Σταθερή πορεία, χωρίς αυξομειώσεις, εμφανίζουν οι πωλήσεις βενζινών στην Ελλάδα το τελευταίο χρονικό διάστημα. Το γεγονός θεωρείται από τους ανθρώπους των ΕΛΛΠΕ ενθαρρυντικό σε μια εποχή κρίσης και γενικότερης πτώσης της ζήτησης.
Το πετρέλαιο θέρμανσης εμφανίζει εφέτος μείωση στη ζήτηση, γεγονός που αποδίδεται τόσο στις ήπιες καιρικές συνθήκες όσο και στην υποκατάστασή του από το φυσικό αέριο, καθώς και στα μέτρα για το λαθρεμπόριο, και το πετρέλαιο κίνησης αύξηση. Οπως είπε ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΛΠΕ κ. Ι. Κωστόπουλος, ο οποίος ανέλυσε και τα στοιχεία της ζήτησης καυσίμων στη χώρα μας, μέσα στους στόχους του ομίλου είναι η ανάπτυξη του δικτύου της ΕΚΟ, της οποίας το μερίδιο αγοράς έχει αυξηθεί. Το μεγάλο στοίχημα πάντως αλλά και η μεγάλη επιτυχία των ΕΛΛΠΕ είναι η ολοκλήρωση της επένδυσης στην Ελευσίνα, ύψους 1 δισ. ευρώ. Ο κ. Κωστόπουλος μιλώντας σε δημοσιογράφους δήλωσε ότι τα ΕΛΛΠΕ θα επιθυμούσαν να αυξηθεί το μερίδιό τους στη ΔΕΠΑ, όπου σήμερα κατέχουν το 35% της ΔΕΠΑ και το υπόλοιπο 65% κατέχει το ελληνικό Δημόσιο. Επέκταση της συμμετοχής τους στη ΔΕΠΑ πάντως δεν φαίνεται πιθανή άμεσα καθώς στο παρελθόν το ελληνικό Δημόσιο ανάγκασε τα ΕΛΛΠΕ να επιστρέψουν έναντι οικονομικής αποζημίωσης την οψιόν που είχαν για διεύρυνση του μεριδίου τους. Μπλοκαρισμένη εξάλλου είναι και η οψιόν που έχει η ΔΕΗ για την αγορά του 30% των μετοχών της ΔΕΠΑ.
Για την πληροφορία αλλά και τη φημολογία σύμφωνα με την οποία η Shell θα εκποιήσει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα και θα αποχωρήσει ο κ. Κωστόπουλος επανέλαβε το ενδιαφέρον των ΕΛΛΠΕ σε περίπτωση που αποφασιστεί από τον αγγλοολλανδικό πολυεθνικό όμιλο η απεμπλοκή του από τη χώρα μας.
Πληροφορίες πάντως από τον ευρύτερο ενεργειακό χώρο αναφέρουν ότι το μέλλον της Shell στην Ελλάδα θα κριθεί ως τα μέσα του 2009 αφού ως τον Απρίλιο ολοκληρώνεται μελέτη της εταιρείας για την αποτίμηση των δραστηριοτήτων στη χώρα μας και την εκτίμηση των προοπτικών. Τα αποτελέσματα της μελέτης θεωρείται ότι θα βαρύνουν σημαντικά στη λήψη της τελικής απόφασης, ενώ σίγουρα λόγω της κρίσης το τίμημα που θα εισπράξει δεν θα είναι υψηλό και σε καμία περίπτωση υπό τις παρούσες συνθήκες δεν θα ξεπερνά τα 400 εκατ. ευρώ.