Η ανακάλυψη, συνήθως με τρόπο θαυμαστό, χαμένων ή λησμονημένων χειρογράφων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως υλικό ενός μυθιστορήματος αποτελεί παμπάλαιο λογοτεχνικό εύρημα που συναντούμε ακόμη και στις μέρες μας. Ομως η αναπάντεχη εύρεση ενός για χρόνια θεωρούμενου χαμένου αρχείου ενός μείζονος συγγραφέα, όπως είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, είναι πράξη αυτόχρημα χαρμόσυνη. Αυτό μπορούμε να πούμε και για την όντως θαυμαστή εύρεση ενός μεγάλου μέρους του αρχείου του Ανδρέα Εμπειρίκου μέσα σε παλιές ξεχασμένες βαλίτσες της Στεφανίας, της μητέρας του ποιητή. Η ανακάλυψη οφείλεται στον Λεωνίδα Εμπειρίκο, γιο του ποιητή, και μάλιστα συμβαίνει σε δύο στάδια (2004 και 2006). Ετσι οι σχετικές λεπτομέρειες για την εύρεση αυτού του υλικού συστήνουν τελικά ένα αληθινό αφήγημα, μυθιστορηματικής τάξεως.

Τι περιείχαν αυτές οι βαλίτσες της γιαγιάς Στεφανίας; Ενα μεγάλο αριθμό επιστολών του Ανδρέα Εμπειρίκου που στάλθηκαν κυρίως στη μητέρα του Στεφανία, στον αδελφό του Μαράκη και στον πατέρα του Λεωνίδα από το 1914 ως το 1935. Την πρώτη γραφή της Ενδοχώρας , μια εκδοχή των Γραπτών (1940) και μια δακτυλόγραφη εκδοχή της Υψικαμίνου, το μόνο (δυστυχώς) τεκμήριο της αιρετικής και πρωτοπόρας συλλογής που δημοσιεύεται τον Μάρτιο του 1935. Εδώ βρέθηκε το χειρόγραφο της διάσημης διάλεξης του Εμπειρίκου για τον υπερρεαλισμό (1935), εκδοχές του θρυλικού, θα λέγαμε, ποιήματος «Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου» που ο Ελύτης θεωρεί «χαρακτηριστικό μιας μεταβατικής περιόδου [που] δείχνει, κοντά στ΄ άλλα, πόσο η καλλονή του τυχαίου» συνέβαλε στη διαμόρφωση της ποιητικής του Εμπειρίκου. Βρέθηκε επίσης ένας μεγάλος αριθμός άγνωστων φωτογραφιών, είτε τυπωμένων είτε σε αρνητικά, της εποχής αυτής. Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες συνοδεύουν ως σχόλιο τις επιστολές και αποτελούν πρώιμο αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο δείγμα της φωτογραφικής δεινότητας και ευαισθησίας του Ανδρέα Εμπειρίκου. Επίσης οι βαλίτσες είχαν μια ανέκδοτη ποιητική συλλογή με νεωτερικά, αλλά όχι υπερρεαλιστικά, ποιήματα που συγκροτείται το 1933-1934, αυτή που αργότερα ο Εμπειρίκος θα επεξεργασθεί και θα αποκαλέσει «Προϊστορία ή καταγωγή». Μαζί τα σχέδια των κομμουνιστικών μανιφέστων που στέλνει σε φίλους και γνωστούς, εν είδει επιστολών, το 1933. Τέλος, τρεις επιστολές του Νικολάου Πλαστήρα στον Εμπειρίκο, προσωπικού φίλου της οικογένειας, που γράφονται στο διάστημα που ο εξόριστος πολιτικός φιλοξενείται στην πολυτελή έπαυλη του πατρός Λεωνίδα Εμπειρίκου, στη γαλλική Ριβιέρα.

Τέλος στη βασιλεία

Ο πατέρας του ποιητή Λεωνίδας Εμπειρίκος στο γιοτ του «Γόησσα»

Από όλο αυτό το υλικό, και ειδικότερα από τις 120 περίπου ανευρεθείσες επιστολές, δημοσιεύονται μόνο 33, εκείνες που, όπως κρίθηκε από τους υπευθύνους της έκδοσης, παρουσιάζουν μεγάλο και γενικότερο ενδιαφέρον μολονότι οικογενειακής φύσεως. Το περιεχόμενο των επιστολών αυτών είναι πολλαπλό και φωτίζουν μια εντελώς άγνωστη περίοδο της ζωής και των δραστηριοτήτων (επαγγελματικών, λογοτεχνικών, κοινωνικών και πολιτικών) του Εμπειρίκου. Εί ναι ενδιαφέρον λ.χ. ότι σε επιστολή, που γράφεται τον χειμώνα του 1916 αγγλικά και στέλνεται σε έναν εξάδελφό του στο Λονδίνο, ο 15ετής Ανδρέας Εμπειρίκος αναφέρεται στους κινδύνους που αυτός, η μητέρα του και τα μικρότερα αδέλφια του αντιμετωπίζουν στην Αθήνα από τους εξαγριωμένους βασιλόφρονες. Είναι η εποχή που ο πατέρας του Λεωνίδας, προσωπικός φίλος και συνεργάτης του Βενιζέλου, βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Εθνάρχη, καθώς εξελίσσεται το αντιβασιλικό Κίνημα του 1916. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος εύχεται να έρθει ο Βενιζέλος, μαζί με τους φίλους του, και να βάλει τέλος στη βασιλεία!

Ωστόσο τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της αφήγησης που οι δημοσιευόμενες επιστολές φαίνονται να συστήνουν από το 1921 ως το 1935 έχουν να κάνουν με τα παρακάτω: με τις πρώιμες λογοτεχνικές και γλωσσικές αντιλήψεις του Εμπειρίκου, με την έξοδό του και τις σπουδές του στο Λονδίνο και στο Παρίσι (παράλληλη θα έλεγε κάποιος είναι η αντίστοιχη ευρωπαϊκή έξοδος του Σεφέρη, τα ίδια χρόνια), με τις σχέσεις αλλά και με τις προστριβές του με τον πατέρα του, με την εμπλοκή του στην ψυχανάλυση και τη θεραπεία του κοντά στον Ρενέ Λαφόργκ, με την εμφάνιση της χρόνιας κατάθλιψής του και τέλος με τον πρώιμο πολιτικό του ακτιβισμό, καθώς παραιτείται (ως αλληλέγγυος των απεργών) από τις οικογενειακές επιχειρήσεις για να ασχοληθεί απερίσπαστος με τη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση.

Το αιρετικό ποίημα

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στις Προσθαλάσσιες Αλπεις,περίπου 1925-1927. Αριστερά,ο Λεωνίδας Εμπειρίκος,ο Κίμων Εμπειρίκος και ο Ανδρέας στο Saut du Loup της Ελβετίας

Οπως έχουμε δείξει πριν από μερικά χρόνια («Το Βήμα», 23.12.2001), το λογοτεχνικό πρότυπο του νεαρού Ανδρέα Εμπειρίκου είναι αρχικά ο Παλαμάς και, όπως μας αναφέρει και ο Ελύτης, ο μετέπειτα υπερρεαλιστής ποιητής είχε σχεδιάσει αρκετά ποιήματα παλαμικού τύπου. Αυτή η προτίμησή του προς τον Παλαμά φαίνεται με πολλούς τρόπους στα γράμματά του προς τον αδελφό του Μαράκη. Εκεί, εκτός από τον έντονο θαυμασμό του για τον Παλαμά, με έκπληξη, μπορούμε να πούμε, διαπιστώνουμε πως η γλώσσα του είναι πέρα για πέρα ψυχαρική. Λέξεις όπως του παρού, του φωτού, η πραματικότη , η Λωζάννα,κανενού,σύφτωση και ανάλογες ψυχαρικές εκφράσεις παράγουν ένα εντελώς απίθανο κείμενο. Αυτή την εξωτερική λογοτεχνικότητά του θα την αφήσει με το πέρασμα του καιρού και από το 1924 και εξής επανέρχεται σε μια στρωτή δημοτική. Με αυτή τη γλώσσα θα συντάξει τα νεωτερικά ποιήματα του 1933-1934, για να ακολουθήσει η μεγάλη ρήξη με την παράδοση.

Η Υψικάμινος φαίνεται να συντάσσεται έτσι ως κείμενο, ακριβώς επειδή χρησιμοποιείται η ιδιάζουσα και προκλητική καθαρεύουσα. Μόνο με τη χρήση μιας νέας γλώσσας, «αιρετικής» για τα ποιητικά μέτρα της εποχής, θα μπορούσε να συνταχθεί ένα νέο αιρετικό ποίημα. Της ίδιας τάξεως μεταβολές παρακολουθούμε να συμβαίνουν (άλλοτε υπαινικτικά, άλλοτε ρητά) σε πολλά επίπεδα, στις πολιτικές του πεποιθήσεις, στις σχέσεις του, όπως είπαμε, με τον πατέρα του κλπ. Κυρίως όμως ό,τι φαίνεται μέσα από τις επιστολές αυτές, όσον αφορά και τη λογοτεχνική και την ιδεολογική διαμόρφωση του Ανδρέα Εμπειρίκου, είναι η μοναχική του πορεία και η βαθμιαία, συνεπής και γενναία τελικά αποχώρηση από την πατρική επιρροή και από την αντίστοιχη επιρροή των λογοτεχνικών του πατέρων. Το ίδιο συμβαίνει και με τους χώρους και τους τόπους που περιγράφουν τα ποιήματά του.

Ο Εμπειρίκος φαίνεται να εγκαταλείπει με το πέρασμα του καιρού τόσο τους πατρικούς παραδείσιους τόπους (Ανδρος, Μπογιάτι, Ριβιέρα) όσο και τους αντίστοιχους μητρικούς τόπους (Κριμαία, Λωζάννη) και να στρέφεται σε οικουμενικά κέντρα. Οι επιστολές και κυρίως οι φωτογραφίες της εποχής αυτής δείχνουν ένα φωτεινό, λαμπερό αστικό κόσμο (ο ίδιος ποζάρει συνεχώς γεμάτος ναρκισσισμό, ντυμένος τα υπέρκομψα ευρωπαϊκά του ρούχα) με νεαρά και ερωτικά πρόσωπα, με στίλβουσες μοτοσικλέτες, με ακριβά αυτοκίνητα, με κότερα, πλοία, αεροπλάνα.

Ολη η τεχνολογία που κάποια στιγμή θα γίνει υλικό της λογοτεχνίας του εμφανίζεται αυτή την εποχή. Αλλά ακριβώς μέσα σε αυτήν την εποχή της ευδαιμονίας και του πλούτου, που σημαδεύεται μοιραία από το οικονομικό κραχ του 1929 και τις πολιτικές ανακατατάξεις του μεσοπολέμου, ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα επιχειρήσει την προσωπική του πορεία προς τον κόσμο. Με τα κλειδιά του υπερρεαλισμού στα χέρια θα οργανώσει τελικά την προσωπική του, και όχι μόνο, μυθολογία.

Το βιβλίο του Ανδρέα Εμπειρίκου «Γράμματα στον πατέρα,τον αδελφό του Μαράκη και τη Μητέρα,1921-1935» κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Αγρα, με εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια του Γιώργη Γιατρομανωλάκη.