Εχουν περάσει περίπου δύο μήνες από το ξέσπασμα της κρίσης και οι συνθήκες «κοινωνικο-οικονομικού εργαστηρίου» για μια συστηματική και αξιόπιστη παρακολούθηση των βαθμιαίων επιπτώσεων της κρίσης στην εξέλιξη της ανεργίας στη χώρα μας είναι πλέον ώριμες.

Βεβαίως οι παράμετροι που συνεκτιμώνται για τις μετρήσεις παίρνουν την εκάστοτε αριθμητική τους έκφραση αναλόγως της πορείας της κρίσης. Αυτή η διαπίστωση επιβάλλει την επανάληψη των προσεγγίσεων ανά τρίμηνο, ώστε να καταστεί δυνατή η διαδοχική εκτίμηση των (ενδεχόμενων) μεταβολών της πορείας της κρίσης.

Είναι, σε κάθε περίπτωση, σαφές, ότι, η επίμονη συνέχιση της διαδικασίας μετρήσεων δεν αποτελεί έκφραση μιας απλής επιδίωξης διανοητικής άσκησης αλλά συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τη χάραξη και την εφαρμογή αποτελεσματικής στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης με τη λήψη των αναγκαίων συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής.

Η συνοπτική αποτύπωση των πρώτων συμπερασμάτων της διαδικασίας μετρήσεων των επιπτώσεων της κρίσης στην πορεία της ανεργίας μπορεί να επισημάνει τα εξής ευρήματα.

1. Στη χώρα μας δεν επαληθεύεται ο νόμος που συνδέει άμεσα με συγκεκριμένη ποσοτική έκφραση τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης με το ύψος της ανεργίας (οι αιτίες είναι πολλές με κυριότερη το μεγάλο ποσοστό- περίπου 52% του συνόλου- της διαρθρωτικής ανεργίας). Οι συνέπειες αυτής της διαπίστωσης είναι καταλυτικές: ενώ σε άλλες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ η αρνητική σχέση (αύξηση) ΑΕΠ- (μείωση) ανεργίας παραμένει ισχυρή, στην Ελλάδα,η συσχέτιση ΑΕΠ και ανεργίας δεν είναι στατιστικά σημαντική. Συνεπώς θα αποδειχθεί αναποτελεσματική η πρόσδεση της επιδίωξης μείωσης της ανεργίας αποκλειστικώς στον ρυθμό ανάπτυξης.

2. Η ίδια αρνητική διαπίστωση ισχύει και για τη σύνδεση της επιδίωξης μείωσης της ανεργίας με την ενίσχυση του ρυθμού αυξήσεων των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Ενώ, σε επίπεδο ΟΟΣΑ, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συσχετίζονται στενά με την ανεργία (όσο αυξάνονται ή μειώνονται οι επενδύσεις, μειώνεται ή αυξάνεται, αντιστοίχως, η ανεργία), στην Ελλάδα, αντιθέτως, δεν προκύπτει στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και της ανεργίας. Η εξήγηση του φαινομένου μπορεί να αναζητηθεί στη διαπίστωση ότι μεγάλο μέρος του πάγιου εξοπλισμού δεν παράγεται στην Ελλάδα αλλά εισάγεται από το εξωτερικό.

3. Στην Ελλάδα (όπως και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία αλλά σε αντίθεση με τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά) διαπιστώνεται ισχυρότατη (0,867) συσχέτιση (με αρνητικό πρόσημο) ανάμεσα στις επενδύσεις σε κατοικίες και στην ανεργία (η αύξηση ή μείωση των επενδύσεων σε κατοικίες συνεπιφέρει και την αντιστρόφως ανάλογη αυξομείωση του συνολικού ύψους της ανεργίας). Η εξήγηση του φαινομένου εντοπίζεται στη διαπίστωση ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες δεν συνεπάγονται εισαγωγές από το εξωτερικό αφού τα περισσότερα αναγκαία υλικά κατασκευάζονται στην Ελλάδα και συνεπώς έχουμε (και) πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις για την απασχόληση σε άλλους κλάδους της εγχώριας οικονομίας (τσιμεντοβιομηχανία, σιδηρουργία, πληθώρα συναφών επαγγελμάτων: ξυλουργοί, επιπλοποιοί, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, μεταφορείς κ.λπ.). 4. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τις πιο πάνω διαπιστώσεις είναι καταλυτικό για την επιλογή των μέτρων πολιτικής που θα επιφέρουν μείωση της ανεργίας. Το ύψος της ανεργίας επηρεάζεται (μειώνεται) ουσιαστικά από την αύξηση του μεριδίου του ΑΕΠ που καταλαμβάνουν οι επενδύσεις σε κατοικίες και όχι από το συνολικό ποσόν των πάσης φύσεως επενδύσεων, ούτε από την αύξηση του ΑΕΠ. Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση όπου ο ρυθμός ανάπτυξης γίνει αρνητικός μπορούμε να προσδοκάμε μείωση της ανεργίας αν έχουμε μεριμνήσει να αυξάνεται το ποσοστό που συνιστούν οι επενδύσεις σε κατοικίες. 5. Επιβάλλεται να σημειωθεί, ακόμη, ότι τον ίδιο ρόλο των επενδύσεων σε κατοικίες επιτελεί και το σύνολο του κατασκευαστικού κλάδου όπου υπάγεται και η πλειονότητα των δημόσιων έργων (δρόμοι, πλατείες, φράγματα, γραμμές μεταφοράς και δίκτυα, κτλ.). 6. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διακλαδική συσχέτιση των αυξομειώσεων και αλληλεπιδράσεων για την εξέλιξη της απασχόλησης (συνεπώς και της ανεργίας).

Ι σχυρές συσχετίσεις (θετικές ή αρνητικές) διαπιστώνονται μεταξύ: των αγοραπωλησιών ακινήτων και του αγροτικού τομέα (όσο αυξάνεται η απασχόληση στον αγροτικό τομέα, μειώνεται η απασχόληση στο Real Εstate) και του εμπορίου και της μεταποίησης (η απασχόληση αυξομειώνεται ταυτοχρόνως και παραλλήλως και στους δύο τομείς).

Εξάλλου μικρότερης έντασης αλλά σημαντικές συσχετίσεις (αρνητικές ή θετικές) διαπιστώνονται και μεταξύ: των κατασκευών και των ξενοδοχείων (η απασχόληση ακολουθεί παράλληλη πορεία αυξομείωσης και στους δύο κλάδους), της εκπαίδευσης και του αγροτικού τομέα (όσο αυξάνεται η απασχόληση στην εκπαίδευση μειώνεται η απασχόληση στον αγροτικό τομέα και αντιστρόφως) και της εκπαίδευσης και της δημόσιας διοίκησης (η απασχόληση ακολουθεί παράλληλη πορεία αυξομείωσης και στους δύο κλάδους).