Τον Σεπτέμβριο συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την έλευση (29.9.1979) από τις ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη του Νίκου Γκάλη, του ανθρώπου ο οποίος κατά γενική παραδοχή άλλαξε τον ρουν του ελληνικού μπάσκετ και ήτανμαζί και με τα άλλα παιδιά του Αρη και της Εθνικής του 1987- ο κράχτης για να ασχοληθούν με την πορτοκαλί μπάλα χιλιάδες παιδιά. Ο Νικ υπέγραψε το συμβόλαιό του με τον Αρη στις 16.10.1979, ενώ στις 2.12.1979 αγωνίστηκε στο πρώτο επίσημο παιχνίδι με την κίτρινη φανέλα πετυχαίνοντας 30 πόντους κατά του Ηρακλή.
« Κάθε παίκτης του μπάσκετ στην Αμερική έχει ένα όνειρο· να παίξει στο ΝΒΑ. Εγώ δεν μπορούσα φυσικά να αποτελέσω εξαίρεση.Ηθελα να γνωρίσω αυτό τον μαγικό κόσμο και πίστευα ότι θα κατάφερνα να διακριθώ.Οτανόμωςεί- δα το όνειρό μου να μη γίνεται πραγματικότητα με την πρώτη προσπάθεια,αποφάσισα να συνεχίσω σε μια άγνωστη- μέχρι τότεγια μένα χώρα· στην πατρίδα του πατέρα μου και της μητέρας μου, που έστω και από μακριά,την ένιωθα κατά κάποιον τρόποως την πραγματική δική μου πατρίδα.Σήμεραμπορώ ανεπιφύλακτα να πω ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1979, ναι μεν δεν εκπληρώθηκε η μεγάλη μου επαγγελματική φιλοδοξία, να παίξω στο ΝΒΑ, αλλά από την απόφαση που πήρα,να συνεχίσω δηλαδή την καριέρα μου στην Ελλάδα, κέρδισα περισσότερα ως άνθρωπος και επιπλέον πιστεύω ότι η μικρή προσφορά μου στην Ελλάδα και στο μπάσκετ της είναι πολυτιμότερη από οποιαδήποτε ενδεχόμενη προσωπική μου διάκριση στο ΝΒΑ ».
Η εξομολόγηση ανήκει στον Γκάλη, ο οποίος είχε επιλέξει αυτές ακριβώς τις λέξεις για να προλογίσει το αφιέρωμα που δημοσίευσε το περιοδικό «Τρίποντο» το 1998 για τη ζωή και τα κατορθώματα του κορυφαίου μπασκετμπολίστα. Αν το ξανασκεφτεί κανείς, ο «γκάνγκστερ», όπως ήταν το προσωνύμιο που τον ακολουθούσε κατά τη διάρκεια μιας θρυλικής αθλητικής διαδρομής, «σκότωσε» ένα όνειρο, το δικό του, αλλά ερχόμενος από το Νιου Τζέρσεϊ στη Θεσσαλονίκη έδωσε σάρκα και οστά στα όνειρα εκατομμυρίων Ελλήνων να δουν την Εθνική να σκαρφαλώνει στο πρώτο σκαλί του βάθρου κατακτώντας τηναπλησίαστη ως τότε κορυφή- στο Ευρωμπάσκετ 1987. Ισως να ήταν ο μοναδικός αθλητής που κατάφερε να ενώσει μια ολόκληρη χώρα (μαζί με τους… μετανάστες της στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες), καθώς τα βράδια της Πέμπτης οι περισσότερες οικογένειες έπαιρναν θέση στους τηλεοπτικούς δέκτες για να θαυμάσουν τον Αρη του Παναγιώτη Γιαννάκη, του Νίκου Φιλίππου , του Λευτέρη Σούμποτιτς, αλλά κυρίως του Γκάλη, που έκανε την Ευρώπη να παραμιλά με τα διαστημικά κόλπα και τις… σαραντάρες που μοίραζε αφειδώς στα αντίπαλα καλάθια!
Ακόμη και αυτός όμως, « για τον οποίο όσοι ασχολούνται με το μπάσκετ θα έπρεπε να πληρώνουν έναν ειδικό φόρο,το…Γκαλόσημο », σύμφωνα με τη μνημειώδη ατάκα του προπονητή του στον Αρη (νυν υφυπουργό Αθλητισμού) κ. Γιάννη Ιωαννίδη – αλλά και διάφορες παραλλαγές περί «μπασκετικού φόρου υπέρ Γκάλη» που είχαν διατυπωθεί από τον παλαίμαχο Βασίλη Γκούμα κ.ά. -, είχε βιώσει σκληρή αμφισβήτηση από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. « Καλά,τι του έκαναν και κόντυνε;“Μπήκε” στο ταξίδι; » έλεγαν οι κακές γλώσσες απαντώντας στις φήμες που ήθελαν τον Γκάλη να έχει ύψος 1,91 μ., ενώ στο αεροδρόμιο εμφανίστηκε με το αληθινό του ύψος (1,83 μ.). « Κύριοι, μπορείτε να λέτε και να γράφετε ό,τι θέλετε.Προσέξτε,όμως, γιατί μια μέρα θα γλείφετε εκεί όπου τώρα φτύνετε. Μια μέρα ο Γκάλης θα αποδείξει ότι ο ένας μπορεί να νικήσει τους πέντε » ήταν η αντίδραση του «πατριάρχη» του μπάσκετ του Αρη κ. Ανέστη Πεταλίδη, ο οποίος δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ καιρό για να δικαιωθεί. Στις 2 Δεκεμβρίου 1979, στο ντεμπούτο του με τη φανέλα του Αρη απέναντι στον Ηρακλή ο Γκάλης σημειώνει 30 πόντους και η ομάδα του επικρατεί δύσκολα με 79-78. Ηταν η αρχή μιας κολοσσιαίας καριέρας που έκανε αθλητές όπως ο Αρβιντας Σαμπόνις (« αν ο Γκάλης θέλει να σκοράρει, θα το πετύχει ό,τι και αν κάνει ο αντίπαλος ») και ο αείμνηστος Ντράζεν Πέτροβιτς (« θα ήθελα πολύ να έπαιζα στην ίδια ομάδα μαζί του.Να του δίνω την μπάλα και να σκοράρει ») να υποκλιθούν, αλλά δεν είχε την κατάληξη που αρμόζει σε έναν θρύλο.
Επειτα από οκτώ πρωταθλήματα, επτά Κύπελλα Ελλάδος, ένα Ευρωμπάσκετ και αμέτρητες ατομικές διακρίσεις, ήλθε εκείνη η βραδιά στο Μετς (Αμπελόκηποι- Παναθηναϊκός, 18 Οκτωβρίου 1994), όπου ο τότε προπονητής του στο Τριφύλλι κ. Κώστας Πολίτης αποφασίζει να μην τον χρησιμοποιήσει σε όλο το πρώτο ημίχρονο. Παρά την έκκληση του κ. Παύλου Γιαννακόπουλου ο Γκάλης μαζεύει τα πράγματά του και εξαφανίζεται. « Το χειρότερο ελάττωμα για έναν άνθρωπο είναι η αχαριστία και ειδικά από ανθρώπους που χρωστούν τα πάντα σε στιγμές του παρελθόντος » θα πει αργότερα ο Γκάλης, αλλά η Ιστορία γράφεται μόνο μια φορά. Αν μπορούσε να ξαναγραφτεί, δεν θα επαναλαμβανόταν η αδικία και ο 52χρονος τώρα Νικόλαος Γεωργαλής (όπως είναι το πραγματικό όνομά του) θα είχε κατακτήσει έστω έναν τίτλο πρωταθλητή Ευρώπης σε κάποιο από τα τέσσερα Φάιναλ Φορ που αγωνίστηκε με τον Αρη και τον Παναθηναϊκό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο χώρος και οι άνθρωποι του μπάσκετ και του αθλητισμού γενικότερα οφείλουν πολλά στον μεγάλο Νικ Γκάλη, ο οποίος σε όσους έψαχναν να του προσάψουν μειονεκτήματα του τύπου ότι δεν καρφώνει απαντούσε με την πληρωμένη ατάκα: «Και το λέι απ, όπως και το κάρφωμα, δύο πόντους μετράει»! *