις διακοινοτικές συνομιλίες ως το καλύτερο πλαίσιο για αναζήτηση λύσης.

Σε έγγραφο της Υπάτης Αρμοστείας της Βρετανίας στην Κύπρο, το οποίο αναφέρεται σε ομιλία του Τάσσου Παπαδόπουλου τον Ιούλιοτου 1978 στη Λεμεσό, σημειώνεται ότι «από γεράκι μεταμορφώθηκε σε περιστερά», υποστηρίζοντας ότι οποιαδήποτε δίκαιη και λειτουργική λύση πρέπει να αναζητηθεί εντός της διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Από τα έγγραφα του Φόρεϊν Οφις του 1978 αποκαλύπτεται, επίσης, ότι το 1974, ως αποτέλεσμα αναθεώρησης του αμυντικού προϋπολογισμού της Βρετανίας, ελήφθη κατ’ αρχήν απόφαση για αποχώρηση από τις βάσεις στην Κύπρο.

Ωστόσο, η εφαρμογή της είχε ανασταλεί προσωρινά λόγω παραστάσεων από την τότε αμερικανική κυβέρνηση και της σημασίας που και οι δύο κυβερνήσεις απέδιδαν στη συγκέντρωση πληροφοριών στην περιοχή των βάσεων και ιδιαίτερα στα ωφελήματα από τη διμερή κατασκοπευτική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το 1977 το θέμα συζητήθηκε στην Ουάσιγκτον με τη νέα, υπό τον πρόεδρο Κάρτερ κυβέρνηση, οπότε και υποβλήθηκε η πρόταση για κάλυψη εκ μέρους των Αμερικανών του 50% των δαπανών, η οποία ωστόσο απερρίφθη.

Σε άλλο έγγραφο αναφέρεται ότι θέμα εγκατάλειψης των βάσεων ή μέρους τους δεν είχε συζητηθεί με την κυπριακή κυβέρνηση και όποτε υπήρξε επίσημη συζήτηση, η θέση ήταν ότι η Βρετανία δεν προτίθεται να εγκαταλείψει τις βάσεις.

Στα έγγραφα του Φόρεϊν Οφις αναφέρεται ακόμη ότι η Βρετανία παρουσιαζόταν ιδιαίτερα ασυνεπής σε σχέση με τις συμβατικές υποχρεώσεις της για παροχή βοήθειας προς την Κύπρο.

Σημειώνεται ότι από το 1965 δεν δόθηκε οποιαδήποτε βοήθεια, εκτός από περιορισμένα ποσά τεχνικής υποστήριξης και προσφοράς για τους πρόσφυγες και προστίθεται ότι το 1974 διεξήχθησαν πολλαπλές διαπραγματεύσεις για το θέμα, όμως μεσολάβησαν τα τραγικά γεγονότα της εισβολής.

Το 1978 η Βρετανία πρόσφερε 7,5 εκατομμύρια λίρες για εξόφληση όλων των υποχρεώσεών της, ποσό που απεδέχθη η Κύπρος, τονίζοντας ότι η βρετανική κυβέρνηση είχε την υποχρέωση να προσφέρει περισσότερα.