Η πρόσφατη ανάληψη από τον πρωθυπουργό κ. Κ.Καραμανλή της πολιτικής ευθύνης για το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου επανέφερε στο προσκήνιο κρίσιμα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα, ενώ δεν θα έπρεπε, στην Ελλάδα. Υπάρχει πολιτική χωρίς ευθύνη; Και αν ναι, ποιες είναι οι κυρώσεις όταν αυτή η ευθύνη στοιχειοθετείται; Ελάχιστοι θα διαφωνούσαν με τη διαπίστωση ότι οι πελατειακές σχέσεις, η διαφθορά, η κακοδιοίκηση και η πολιτική υποκρισία, στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του, επιδρούν καταλυτικά στην ανάληψη πολιτικής ευθύνης από τους κυβερνώντες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πολιτική απάθεια και τον κυνισμό που είναι διάχυτα στην κοινωνία, οδηγεί στην αποσύνδεση της πολιτικής από την ευθύνη. Το πολιτικό προσωπικό δεν θεωρεί υποχρεωτικότο να λογοδοτεί στον λαό- παρά μόνο στην εκτελεστική εξουσία- και οι κυβερνώμενοι δεν ενδιαφέρονται να ζητήσουν τον λόγο. Το αποτέλεσμα, όπως προκύπτει και από το σημερινό αφιέρωμα του «Βήματος», είναι ότι σε συνδυασμό με την απίσχνανση των θεσμών η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης αποσυνδέεται πλήρως από την πολιτική κύρωση.
«Είμαι πολίτης μιας μη συνηθισμένης πόλης. Σας ικετεύω να μην επιτρέψετε αυτή η όμορφη και κραταιή πόλη να παραμείνει το κέντρο της πολιτικής διαφθοράς σε όλη την Ενωση. Θα ήταν προτιμότερο να βυθιστεί στη θάλασσα παρά να συνεχίσει έτσι […]. Δεν υπάρχει αμαρτία τόσο μεγάλη όσο η πολιτική διαφθορά, με μία μόνον εξαίρεση: την πολιτική αδιαφορία απέναντι στη διαφθορά». Αναφέρονται στη σύγχρονη Ελλάδα τα πιο πάνω; Θα μπορούσε. Αναφέρονται, όμως, στη Νέα Υόρκη και προέρχονται από το κυριακάτικο κήρυγμα του ιερωμένου Ηenry Βellows, την 21η Οκτωβρίου 1871, περίπου 140 χρόνια πριν. Η χώρα μας, παρά τις ομοιότητες, διαφέρει, διότι κατάφερε ακόμη και οι ιεροί χώροι της να βρίσκονται στο επίκεντρο της πιο «κακής» δημοσιότητας. Πράγματι, η ελληνική πολιτική, η ελληνική διοίκηση και η ελληνική κοινωνία έχουν βυθιστεί σε έναν τριπλό, και τρομακτικά ισχυρό, φαύλο κύκλο: (α) Πελατειακές σχέσεις- Διαφθορά- Πελατειακές σχέσεις, (β) Κακή διοίκηση- Διαφθορά- Κακή διοίκηση και (γ) Υποκρισία- Διαφθορά- Υποκρισία. Η πολιτική διαφθορά, νοούμενη ως κατάχρηση δημόσιας εμπιστοσύνης προς όφελος ιδιωτικού συμφέροντος, βρίσκεται στο κέντρο και των τριών αυτών κύκλων. Είναι ταυτόχρονα κινούν αίτιο και μοιραία απόληξη ενός πολύπλοκου πολιτικού συστήματος.
Αυτό το καλά δομημένο, με σκληρούς πυλώνες και μακρά ιστορία σύστημα διαφθοράς υποστηρίζεται από μια πυκνή, εξίσου καλά δομημένη και, επίσης, με μακρά ιστορία, δημόσια υποκρισία. Η «ελληνική» υποκρισία, όχι ως χαρακτηριστικό του «γένους» αλλά ως χαρακτηριστικό ενός αυτοτροφοδοτούμενου μοντέλου θεσμικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, δεν είναι ούτε επιφανειακή ούτε τυχάρπαστη. Εχει μέσα στον χρόνο επιδείξει τεράστια ικανότητα προσαρμογής, αυτοδιόρθωσης και εκσυγχρονισμού- γι΄ αυτό και είναι εκλεπτυσμένη. Ωστόσο, είναι απλωμένη σε όλη την κοινωνία, από το Μέγαρο Μαξίμου και τα κανάλια της τηλεόρασης μέχρι το Πανεπιστήμιο και το καφενείο της γειτονιάς, από τα Βόρεια Προάστια μέχρι το τελευταίο χωριό, από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά.
Η «πολιτική ευθύνη» αποκτά το πραγματικό νόημά της στο πλαίσιο αυτής της νοσηρής σχέσης που συνδέει την πολιτική διαφθορά με την πολιτική υποκρισία. Θεωρητικά, η πολιτική ευθύνη είναι η βάση και το θεμέλιο του κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Φορέας της είναι το Κοινοβούλιο που ασκεί- ως εντολοδόχος του λαού- τον έλεγχο της δράσης των κυβερνώντων. Η πολιτική ευθύνη συνεπάγεται την υποχρέωση του κατόχου μιας κυβερνητικής θέσης να παραιτηθεί από αυτήν, όταν πάψει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του κυρίαρχου οργάνου που του την εμπιστεύθηκε.
Ωστόσο, ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός έχει στην πράξη προκαλέσει, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, τη μετάλλαξη της έννοιας της πολιτικής ευθύνης, και, τελικά, την πρακτική κατάργησή της. Η υποχρέωση του κυβερνητικού αξιωμα
τούχου ισχύει μόνον απέναντι σε αυτόν που τον διόρισε (τον πρωθυπουργό) και όχι απέναντι σε αυτόν που του έχει δώσει τη δημοκρατική εξουσιοδότηση, δηλαδή τη Βουλή (γι΄ αυτό άλλωστε οι παραιτήσεις απευθύνονται στον πρωθυπουργό). Οταν οι πολιτικοί γίνονται φορείς ανομίας, ή την ανέχονται, όταν η διοίκηση γίνεται φορέας ανομίας, ή την ανέχεται, όταν, δηλαδή, το κράτος δρα εγκληματικά, υπάρχει αναμφίβολα πολιτική ευθύνη.
Πολιτική ευθύνη σημαίνει όμως, όπως σωστά έχει γράψει ο Κ. Τσουκαλάς, πολιτική κύρωση. Ευθύνη χωρίς κύρωση δεν υπάρχει. Και η κύρωση μπορεί να πάρει δύο μορφές: την ποινική, όταν συντρέχουν οι νομικές προϋποθέσεις, και την πολιτική, όταν συντρέχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις, δηλαδή η ρήξη του συμβολαίου εμπιστοσύνης ανάμεσα στον ασκούντα εξουσιαστικό λειτούργημα και στον εντολέα του (δηλαδή το Κοινοβούλιο). Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη αλλά ούτε παραιτούμαι ούτε αποπέμπομαι είναι ο ορισμός της πολιτικής υποκρισίας. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση «θα κριθούμε στις εκλογές», η οποία ακυρώνει- στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας!- μια βασική αρχή του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, ότι δηλαδή οι ασκούντες εξουσία δεν κρίνονται μόνον στις εκλογές και δεν κρίνονται αποκλειστικά και μόνον από τους ψηφοφόρους. Η περίπτωση Βατοπεδίου, μαζί με άλλες ανάλογες περιπτώσεις, δείχνει ότι έχει χαθεί όχι μόνον η έννοια της πολιτικής ευθύνης αλλά και η πιο σημαντική και πιο κρίσιμη διάστασή της: η έννοια της πολιτικής τιμής και της πολιτικής υπερηφάνειας. Φυσικά, η κατάργηση στην πράξη της πολιτικής ευθύνης ενισχύει την «κουλτούρα δυσπιστίας», η οποία χαρακτηρίζει κάθε πτυχή της πολιτικής, διοικητικής και οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα μας. Πολλαπλασιάζονται έτσι τα «σημεία αρνησικυρίας» (veto points), μειώνοντας τη φέρουσα μεταρρυθμιστική ικανότητα του πολιτικού μας συστήματος. Η σημερινή Ελλάδα έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας «μπλοκαρισμένης κοινωνίας» (Κ. Featherstone), στην οποία η μεταρρύθμιση, δεξιά ή αριστερή, συντηρητική ή προοδευτική, έχει καταστεί εξαιρετικά δύσκολη. Παραδόξως, μόνον η πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να σπάσει τον φαύλο κύκλο. Ωστόσο, δεν πρόκειται να το καταφέρει με τις κλασικές- και εξαιρετικά αποτελεσματικές σε παλαιότερες περιόδους- μετριοπαθείς στρατηγικές του «μεσαίου χώρου». Η χώρα έχει ανάγκη από ένα μεγάλο θεσμικό, πολιτικό και πολιτισμικό άλμα για να απαντήσει στη «κρίση αυθεντίας των κεντρικών θεσμών» (Γ. Βούλγαρης) και στο κύμα δυσαρέσκειας το οποίο είδαμε να κυριαρχεί στους δρόμους της Αθήνας. Η χώρα δεν έχει ανάγκη από πλειοψηφίες χωρίς ηγεμονία, αλλά από νέου τύπου πλειοψηφικές ιδέες, από ένα πιο φιλόδοξο, πιο ριζοσπαστικό σχέδιο. Ισως να έχουν και οι Ελληνες ανάγκη να γίνουν «πολίτες μιας μη συνηθισμένης πόλης».
Ο κ. Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών.